Σπάμε τον βράχο του Σίσυφου και τον πίνουμε.
O ήλιος της γενετήσιας ζάλης βγαίνει απ’την Αλάσκα και καρφώνεται στον Κρόνο. Οι αδέσποτοι καιροί το επιτάσσουν δειλά, το επιτάσσουν ψιθυριστά: σπάμε τον βράχο του Σίσυφου και τον πίνουμε!
Γιατί; Γιατί είναι τρελό. Το γεγονός πως επιβιώνεις μέσα στην παράνοια δεν της αφαιρεί τα χαρακτηριστικά της, απλά κάνει εσένα περισσότερο ώριμο, ενήλικο ή τρελό. Διαλέγεις και παίρνεις. Ποιο ήταν το αμάρτημα του Σίσυφου; Ο ίδιος πιθανότατα έχει ξεχάσει, αλλά η κοινωνία οπωσδήποτε θυμάται καλά. Πριν πενήντα χρόνια ίσως να θεωρούσε πως είναι αθώος, σήμερα πιθανώς πιστεύω πως καλά κάνει κι είναι στη θέση που είναι. Οι γνώμες αλλάζουν σαν τα πουκάμισα και φοριούνται στα νύχια των ποδιών μας. Ποιος σκότωσε τον Βλάσση Μπονάτσο; Όχι εμείς.
Το Μπολ Φυστίκια είναι πρώτα απ’ όλα μια συλλογικότητα, μια απ’ τις χιλιάδες που έζησαν, ζούνε και θα πεθάνουν κάποια στιγμή. Το ενδιαφέρον της στρέφεται στη λογοτεχνία σε όλες τις μορφές και εκφάνσεις της. Δε βλέπει τίποτα δογματικά, ούτε έχει όμως κανένα φετίχ με το διαχωρισμό απ’ το παλιό, στο οποίο βρήκε και πολλά υλικά για να στήσει τον εαυτό της. Ακόμα ένας σκοπός είναι να επικοινωνήσουμε και να έρθουμε κοντά με ανθρώπους που μας ενώνει η ίδια οπτική πάνω στην δημιουργία.
Σπάμε τον βράχο του Σίσυφου και τον ρουφάμε με τα χρυσά καλαμάκια του γαλαξία. Είμαστε 1 μπολ φυστίκια, είμαστε οι 100 καβουρδισμένες επιλογές της ανοσίας. Η λογοτεχνία είναι το σπασμένο θερμόμετρο της εποχής μας, οι πρωτοπορίες του παρελθόντος 1 αριστουργηματικός εμετός: κατανοούμε απόλυτα το χρώμα του, την υφή του, την μυρωδιά του· το μηρυκαστικό λαπτοπ ας παλέψει να συγκρατηθεί. Το Μπολ Φυστικια είναι ο χορευτής-υδράργυρος που φιγουράρει κάτω απ’ το τραπέζι της νεωτερικότητας και κάθε πλακάκι της έκφρασης είναι η αυλή μας. Κάθε σκοτεινό πείραμα -υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες- το playroom που ζητάμε. Δεν περιοριζόμαστε στον φωτεινό επίδεσμο του τραυματισμένου, οι πληγές του τεντώνονται κάτω απ’ τα αστέρια. Ή αλλιώς: δεν είμαστε το παυσίπονο της γραφής, αλλά ο γλυκός πονοκέφαλος της προσμονής. Μια νυχτερινή εκδρομή στον λόφο με τις πέτρες.
*
Εμείς που ούτε τη δυνατότητα να ξεγελάσουμε το θάνατο έχουμε, ούτε μάλλον και τ’ αρχίδια, προτιμούμε απλά να τον χαζεύουμε πίνοντας γραμμές γραμμένες με μελάνι σε κωλόχαρτα. Όχι, δεν είμαστε τόσο σιχαμένοι, απλά συνειδητά αποφασίζουμε να μη δεχτούμε το φαύλο αυτό κύκλο της ματαιότητας, όσο αναπόφευκτος κι αν είναι, που μας οδηγεί από το πουθενά στο πουθενά και πάλι πίσω. Απ’ την ύπαρξη δε γλύτωσε ποτέ κανένας, αυτό δε σημαίνει ότι σε κάθε τι παράλογο και γελοίο εμείς πρέπει μοναχά να σκάμε και να σπρώχνουμε. Στα αδιέξοδα διλήμματα προτιμούμε να μην επιλέγουμε τίποτα. Αν καμιά απ’ τις επιλογές δε μας εκφράζει, απλά φτύνουμε στην άσφαλτο και στρίβουμε για άλλη γειτονιά. Αδιαφορούμε από επιλογή και όχι από έλλειψη της. Διαλέγουμε να περνάμε την ώρα στο καράβι πίνοντας και χορεύοντας και τραγουδώντας, δεν περιμένουμε υπομονετικά μέχρι να φτάσει στον προορισμό του και να δέσει. Αντιμετωπίζουμε τη ζωή σαν παιχνίδι και σαν αστείο, όχι σα φρικτή και ανελέητη κατάσταση στην οποία βρεθήκαμε παγιδευμένοι – κι ας είμαστε τελικά όντως παγιδευμένοι.
