Η πραγματικότητα είναι
το πάσχειν-από-σημασία
και νόημα // νοσούντες
όσοι γεύτηκαν το μύκητα
που εισήλθε βράδυ
στην ηλεκτρισμένη
της γης
ατμόσφαιρα.
Σκελετοί δεινοσαύρων τα όνειρα(μας) = δηλαδή
τοποθετημένα εκεί )απ’ το σατανά(
για να κινείται απ’ την απελπισία
το μυαλό εκείνο που δεν μπόρεσε να κινήσει (ακόμα)
η αγάπη.
Μου ζήτησε να μην χρησιμοποιώ το όνομα του προφήτη
κι εγώ της ζήτησα
να μη βασανίζει το σώμα μου, τα πρωινά
που τα άγρια κοτσύφια
σαλπάρουν με μαύρες σημαίες για την Αττική γη==
== μ’αρέσει να ακούω την ομιλία τους, όπως μ’ αρέσουν
οι υγρές συμμορίες που τα μεσάνυχτα πυρπολούν
τα κτήρια των μασόνων. διότι μέσ’ τη φωτιά τους
ανακάλυψα κάτι
που θα μπορούσε να ζήσει στον κόσμο ετούτο
να γευτεί το μύκητα και να ξαποστάσει
στη σκιά των μεγάλων ερπετών: όμως εγώ είμαι ένας απελπισμένος ποιητής, που η πέτσα μου μυρίζει οδοντιατρική καρέκλα και θάνατο. Έμαθα να αγαπώ την μυρωδιά αυτή, γιατί σέρνει μαζί της απ’ τα βάθη του ατλαντικού, το κουφάρι του Κισμέτ της αποτυχίας.
Κι έμαθα να αγαπώ το Κισμέτ
αργά και βασανιστικά. ενώ
τα μάτια των τεράτων
γυαλίζουν μέσα στο δάσος
προσφέρουν μια νεαρή γάτα στα πόδια μας
κι όμως
θέλοντας και μη
σέρνουν το μόνο σύνδρομο
που μας απειλεί:
τον πυρετό ενός κοινοβουλίου
τη χολέρα μιας αυταξίας
τη θλίψη
ενός δικαιώματος:
που μαραζώνει στον τοίχο χωρίς να γνωρίσει ποτέ του το χώμα.
—
Μόλις περνάς την ακτή φτάνεις σε Κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης
Κλωθώ Λάχεσις Άτροπος
Δικαιούσαι τρεις ευχές που να έχουν άμεσο υλικό αντίκρυσμα στον έξω κόσμο
Αντηλιακό
Ένα αντίτυπο της αγαπημένης μου μύγας
Μια μάσκα ύπνου
Μπορώ να αντέξω τον ήχο και δε με πειράζει που το σώμα μου κοιμάται στο πάτωμα που ναι γεμάτο σβώλους. Ο ήχος αντέχεται πάντα και όσο, σαν κατασκήνωση μετεφηβείας: ηχεία παλλόμενα στη διαπασών μέσα στο τύμπανο: συνθλίβεται ο κοχλίας, γίνεται λευκή πούδρα που φτάνει από τα μάτια στη μύτη σου: ανασηκώνει το τριχωτό της κεφαλής σου, μαζί και τη λίμπιντο.
Το μόνο που δεν αντέχω είναι το φως, κατασπαράζει κάθε τι που χω κρατήσει: κρατάει τα μάτια μου ανοικτά και τους ξύνει λίγο λίγο την επιφάνεια, το εμβαδόν της ίριδας μου ελαττώνεται, διαστέλλεται σαν να ναι νύχτα. Ωστόσο αυτή εδώ είναι η μεγαλύτερη μέρα και έτσι η κόρη μου γεμάτη τριχοειδή κόκκινα αγγεία τρίβεται τρίβεται τρίβεται
Γάτες σε οίστρο δίχως μαέστρο κατοικούνε τους τοίχους, ακούω τις κραυγές τους όπως γατζωνονται η μια στην άλλη σε ένα ερωτικό συνεχές γεμάτο βρύα λειχήνες και κάθε τύπου μύκητες
Της ζητάει να μη μιλάει άλλο για τις μέρες που πέρασαν κι αν του κάνει τη χάρη θα πάψει να μιλάει για Αυτόν
Με όση μνήμη μου απέμεινε προσπαθώ να συντάξω, της εξηγώ πώς έχουν τα πράματα: κάθε νύχτα χειρότερα
Και τους ζητάω άλλη μία να κλείσουν το φως.
τρία έπσιλον x φώντας φ.