Πήρε το λεωφορείο. Επανήλθε στην κανονικότητα μετά από κείνη την κουβέντα με το “υπαρξιστικό” σκουληκο-ερπετό και βρέθηκε μέσα σ’ ένα βρώμικο, νυχτερινό αστικό. Αυτή ήταν η συμφωνία. Ντάξει, υπαρξιστικό δεν ξέρω, ούτε ο Σταύρος ξέρει, αλλά τα λεγε περίεργα. Παράλογος δεν ήταν ο Ντεμιμπράμαν, σίγουρα όχι, αλλά ήταν πολύ ακαθόριστος. Ντάξει, έιχε κάτι το υπαρξιστικό το όλο στυλ του. Μια λογική του τύπου οι επιλογές άλλοτε είναι απεριόριστες και άλλοτε περιορισμένες, αλλά στο τέλος όλα στο χέρι σου είναι. Δεν ξέρω. Του Σταύρου δεν του άρεσε ο Σαρτρ, αλλά ο Καμύ του άρεσε, κι είχε συμπαθήσει και κείνο το περίεργο σκουληκο-έντομο, τον Ντεμιμπράμαν. Τον βράχο θα τον σπρώξει ο Σίσυφος, η τάξη των πραγμάτων δεν αλλάζει. Ωχ, δεν ξέρω. Απλά να μη σκέφτεται εκείνη, αυτό του είναι αρκετό, και στ’ αρχίδια του και οι βράχοι και η τάξη των πραγμάτων κι ο Θεός κι ο σταυρός που φέρει στην πλάτη. Μερικές φορές ίσως είναι και τυχαίο. Το “τυχερό”, που είπε και το ζωύφιο. Μα δεν έχει και σημασία να μπει στη διαδικασία. Ισχύει. Ο κόσμος βρίσκεται όλος μέσα του μα ταυτόχρονα είναι κι ανεξάρτητος από εκείνον. Τι περίεργος κόσμος.

Μπήκε στο νυχτερινό αστικό και προσπάθησε να αφήσει, έστω προσωρινά, όλες αυτές τις ανούσιες σκέψεις μακριά απ’ το κουρασμένο μυαλό του. Κάθισε σε μια θέση προς τα πίσω κι άδειασε.

Δυο στάσεις περίπου αργότερα, μια κοπελίτσα μπήκε κι αυτή στο λεωφορείο. Ο Σταύρος την πήρε λίγο με την άκρη του ματιού του στα πεταχτά, και δεν της έδωσε άλλη σημασία. Μα κεινη τον κοίταζε, τον κοίταζε αρκετά, για κάποιον περίεργο λόγο. Οπότε της έριξε κι αυτός λίγα βλέμματα. Γλυκούλα ήταν, μικρή, 20 χρονών ίσως, κάπου εκεί. Σίγουρα και λίγο μεθυσμένη, φαινότανε στο ανεπαίσθητα θαμπό της βλέμμα. Κι έπειτα, έτσι, έτσι απλά, του χαμογέλασε και πλησίασε προς το μέρος του. Εκείνος μαζεύτηκε λίγο, όχι τόσο από ντροπή, όσο από φόβο μήπως κατάλαβε λάθος, μήπως τελικά κοιτούσε κάποιον άλλον κι είχε παρεξηγήσει. Μήπως το χάος των φανταστικών του σκέψεων τον έριχνε και σ’ άλλα παραισθησιογόνα τριπάκια. Αλλά όχι, αλήθεια συνέβαινε. Εκείνον κοιτούσε.

