Άναψε το φακό. Άρχισε να διακρίνει σιγά-σιγά τις σιλουέτες των πραγμάτων. Δεν ήταν κάτι το απόκοσμο και τρομερό όπως είχε φοβηθεί, όχι. Ήταν όλα συνηθισμένα. Τα σπίτια, ο δρόμος. Απλά για κάποιο λόγο όλες οι λάμπες είχανε καεί. Ίσως να χει γίνει γενικό μπλακ-άουτ σε κείνο το στενό. Να μια λογική εξήγηση. Τίποτα παραπάνω. Συνέχισε να προχωράει με προσοχή, παρατηρώντας, κοιτώντας συχνά-πυκνά κάτω στο έδαφος για να μην χτυπήσει πουθενά και πέσει. Γενικά είχε αρχίσει να νιώθει ήρεμος, η κάψα της αρρώστιας είχε αρχίσει να δροσαίνει. Καραδοκούσε, και βέβαια καραδοκούσε. Αλλά προς το παρών ήταν καλά. Το σκοτάδι και η ησυχία, κι η ανάγκη προφανώς να βλέπει που πατάει, κρατούσαν τις ζόρικες σκέψεις μακριά.
Το στενό ήταν μακρύτερο απ’ ότι είχε αρχικά υποθέσει, κι έτσι ο Σταύρος δειλά-δειλά ένιωθε όλο και πιο άνετα ν’ αυξάνει το ρυθμό του. Πάντα περπατούσε σχετικά γρήγορα, και πριν ερωτευτεί, ήταν για κάποιο λόγο το χούι του έτσι, και του άρεσε που επανερχόταν σταδιακά μες στη μαυρίλα στα φυσιολογικά του επίπεδα του βάδην. Μέχρι που κάτι τάραξε τη γαλήνη του περπατήματος του. Ξαφνιάστηκε κι έκοψε απότομα ταχύτητα όταν άκουσε, σχεδόν από το πουθενά, έναν πολύ κοφτό μα δυνατό ήχο και έπιασε με την άκρη του ματιού του μια σπίθα. Έριξε τη δέσμη του φακού του προς τα κει και διέκρινε ένα παγκάκι και πάνω του μια σκοτεινή φιγούρα. Η φιγούρα γινόταν πιο ορατή από ένα μικρό, πορτοκαλί φως που πήγαινε αργά μα σταθερά πάνω-κάτω. Ήταν η κάφτρα ενός τσιγάρου. Εντάξει, σκέφτηκε, ξεπερνώντας τον αρχικό του, πολύ λογικό φόβο. Ήταν απλά ένας τύπος σ’ ένα παγκάκι και κάπνιζε. Θα μπορούσε ίσως να πάει προς τα κει και να τον ρωτήσει για οδηγίες. Που είναι, πώς να φύγει, πως να φτάσει στο κέντρο ή, καλύτερα, απευθείας σπίτι του. Χαμήλωσε το φακό του και το σκέφτηκε. Ναι, εντάξει, απλά ένας τύπος που καπνίζει μέσα σε μια έρημη, σκοτεινή γειτονιά, αλλά κάτι μέσα του τον έσκιαζε. Πέρασε πάλι φευγαλέα από τα μάτια του το πρόσωπό της – μια φρικτή και πανέμορφη ψευδαίσθηση. Συγκεντρώσου Σταύρο. Στο θέμα μας. Που είσαι; Που πας; Πώς θα φύγεις από δω; Θα πας να ρωτήσεις τη σκιαχτική τούτη μορφή ή όχι;