Δεν πάει να ρωτήσει. Εντάξει, λίγο δειλό εκ μέρους μου, σκέφτηκε, στην τελική μάλλον δε θα μου κανε και τίποτα ο γεράκος (γιατί τον είδε, όπως τον προσπέρναγε, ότι ήταν ένας απλός γεράκος), αλλά δε χρειάζεται να παίρνω και ρίσκα. Δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται. Εξάλλου, τον δρόμο θα τον βρω αργά ή γρήγορα, του πούστη.
Ε δεν είχε κι άδικο. Περπάτησε μεν αρκετά ακόμη, αλλά κάποια στιγμή άρχισε να διακρίνει φως. Φώτα μάλλον. Πολιτισμός. Η πόλη. Η άσχημη αυτή πόλη που μόνο εκείνη του θυμίζει και τίποτε άλλο. Επιτάχυνε το βήμα του. Περπατούσε γρήγορα ούτως ή άλλως. Μαγαζιά, αυτοκίνητα, κόσμος.
Ήταν αργά πια -το χε δει στο ρολόι του κινητού του- αλλά τούτη η πόλη πάντοτε έχει κόσμο. Λογικό δεν είναι; Κανείς δεν πάει στην πόλη, στην κάθε πόλη, επειδή είναι όμορφη ή επειδή έχει ωραία τοπία ή επειδή είναι ήσυχα κι έχει χρόνο ν’ ασχοληθεί με τα πράγματα που αγαπάει να κάνει. Όχι, ο κόσμος πάει και ζει στην πόλη για να ναι ανάμεσα σε άλλον κόσμο, πιο πολύ κόσμο, όσο περισσότερο κόσμο γίνεται. Θέλει να χει γύρω του, σε απόσταση που καλύπτεται ακόμα και με τα πόδια, εκατοντάδες γνωστούς κι εκατομμύρια αγνώστους. Δεν είναι τόσο περίεργο ή παράδοξο αυτό. Ο κόσμος γύρω από τον κόσμο, γνωστοί και άγνωστοι, καλύπτει πάρα πολλές ανθρώπινες ανάγκες. Απ’ τις πιο βασικές, την ανάγκη του ανήκειν σε σύνολο, την ανάγκη της κοινωνικότητας, της αλληλεπίδρασης σ’ ένα πλαίσιο και διαπροσωπικό αλλά και οικονομικό, ένα πλαίσιο εργασίας, μέχρι και τις πιο σύνθετες. Την ανάγκη του έρωτα, πχ. Την ανάγκη, καλύτερα, του απροσδόκητου έρωτα που μπορεί να εμφανιστεί απ’ το πουθενά, σ’ ένα μετρό, μια στάση, μια καφετέρια, έναν πεζόδρομο, ένα πάρκινγκ κάποιου εμπορικού κέντρου. Στις μικρές, κλειστές κοινωνίες δεν υφίσταται κάτι τέτοιο. Τα πράγματα είναι πιο στάνταρ. Θα ερωτευτείς, ναι είναι βέβαιο, αλλά ποτέ κάποια που, αν δεν της μιλήσεις επιτόπου, θα τη χάσεις σχεδόν σίγουρα. Θα ερωτευτείς κάποια που θα ξέρεις ποια είναι, που βρίσκεται, τι κάνει, πως ζει, κλπ, κι αν τύχει και δεν ξέρεις και πάλι, δε θα υπάρχει πιο εύκολο πράμα απ’ το να μάθεις. Η πόλη δεν παρέχει κάτι τέτοιο. Στην πόλη μπορεί μέσα σε πέντε λεπτά να αγαπήσεις κάποια τόσο πολύ που να νιώσεις ότι επιτόπου πεθαίνεις και ξαναγεννιέσαι μέσα σ’ ένα βρώμικο, αστικό λεωφορείο, και μετά να μην έχεις καμία επιλογή, να μη μπορείς να κανείς τίποτα εκτός από το να ξεχάσεις. Φαντάζομαι όλη αυτή η κατάσταση κρύβει κάτι το πολύ ελκυστικό για τους ανθρώπους -τον παράγοντα του απροσδόκητου και συνάμα του καταδικασμένου. Δεν ξέρω. Εκείνη; Ούτε κι εκείνη θα ξέρει…
