Η πάχνη και τα βρύα έχουν καλύψει το λερωμένο γκρίζο τοίχο
Της πολυκατοικίας και τα φυτά των μπαλκονιών,
Ταλαιπωρημένα από την βασανιστική υγρασία και το Δεκεμβριανό χιονιά
Πράσινο φόντο σε μια βουβή γειτονιά που’χει το χρώμα της σκουριάς
Θυμάμαι παλιά κάποια μου χε πει ότι μυρίζουν σα σπέρμα.
Η εγώ το χα σκεφτεί? Τότε που δεν ήξερα πως μυρίζει το σπέρμα
Και απλά φανταζόμουν. Δεν είναι δα κι απίθανο να το κατέβασε
Το παιδικό μυαλό μου κάποια στιγμή. Αλλά νομίζω κάποια μου το χε πει
Ας είναι. Καλύτερα να μαζέψω τις σκέψεις μου,
ο χρόνος θα εξαφανιστεί άξαφνα – δε θα μείνει και πολύς
Για να πω όσα θέλω ή όσα χρειάζεται σε λίγες αράδες
Ανακατεμένων στίχων που ίσως κανείς να μη διαβάσει ποτέ
Για ν’ αγαπήσω λίγο ακόμα όσους με πληγώνουν
Κι όσες θα φύγουν χωρίς αντίο η μια τελευταία αγκαλιά
Κι ακόμα, για να μισήσω τις μέρες που έρχονται, το κόσμο που έρχεται
Που θα μου στερήσει την ελπίδα και τη ξεγνοιασιά
Ίσως δε μείνει χρόνος ούτε για να συμμαζέψω το αχούρι στο δωμάτιο
Που κάνει τη μάνα μου να ξεφυσά βαριά σα να βγάζει από μέσα
Μια ζωή ολόκληρη, σα να με ξαναγεννά –μα είναι αυτό λόγος να απελπίζεσαι?
Να με σιχαίνεσαι? Αυτές οι μικρές αταξίες είναι σα τη νύχτα.
Παροδικές, προϋποθέτουν το φωτεινό αντίθετο τους
Μα καθημερινές κι αβάσταχτες, πάντα στην ώρα τους στο ραντεβού τους με τη θλίψη.
Τουλάχιστον έτσι τις βιώνει εκείνη.
Εκείνη που έζησε τόσα χρόνια στην υποτίμηση και το κέρατο
Περιτριγυρισμένη από ένα σωρό αμίλητα, άψυχα λαμπερά αντικείμενα
Εκείνη που τη σημάδευαν με τ’ όπλο από παιδί
Που έφτασε μέχρι τη στρατόσφαιρα ο καπνός που κατέβασε
Που θα πέθαινε αβοήθητη σ’ ένα ξένο κρεβάτι αν δεν ήταν τα προνόμιά της
Αυτά που δε διάλεξε και δε της δόθηκαν απλόχερα ή από την αρχή
Που έπρεπε να περάσει τόσο καιρό στη στέρηση για να βρεθούν στο δρόμο της
Όχι από τύχη μα από ευτυχία. Την ευτυχία των εξεγερμένων φοιτητικών της χρόνων και των φίλων της
Που της γνώρισαν έναν άντρα. Αυτό, έναν άντρα. Δεν ήταν ποτέ τίποτα παραπάνω
μα και τίποτα λιγότερο. Και τον αγάπησε κι αυτόν όπως τους άλλους γιατί έτσι είχε μάθει,
να προσφέρει το μέσα της στο χορό μιας αχόρταγης καταστροφικής συνύπαρξης
που τελικά τη κατάπιε.
Τέλος χρόνου. Το ανελέητο, κατάψυχρο υγρό στοιχείο
ενός τροπικού χειμώνα κατάφαγε τα λουλούδια.
Τέλος χρόνου. Το ηλεκτρονικό μελάνι αδειάζει σιγά-σιγά. Η έμπνευση με εκδικείται.
Τέλος χρόνου. Πρέπει να συνεχίσω να λατρεύω με αυταπάρνηση,
και ν’ απεχθάνομαι με βία. Ν’ αποδομήσω τα αντίθετα.
Τέλος χρόνου. Πρέπει να μαζέψω το δωμάτιο.