Ξύπνησε. Ξύπνησε σχεδόν χωρίς ανάσα, όχι πια τόσο τρομαγμένος, μα σίγουρα αδιανόητα καταπονημένος. Είχε κοιμηθεί στο χώμα, στο πάρκο, σαν πρεζάκι, σαν κατεστραμμένος. Έβγαλε το κινητό του απ’ την τσέπη και κοίταξε την ώρα. Νωρίς, χαράματα σχεδόν, γι’ αυτό ακόμα δεν είχε βγει κόσμος να βολτάρει. Τυχερός ήταν που δεν τον πέτυχε κανείς σ’ αυτήν την κατάσταση. Θα ένιωθε αφάνταστα ντροπιασμένος. Πάλι καλά. Σηκώθηκε όρθιος και τίναξε απ’ τα ρούχα του χώματα, χορτάρια και σάπια φύλλα. Τι τρομερό όνειρο κι εκείνο. Κι εκείνη; Ναι, κι εκείνη έμοιαζε με όνειρο όταν τη σκεφτότανε. Κάτι μεταξύ ονείρου κι εφιάλτη μάλλον. Καμιά φορά αμφέβαλλε ακόμα και για το αν όντως υπήρχε, αν όντως ήταν αληθινή. Θα πρέπει να τανε. Μια τέτοια ομορφιά δε μπορεί παρά να εκπληρωθεί στον πραγματικό κόσμο, αλλιώς δεν είναι πραγματική ομορφιά, μονάχα μια αυθαίρετη ιδέα ομορφιάς. Αυτά τα μάτια, αυτά τα μάτια κανένας άνθρωπος δε μπορεί απλά να τα φανταστεί, είναι πάνω απ’ τις δυνατότητες του το να τα δημιουργήσει, πρέπει να υπάρχουνε για να τα δει. Δε μπορείς να δημιουργήσεις από το μηδέν κάτι τόσο υπέροχο όσο αυτά τα μάτια, είναι τόσο σπουδαία που, όπως κι ο Θεός, δε γίνεται να εφευρεθούνε, δεν είναι αντικειμενικά δυνατό για έναν άνθρωπο. Πρέπει να υπάρχουνε στ’ αλήθεια για να μπορέσει κάποιος να τα δει, κι ύστερα, ίσως, να τα περιγράψει. Και τούτη η σκέψη, ταυτόχρονα τον στεναχώρησε και τον χαροποίησε επίσης.

Και σκέφτηκε ακόμα ότι το μυαλό μπορεί να παίξει παιχνίδια και να σε γεμίζει, όταν το θέλει, με παραισθήσεις, παράνοιες και ψέμματα, αλλά η καρδία -αυτό που λέμε τέλοσπάντων “καρδιά”, ό,τι σκατά κι αν είναι, όσο κι αν μπορεί να υπερβαίνει τον απλό, οργανικό της ρόλο του να χτυπάει και να διαχέει αίμα στο σώμα- η καρδιά λοιπόν αυτή ψέμματα δε λέει. Δε μπορεί να λέει. Είναι πρακτικά αδύνατον.

Για ένα απειροελάχιστο δευτερόλεπτο ο Σταύρος χαμογέλασε κιόλας. Έτριψε το στήθος του. Την ένιωσε, την καρδιά του, ζωντανή όσο κι ο ίδιος. Αναρωτήθηκε, βλακωδώς ίσως, γιατί κάποιος να θέλει να ξεχάσει και να διαγράψει τα όσα τόσο αληθινά αυτό το γαμημένο μα και απίθανο κόκκινο όργανο μπορεί να του προσφέρει. Χα! Όλα μοιάζουνε λάθος, μα είναι όλα σωστά. Ήταν σαν κάποια επιφοίτηση, αυτό που μόλις ζούσε. Δύσκολο να το εξηγήσει με λόγια, μα το ένιωθε, και το ένιωθε και με την καρδιά, και με το μυαλό, και με το κορμί και μ’ όλη την ύπαρξή του. Δεν είναι αρρώστια ο έρωτας, ψιθύρισε μοναχός του. Είναι απλά κάτι τόσο σωστό όσο και λάθος. Αυτό, καλύτερα δε μπορώ να το εξηγήσω.

Πήρε μια βαθιά ανάσα απ’ την υγρή πάχνη του πρωινού, κατάπιε το σάλιο του που πια δεν έκαιγε και τόσο, και ύστερα ξεκίνησε για το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι. Ο ήλιος περπάταγε μαζί του, πάνω, ψηλά, στον ουρανό…