Σ’ αγαπώ
Μα όχι όπως αγαπάνε
Ανάμεσα στα αγριόχορτα
σκάβω
να φτιάξω έναν τόπο για προσευχή.
Στην έξοδο απ’ τη γλυκύτητα του κήτους
κοιτάζω τη δύση που χάσκει – νέες κατοικίες των θεών
κ’ εξέρχομαι σε σανίδες
ένα τέλειο ζευγάρι αχρησιμοποίητα χέρια με δέρμα περασμένο προσεκτικά γύρω απ’ τα κόκκαλα σαν γάντι χειρουργικό
έπνιξα τη δειλία μου
σε μια κούπα ξινισμένο γάλα
και τράβηξα για τα βόρεια