Τέλοσπάντων. Είναι παράξενα τα πράγματα. Αλλά ίσως, τελικά, όχι και τόσο άσχημα. Όχι και τόσο απελπιστικά όσο καμιά φορά μπορεί να δείχνουν. Αυτό που χρειαζόταν τώρα ο Σταύρος ήταν ξεκούραση κι ένας καλός ύπνος. Ήταν ώρα να γυρίσει στο σπίτι του. Το νυχτερινό λεωφορείο δεν τον άφηνε και μπαμ, ακριβώς πάνω στο διαμέρισμά του, αλλά ούτε και τόσο μακριά. Βόλευε. Υπό άλλες συνθήκες ίσως να το παιρνε και ποδαράτα, μα τώρα δεν είχε κουράγια. Στάθηκε στη στάση, αφήνοντας καμιά φορά την εικόνα εκείνης να περνά για λίγο απ’ το κεφάλι του, χωρίς πια να προσπαθεί να την εξατμίσει και να την ρίξει στα βάθη των νευρώνων του (όπως δηλαδή πολύ συχνά έκανε ως τότε), και έπειτα από κάποια λεπτά το λεωφορείο ήρθε. Μπήκε μέσα και κάθισε σε μια θέση προς τα πίσω. Ίσως να φταιγε η κούραση απ’ το πολύ περπάτημα, μα ένιωθε μια ευχάριστη γαλήνη να δροσίζει τώρα τα φλεγόμενα μέσα του. Σκεφτόταν πως, τελικά, μπορεί, η αρρώστια αυτή που νόμιζε πως έχει να μην ήταν κάτι περισσότερο από μια περαστική, ανοιξιάτικη αλλεργία. Θα ήταν λάθος να κατηγορεί τα λουλούδια γι’ αυτό, έτσι δεν είναι; Εκείνα απλά στέκονται όμορφα, κι ανθίζουν όπου τους έρθει, στα βουνά, στην εξοχή, στα πάρκα, στα πεζοδρόμια, καμιά σημασία δεν έχει. Όπου να ναι ανθίζουν. Και, νομίζω τουλάχιστον, ποτέ κανένας δεν πέθανε από αλλεργία. Ίσως μόνο από το φόβο του, απ’ το φανταστικό του φόβο ότι μια απλή αλλεργιούλα μπορεί ν’ αποδειχτεί θανατηφόρα. Κατά φαντασίαν ασθενής σα να λέμε, και, ακόμα χειρότερα, νεκρός από την ίδια του τη φαντασία. Δεν ξέρω αν κάτι τέτοιο είναι ρομαντικό ή απλά ηλίθιο. Ίσως να ναι και τα δυο. Ίσως κι εκείνη να πιστεύει το ίδιο, ίσως και να το χει σκεφτεί. Κι αν όχι, σίγουρα έστω θα χει προσέξει αυτό, πως πολλά λουλούδια, αγριολούλουδα, φυτρώνουν όπου να ναι. Κι αυτό είναι όμορφο, δεν είναι;
Δυο στάσεις περίπου αργότερα, μια κοπελίτσα μπήκε κι αυτή στο λεωφορείο. Ο Σταύρος την πήρε λίγο με την άκρη του ματιού του στα πεταχτά, και δεν της έδωσε άλλη σημασία. Μα κεινη τον κοίταζε, τον κοίταζε αρκετά, για κάποιον περίεργο λόγο. Οπότε της έριξε κι αυτός λίγα βλέμματα. Γλυκούλα ήταν, μικρή, 20 χρονών ίσως, κάπου εκεί. Σίγουρα και λίγο μεθυσμένη, φαινότανε στο ανεπαίσθητα θαμπό της βλέμμα. Κι έπειτα, έτσι, έτσι απλά, του χαμογέλασε και πλησίασε προς το μέρος του. Εκείνος μαζεύτηκε λίγο, όχι τόσο από ντροπή, όσο από φόβο μήπως κατάλαβε λάθος, μήπως τελικά κοιτούσε κάποιον άλλον κι είχε παρεξηγήσει.
«Σε ξέρω από κάπου;» τον ρώτησε η κοπελίτσα.
Ο Σταύρος την κοίταξε και τότε συνειδητοποίησε ότι όντως κάτι του θύμιζε. Δε θυμόταν που, τι και πως, αλλά ναι, είχε κάτι το οικείο.
«Εμένα;» έκανε χαμηλόφωνα και ντροπαλά. «Εχμ, δε νομίζω, αλλά… αλλά ναι, κι εγώ νιώθω ότι κάτι… κάτι λίγο μου θυμίζεις… Αλλά δε νομίζω.»
«Μένεις στην πλατεία Κέδρου;» συνέχισε εκείνη με σιγουριά κι αυτοπεποίθηση.
«Ναι, εκεί μένω, σ’ ένα στενό παραδίπλα.»
«Α, ε να από που σε ξέρω. Σ’ έχω δει σίγουρα, κι εγώ εκεί κοντά μένω. Πρέπει να σε χω πετύχει στην πλατεία.»
«Ναι, η αλήθεια είναι ότι τριγυρνάω αρκετά σ’ αυτήν την πλατεία, μ’ αρέσει.»