«Σε ξέρω από κάπου;» ρώτησε η κοπελίτσα.
Ο Σταύρος την κοίταξε και τότε συνειδητοποίησε ότι όντως κάτι του θύμιζε. Δε θυμόταν που, τι και πως, αλλά ναι, είχε κάτι το οικείο.
«Εμένα;» έκανε χαμηλόφωνα και ντροπαλά. «Εχμ, δε νομίζω, αλλά… αλλά ναι, κι εγώ νιώθω ότι κάτι… κάτι λίγο μου θυμίζεις… Αλλά δε νομίζω.»
«Μένεις στην πλατεία Κέδρου;» συνέχισε εκείνη με σιγουριά κι αυτοπεποίθηση.
«Ναι, εκεί μένω, σ’ ένα στενό παραδίπλα.»
«Α, ε να από που σε ξέρω. Σ’ έχω δει σίγουρα, κι εγώ εκεί κοντά μένω. Πρέπει να σε χω πετύχει στην πλατεία.»
«Ναι, η αλήθεια είναι ότι τριγυρνάω αρκετά σ’ αυτήν την πλατεία, μ’ αρέσει.»
«Και πας και στο μεγάλο πάρκο εκεί παραέξω; Με τις λεύκες;»
«Ναι, ναι, εκεί πάω φουλ, από πάρα πολύ μικρός περπατούσα εκεί πέρα, σχεδόν κάθε μέρα είμαι εκεί και βολτάρω.»
«Και κάθεσαι και στο παγκάκι λίγο μετά την αριστερή είσοδο και διαβάζεις;»
«Πάντα εκεί κάθομαι και διαβάζω!»
«Ε έλα ρε, σ’ έχω δει πολλές φορές. Κι εγώ πάω εκεί πολύ συχνά, μ’ αρέσουν πολύ οι λεύκες!»
«Άντε, άκου να δεις!»
«Ναι!»
Μια μικρή και λίγο αμήχανη σιωπή ακολούθησε, μα σύντομα τη διέκοψε ο Σταύρος, μ’ εξίσου αμήχανο βέβαια τρόπο:
«Να σου πω… εεε, ξέρεις ρε συ ένα τέτοιο… ένα μπαρ θέλω να πω… εκεί σ’ ένα στενό μετά την πλατεία προς… προς τα δεξιά… πώς λέγεται; εεεε…»
«Το Δεντρόσπιτο;»
«Ναι, μπράβο, αυτό!»
«Ε ναι ρε συ, εκεί δίπλα μένω, έναν δρόμο παρακάτω.»
«Αλήθεια;»
«Όχι, σε δουλεύω.»
«Ε;»
«Τίποτα, ναι, αλήθεια, εκεί μένω.»
«Α. Και πας καθόλου εκεί;»
«Ε, καμιά φορά ναι, ωραίο είναι.»
«Ναι, ναι, ευχάριστος χώρος. Τέλοσπάντων, εκεί αύριο που λες έχει ένα… ένα λάηβ μωρέ, ξέρεις…»
«Τι λάηβ;»
«Δεν έχω καταλάβει ακριβώς, ηλεκτρονική νομίζω φάση, ένας ντιτζέι θα ναι μαζί με έναν… εεε, νομίζω τσελίστα; Δεν είμαι και σίγουρος.»
«Όμορφο το τσέλο.»
«Ναι, ναι, κι εμένα μ’ αρέσει. Ε και γενικά, ξέρω γω, αν ψήνεσαι… αυτό, εγώ έλεγα να πάω… Αν θες δηλαδή πάμε και μαζί.»
«Τι ώρα είναι αυτό;»
«Δέκα η ώρα λέει αρχίζει.»
«Χμμ, ναι, νομίζω δεν έχω να κάνω τίποτα. Οπότε μάλλον μέσα, εκτός αν τύχει κάτι.»
«Ναι, βέβαια, ντάξει, αν μπορείς φυσικά.»
«Ναι, μάλλον μπορώ.»
«Ωραία… Άρα τα λέμε αύριο εκεί στις δέκα;»
«Ναι, λογικά ναι.»
«Ωραία. Έγινε.»
«Με λένε Ειρήνη, παρεμπιπτόντως,» έκανε και του δωσε το χέρι της. Ο Σταύρος το πιασε, χωρίς να το σφίξει και ιδιαίτερα.
«Σταύρος.»
«Χάρηκα!»
«Κι εγώ!»
«Λοιπόν, Σταύρο, εδώ είναι η στάση μου, κατεβαίνω. Εσύ υποθέτω είσαι στην επόμενη, ε;»
«Ναι, ναι, στην αμέσως επόμενη. Ωραία, άρα τα λέμε αύριο!.. Μάλλον.»
«Ναι, μάλλον ναι. Γεια σου.»
«Γεια σου Ειρήνη.»

Και κατέβηκε, και στην επόμενη στάση κατέβηκε κι αυτός. Γύρισε σπίτι του, και στη διαδρομή, ανά στιγμές, τα πόδια του, που ήτανε τόσο βαριά, τα νιωθε σα σύννεφα, να αιωρούνται. Κι εκείνη;

Ε, εκείνη… ποιος ξέρει; Εκείνη, εκείνος, η άλλη, χα! Όλοι τα ίδια περίπου είμαστε, σύμφωνα τουλάχιστον με κείνο το ομιλών ζωύφιο. Σε μια ταινία είχε ακούσει μια φράση, μια φράση που τόσο έμοιαζε με κείνες τις αμπελοφιλοσοφίες του Ντεμιμπράμαν, μια φράση που έτσι κι αλλιώς την είχε σχεδόν κάνει σχεδόν το μότο της ζωής του, κι ασυναίσθητα τη σκέφτηκε πάλι: «Ο κόσμος είναι ένα θλιμμένο και πανέμορφο μέρος.» Προσπάθησε να σκεφτεί άλλη φορά που του χε έρθει έτσι χύμα κάποια κοπέλα να του μιλήσει, σε οποιοδήποτε μέρος, και χαζογέλασε γιατί δεν θυμήθηκε καμία. Τυχαίνει. Ξέρω γω; Καμιά φορά τυχαίνει. Ίσως τα τυχερά που έλεγε και κείνο το μικρούλι πλάσμα, ίσως και κάτι ακόμα, ίσως και τίποτα απ’ αυτά. Η τάξη των πραγμάτων. Περίπου… Ποιος ξέρει, σάμπως κατάλαβε ποτέ ακριβώς τι εννοούσε κείνο το σαμιαμίδ… το ον εκείνο τελοσπάντων; Ό,τι κι αν ήταν. Όποιος κι αν ήταν. Ώρα για ύπνο. Έστω. Ώρα ο σταυρός του Ιησού να πέσει στο έδαφος και να σαπίσει, σαν κάθε άλλο ξύλο. Θεέ μου!

Τι κόσμος απίστευτος είναι ετούτος που έχεις χτίσει!