*
Καμία λήψη από καμία γωνία δεν φωτίζει το θαμπό πορτραίτο της παράνοιας· οι ψευδαισθήσεις οργιάζουν. Καμία προοπτική ενός τίμιου και αξιολύπητου ιδρώτα δεν μπορεί να μας κινήσει. Κοιτάχτε: το βουνό του μαρτυρίου γκρεμίζεται αθόρυβα στην θάλασσα. Κοιτάχτε: o ναυαγός τρώει την σχεδία του με 1000 γαστριμαργικούς τρόπους. Η ηλιοθεραπεία του πνιγμένου κορμιού φωτίζει σαν ξυπνητήρι τον νου της παρακμής.
Αν σταθείς για λίγο και περιγράψεις σχετικώς ρεαλιστικά την κοινωνική πραγματικότητα, όπως είναι, με τις παράνοιες της, τους μεσοαστούς με τις διόλου μικρές περιούσιες τους, που δεν έχουν μάθει ακόμα να τρώνε με πιρούνι και μαχαίρι, τις δεκάδες του κόσμου που ουρλιάζει μες την ΤΡΑΙΝΟΣΕ να απολυθούν δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ η εταιρεία ιδιωτικοποιήθηκε ήδη, τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ που ήταν ανάμεσα σε αυτόν και στους φασίστες και έτσι προέκυψε η πρώτη φορά αριστερά, ίσως δώσεις την εντύπωση πως πανικοβάλλεσαι, πως απλά μιλάς για ανύπαρκτους, αβάσιμους φόβους, πως δεν πιστεύεις σε εναλλακτικές. Αντιγράφει η ζωή την τέχνη; Μπορεί, πάντως δεν είναι ο πανικός που βάζει τα παραπάνω στο στόμα μας, είναι η πραγματικότητα της μεταπασοκικής Ελλάδας και ο σουρεαλισμός της, που έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και παράγει διαρκώς μια τρέλα που δεν μπορεί ούτε καν να συνειδητοποιήσει τον εαυτό της (γιατί τότε θα είχαμε κάτι να δουλέψουμε).
Σπάμε τον βράχο του Σίσυφου λοιπόν και τον πίνουμε. Η ματωμένη Ελπίδα δεν περιφέρεται μπροστά μας σαν κάποιο επίδοξο δόρυ στην κοιλιά του θανάτου αλλά ως η ευγενής προοπτική μιας αδράνειας-Γκεμπρεσελασιέ. Είμαστε 1 μπολ φυστίκια πάνω στο μπαρ της πλήξης, είμαστε 1 μπολ φυστίκια στο μπουρδελιασμένο τραπέζι της τέχνης. Αδιαφορούμε παντελώς: η γάτα του Σρέντινγκερ γυαλίζει τα νύχια της με υδροκυάνιο και ονειρεύεται μια μπουκιά φρίσκις. Αδιαφορούμε παντελώς: ο Αχιλλέας ταΐζει την χελώνα νόστιμο μαρούλι. Αδιαφορούμε παντελώς: η δίκη του Κ αναβάλλεται, μόλις τηλεφώνησαν για βόμβα.
