Φράουλες απ’ το Τσέρνομπιλ (Άλεξ Κοάν)

Υπάρχει ένα κενό στα ανθρώπινα πράγματα,
μια χρονική καθυστέρηση απ’ το τώρα ως το πάντα
ή αλλιώς ένα ανεπαίσθητο πάγωμα
στη διαδρομή ενός μετρονόμου το δείχτη.
Είναι αλήθεια τεράστια η απόσταση
απ’ το μηδέν ως το ένα
κι αντίστροφα,
είναι ρωγμή σε μια θάλασσα βρώμικη λίγο
ή αλλιώς μια ξέρα, μια πέτρα
που απάνω της εσύ μου μαθαίνεις κολύμπι
κι εγώ οριακά επιπλέω.
Σε στροφές
οδηγάμε
μα πια και να θες
δε μπορείς να κρατάς το τιμόνι,
κι έχω μέσα μου πάντα αυτό το ανθρώπινο,
ιερό και σπασμένο,
κάτι σαν άγγιγμα -ίσως-
που το μέσα μου άγρια δαγκώνει.
Υπάρχουν σημεία ακίνητα
στο χρόνο που συνέχεια προτρέχει,
πραγμάτων ορίζοντας -σημείο που τείνει, δεν είναι-
στιγμές οριακές, ανεπαίσθητες
σαν ανούσιος καβγάς ή σα χτύπημα πλάτης,
στιγμές που υπάρχουν για μένα, για σένα υπήρξανε,
μα για τους γύρω μας είναι αέρας
-λιγότερο:
κενό μεταξύ του αέρα.

Διπλώνεις τα χέρια σου πίσω απ’ την πλάτη σου
σε μια αέναη ροή που πλέον στερείται
το σφύριγμά σου,
το νευρικό των ποδιών σου κροτάλισμα
στο λαβύρινθο που διασχίζει το χολ,
την κουζίνα, το σαλόνι, το μπάνιο.
Γελάς μ’ ένα αστείο που ποτέ δεν κατάλαβα,
κι εγώ, θυμωμένος, να σου εξηγώ
κάτι που δε θα μπορέσεις ποτέ να γνωρίσεις.
Κρύβεσαι
σε μια καμπαρτίνα
γαλλική
και γω σε χάνω
για πάντα.

Είναι καιρός, πολύς καιρός,
μεγάλη, θεόρατη η λίστα
εγγράφων ανύπαρκτων, χαρτιά και δηλώσεις,
στα συρτάρια της μνήμης που έψαχνες,
στις πόλεις που άφησες πίσω,
στο λευκό αυτοκίνητο που μείνε
σ’ ένα πάρκινγκ ακίνητο πάντα,
στα σταυρόλεξα που άφησες άλυτα
με κάτι άσπρα κουτιά σα διαόλια,
και με γράμματα ξέμπαρκα, μόνα τους
στο πλαστικό το χαρτί το φτηνιάρικο
που γυαλίζει όταν βρίσκεται κάτω απ’ τη λάμπα,
που τσάντιστηκα όταν δεν έβγαλα
τι σημαίνουν οι λέξεις που γράφεις,
τα κλειδιά σου, τα σήματα, οι φάκελοι,
οι κασέτες που χες γράψει για μένα,
το γραφείο που άψογα οργάνωνες,,
τα βιβλία σου που χες όλα αριθμήσει,
κι όλα όσα τέλοσπάντων δεν έβρισκες
μα κι όμως πολύ αμυδρά τα θυμόσουν.

Υπάρχει ένα αόρατο σύνορο στην άκρη του κόσμου
που ξεχωρίζει εμάς
απ’ την πλευρά των απέναντι
κι ένα φυλάκιο στην άκρη του συνόρου
όπου ο αέρας μυρίζει σα χώμα,
κι όταν, σαν τώρα, θα πηγαίνω πάλι
που και που
για να φυλάω σκοπιά
και θα κρατώ στα ρουθούνια μου χώμα,
τότε
ξανά
θα είσαι εκεί
να σου κρατάω το χέρι.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s