Γύρισε στο σπίτι. Έβγαλε τα ρούχα του ένα-ένα, τ’ ακούμπησε σε μια καρέκλα. Παρατήρησε τα γυμνά του χέρια τώρα χωρίς ζακέτα, πρόσεξε κάποιες ίσια σχηματισμένες κοκκινίλες, σημάδια ξύλων από παγκάκι. Είχε κοιμηθεί στο παγκάκι στο πάρκο; Όλα εκείνα ήταν απλά ένα όνειρο, ή μάλλον εφιάλτης; Ίσως. Κι εκείνη; Ήταν κι εκείνη ένα όνειρο; Όχι. Δυστυχώς εκείνη υπήρχε στ’ αλήθεια. Μα εκείνος ο γέρος, το στενό, το όλο μέρος. Όλα αυτά δε θα μπορούσαν παρά να ναι ένα όνειρο. Αυτό και τίποτε άλλο.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι, παρά τον ύπνο ένιωθε ακόμα απίστευτα κουρασμένος. Λογικό. Ήταν φριχτός ύπνος. Το κινητό του όμως; Γιατί έλλειπε το κινητό του; Αν κοιμήθηκε, πώς του πεσε, ή έστω πώς και δεν το είδε; Ώχου, τέλοσπάντων, στ’ αρχίδια του. Απλά του πεσε. Στο πάρκο. Συμβαίνουν κι αυτά. Ή μπορεί και να τον κλέψανε ενώ κοιμόταν. Ναι, κι αυτό μπορεί. Βασικά αυτό ήταν ακόμα πιο λογικό, γιατί εξηγούσε και τη στάχτη που βρήκε στο παντελόνι του και στα παπούτσια. Κάποιος θα τον έκλεψε ενώ ταυτόχρονα κάπνιζε τσιγάρο, κάποιο πρεζάκι πιθανότατα, και καταλάθος θα στάχτισε πάνω του. Αφού ο Σταύρος δεν καπνίζει. Λογικό δεν είναι το σενάριο; σκέφτηκε κλείνοντας επιτέλους τα τσακισμένα βλέφαρά του. Λογικό είναι…