*
Έτσι προσπαθούμε να αντιμετωπίζουμε και τους εαυτούς μας και τη λογοτεχνία, όχι μόνο τη δικιά μας, γενικά. Όχι δίχως ίχνος σοβαρότητας, ακόμα και το πιο χαζό αστείο εξάλλου μπορεί να κρύβει αφάνταστες προεκτάσεις, ακόμα και το πιο βαρετό παιχνίδι μπορεί να κάνει τα μάτια αυτού που παίζει να γυαλίσουν για μια τελείως ανούσια νίκη, μα απλά πιο χαλαρά. Σα μια αναγκαία ανθρώπινη κατάσταση, στην οποία όμως δε βρεθήκαμε παρά τη θέληση μας, μα όντως την προτιμήσαμε από ένα σωρό άλλες άσκοπες δραστηριότητες. Απλά μας άρεσε στην τελική, τι θέλεις ρε; Απλά αυτό γουστάρουμε κι αυτό κάνουμε. Ταυτόχρονα όμως προσπαθούμε και να την ψάξουμε λιγάκι παραπάνω. Πειραματιζόμαστε στο μέτρο του εφικτού, δοκιμάζουμε νέες τεχνικές, νέες ιδέες και σκέψεις, βρίσκουμε ανθρώπους που ναι στη φάση μας, τους αφήνουμε να μιλάνε με τις ώρες κι ακούμε με προσοχή και με μια ελάχιστη δόση ειρωνείας, συλλογικοποιούμαστε, οργανωνόμαστε, παλεύουμε και προχωράμε. Δε μας ενδιαφέρει ντε και καλά να πρωτοπορήσουμε, εξάλλου τα τελευταία χρόνια η ίδια η έννοια της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας έχει φτάσει σ’ ένα τέλμα που δύσκολα ξεπερνιέται, μα κατ’ ανάγκη προσπαθούμε, και σαν άτομα και συλλογικά, να εξελιχθούμε. Που θα φτάσουμε (και αν θα φτάσουμε και πουθενά) κανένας δεν το ξέρει, μα δεν αγχωνόμαστε κι αφήνουμε τα πράματα να ξεδιπλωθούνε φυσικά μες στην πορεία του χρόνου και της γλώσσας.
*
Είμαστε το Μπολ Φυστίκια. Ξεσκεπάζουμε τα υπερκινητικά αγάλματα των μπαλκονιών, μετατρέπουμε την λεπτή αντίληψη στο stress-ball των υπνωτισμένων. Κάνουμε τράκα 1 τσιγάρο όταν η μέδουσα της νευρικότητας απειλεί στο όνομα της Δράσης. Αρκετά! Μπροστά στα 1000 κομπρεσέρ της αδιαφορίας, οι θεοί σαλεύουν και τα στομάχια τρυπάνε απ’το κρυφό περιστέρι. Η ανάγκη για το ξέφρενο πάρτι την στιγμή του πανικού, το κροτάλισμα στα δόντια όταν λειώνει ο αιωρούμενος Πύργος της Αναμονής: 1 Μπολ Φυστίκια για όλους.
Απελπισία; Καμία απελπισία, κομματάκι-κομματάκι μπορείς πάντα να μελετήσεις την πραγματικότητα γύρω σου, μα όσο το να σπρώχνεις το βράχο του Σίσυφου σημαίνει να αποδέχεσαι χωρίς όρους αυτή την τρέλα, εμείς δε θέλουμε κανέναν να μας φανταστεί χαρούμενους. Δεν είμαστε. Δε σπρώχνουμε τίποτα. Τα παρατάμε και φεύγουμε. Στα τσακίδια το δόγμα του «Απ’ το να μην κάνεις τίποτα…» που τόσες ζωές έχει χαραμίσει χωρίς να τους πει έστω το λόγο. Σε αυτή την εποχή λοιπόν, στήθηκε το Μπολ Φυστίκια πρώτα και κύρια ως προσωπική ανάγκη των μελών του, για να αντιμετωπίσει επιπλέον την αδράνεια που στην τελική είναι εξίσου παράλογη με την μανιακή δραστηριοποίηση που επιβάλλει το μεταμοντέρνο και μοιραία ακολουθείται από καταθλιπτικές περιόδους. Δε “σπάμε το βράχο” για να “ξεφύγουμε”, κι ούτε μας φαίνεται καλή ιδέα σε μια τέτοια εποχή. Τον σπάμε γιατί μας φαίνεται καλύτερη ιδέα απ’ το να τον σπρώξουμε, ένα καθήκον που μας επιβλήθηκε έξωθεν, από δυνάμεις ανώτερες, καταπιεστικές όχι ίδιες ή συντροφικές.
Το Μπολ Φυστίκια πέφτει με αλεξίπτωτο απ’τα χέρια της λογοτεχνίας και ο στόχος του είναι συγκεχυμένος: 1 ηφαιστειογενής ουρανός. Όσοι απορούνε ας σηκώσουνε το χέρι. Όσοι απορούνε ας πετάξουν 2 χάρτινες ναπάλμ στον δάσκαλο και ας μας ακολουθήσουν.
*
Αυτό είναι το μπολ φυστίκια, φυστίκια αρμυρά που τόσο ταιριάζουν με τη μπύρα και κάθε είδους αλκοόλ, ένα αναγκαίο αστείο, μια αναπόφευκτη πορεία γεμάτη βράχους και γραμμές και αντιφάσεις και γέλια και κωλόχαρτα, μια επιλογή εξίσου ανούσια μ’ όλες τις άλλες. Κι είναι καλό. Κι όποιος δε γουστάρει ας πάει να σπρώξει τίποτα.
*
Για να μείνει ζωντανή η γάτα του Schrödinger!
email: bowlpeanuts@gmail.com