Το μόνο σύνδρομο #3 «Πιττάκια»

Δε θα καταλάβαινες
ούτε αν σου τσάκιζε τη μούρη, oyte αν
σου τσιμπούσε τη φλέβα
το βράδυ που στάζει ομίχλη και
καρκινογόνο μάνα ο ουρανός.
Ο λαός είναι μια χαρά
με τα σκατά γράμματα που έμαθε
και τις σκατά ιδέες που έχει στο μυαλό του
είναι αρκετός
για να σταθεί μπρος στις πύλες
της κόλασης
και να εμποδίσει τη γενοκτονία
των οικόσιτων αιλουροειδών. Είπα δεν ξαναμιλάω για γατιά
αλλά όταν διαλύεται σε σκοτεινή ύλη η πόρτα του σπιτιού
όταν τα όνειρα μου σκοντάφτουν
απάνω στη δικτατορία του δέρματος σου
όταν έχουν περάσει κιόλας χρόνια
απ’ το θάνατο του Καντάφι
κάπου πρέπει να στραφώ:

αλλά δε θα καταλάβαινες

γιατί μεγάλωσες στα ροδόνερα του κόσμου αυτού
κι εγώ μεγάλωσα
με δυο άγριες κοινές ευρωπαϊκές
που λέγονταν αλλοτρίωση κι επιτήδευση
κι είπα na kopso to laimo moy man
για να γίνει λίγο πιο εύκολο όλο αυτό, να μοιάζει λίγο
με ποίημα επιτέλους η ζωή.

Αλλά η δικτατορία του δέρματος έστεκε καλά στη θέση της
και δεν έχουμε γκρεμίσει ακόμα
ούτε μισό τύραννο απ’ τη θέση του. Μα η θέση του
είναι η θέση μας. Η επιθυμία του, είναι η δικιά μας
κι η απόλαυση του θα ήταν δική μας κι αυτή,

μα αυτό το υπέροχο μίσος
που τραγουδούν οι πάνκιδες και οι ανάπηροι
κάστορες τα βράδια κάτω
στα μισοτελειωμένα φράγματα που ζέχνουν
αθηναϊκό υπόκοσμο και κρυστάλλους σε ζελατίνα
αυτό το υπέροχο μίσος
μας κρατάει ζωντανούς και ευχαριστημένους
και δε θα το ανταλλαζα με τιποτα.

Τα πρωινά λοιπόν:
με χαρά γεμίζω
το μπολάκι της Λίμας.

διαδρομή μετρίου μεγέθους 
επιτάχυνση καρδιας 6 στα 5

κρατάω μεγάλο βήμα σταθερό
φεύγω μπροστά και ανά είκοσι μέτρα γυρνάω και πετρώνω τις μέδουσες
τα μαλλιά τους σαν φίδια στο νησί των ανέμων- σχεδόν και
μία μία τις στέλνω στο διάολο που κλαίνε για το πατημένο γατί στην άκρη του δρόμου

μοιάζει με μπαλόνι ξεφούσκωτο
που το παίρνεις στα δόντια σου μισορουφάς κι έπειτα
η φωνή σου συριζει
η γλώσσα μου πάλλεται
ασταμάτητα και δίχως ήχο προσπαθώ να σου πω πως μακάρι να μπορώ να μας σώσω και μαζί και τις φίλες μου μα
τις πατάνε τ αμάξια τις λιώνουν οι
επικείμενες συγκρούσεις σε δρόμους που μέχρι σήμερα δεν περπατησαν

κρατώντας την καρδιά μου σφιχτά στα δύο χέρια τη σφίγγω μέχρι να βγει
κάθε στάλα
τις βουτάω στο νεροχύτη με τα άπλυτα πιάτα
σαπουναδες γεμίζουν τα στήθη μου

μούλιαζε και στίβε καρδιές όλη μέρα

από νεκρές και μισόνεκρες γάτες

μη με ρωτάς γιατί πάχυνα

πού καιρός για πιλάτες

τρία έπσιλον x φώντας φ.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s