«Και πας και στο μεγάλο πάρκο εκεί παραέξω; Με τις λεύκες;»
«Ναι, ναι, εκεί πάω φουλ, από πάρα πολύ μικρός περπατούσα εκεί πέρα, σχεδόν κάθε μέρα είμαι εκεί και βολτάρω.»
«Και κάθεσαι και στο παγκάκι λίγο μετά την αριστερή είσοδο και διαβάζεις;»
«Πάντα εκεί κάθομαι και διαβάζω!»
«Ε έλα ρε, σ’ έχω δει πολλές φορές. Κι εγώ πάω εκεί πολύ συχνά, μ’ αρέσουν πολύ οι λεύκες!»
«Άντε, άκου να δεις!»
«Ναι!»
Μια μικρή και λίγο αμήχανη σιωπή ακολούθησε, μα σύντομα τη διέκοψε ο Σταύρος, μ’ εξίσου αμήχανο τρόπο βέβαια:
«Να σου πω… εεε, ξέρεις ρε συ ένα τέτοιο… ένα μπαρ θέλω να πω… εκεί σ’ ένα στενό μετά την πλατεία προς… προς τα δεξιά… πώς λέγεται; εεεε…»
«Το Δεντρόσπιτο;»
«Ναι, μπράβο, αυτό!»
«Ε ναι ρε συ, εκεί δίπλα μένω, έναν δρόμο παρακάτω.»
«Αλήθεια;»
«Όχι, σε δουλεύω.»
«Ε;»
«Τίποτα, ναι, αλήθεια, εκεί μένω.»
«Α. Και πας καθόλου εκεί;»
«Ε, καμιά φορά ναι, ωραίο είναι.»
«Ναι, ναι, ευχάριστος χώρος. Τέλοσπάντων, εκεί αύριο που λες έχει ένα… ένα λάηβ μωρέ, ξέρεις…»
«Τι λάηβ;»
«Δεν έχω καταλάβει ακριβώς, ηλεκτρονική νομίζω φάση, ένας ντιτζέι θα ναι μαζί με έναν… εεε, νομίζω τσελίστα; Δεν είμαι και σίγουρος.»
«Όμορφο το τσέλο.»
«Ναι, ναι, κι εμένα μ’ αρέσει. Ε και γενικά, ξέρω γω, αν ψήνεσαι… αυτό, εγώ έλεγα να πάω… Αν θες δηλαδή πάμε και μαζί.»
«Τι ώρα είναι αυτό;»
«Δέκα η ώρα λέει αρχίζει.»
«Χμμ, ναι, νομίζω δεν έχω να κάνω τίποτα. Οπότε μάλλον μέσα, εκτός αν τύχει κάτι.»
«Ναι, βέβαια, ντάξει, αν μπορείς φυσικά.»
«Ναι, μάλλον μπορώ.»
«Ωραία… Άρα τα λέμε αύριο εκεί στις δέκα;»
«Ναι, λογικά ναι.»
«Ωραία. Έγινε.»
«Με λένε Ειρήνη, παρεμπιπτόντως,» έκανε και του δωσε το χέρι της. Ο Σταύρος το πιασε, χωρίς να το σφίξει και ιδιαίτερα.
«Σταύρος.»
«Χάρηκα!»
«Κι εγώ!»
«Λοιπόν, Σταύρο, εδώ είναι η στάση μου, κατεβαίνω. Εσύ υποθέτω είσαι στην επόμενη, ε;»
«Ναι, ναι, στην αμέσως επόμενη. Ωραία, άρα τα λέμε αύριο!.. Μάλλον.»
«Ναι, μάλλον ναι. Γεια σου.»
«Γεια σου Ειρήνη.»
Και κατέβηκε, και στην επόμενη στάση κατέβηκε κι αυτός. Γύρισε σπίτι του, και στη διαδρομή, ανά στιγμές, τα πόδια του που ήτανε τόσο βαριά τα νιωθε σα σύννεφα, να αιωρούνται. Κι εκείνη;
Ε, εκείνη… ποιος ξέρει; Σε μια ταινία είχε ακούσει μια φράση που την είχε κάνει σχεδόν το μότο της ζωής του, κι ασυναίσθητα τη σκέφτηκε πάλι: «Ο κόσμος είναι ένα θλιμμένο και πανέμορφο μέρος.» Προσπάθησε να σκεφτεί άλλη φορά που του χε έρθει έτσι χύμα κάποια κοπέλα να του μιλήσει, σε οποιοδήποτε μέρος, και χαζογέλασε γιατί δεν θυμήθηκε καμία. Τυχαίνει. Ξέρω γω; Καμιά φορά τυχαίνει. Ίσως τόσο σπάνια όσο μπορεί ν’ ανθίσει ένα λουλούδι στο τέλος του φθινοπώρου. Ίσως όσο συχνά είναι θλιμμένος ο κόσμος, άλλο τόσο συχνά είναι και πανέμορφος. Ποιος ξέρει;