το κοράκι κάνει γαρ\γαρ, ο ήχος μοιάζει με το πώς θα γάβγιζε ένας ιπτάμενος σκύλος, σαν αυτόν που ισχυρίστηκε πως είδε ένας από τους κλέφτες διδύμους και ζήτησε αμύθητα λεφτά από τον βασιλιά, στη χώρα που φύτρωσες λες είναι διάσημος εκείνος ο μύθος. κι εγώ σε πιστεύω.
υπήρξες κάποτε μωρό, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. ο θηλασμός μοιάζει φρικτός, όπως το τεράστιο πλάσμα κρέμεται με δόντια δαγκάνες απ’ τη ρώγα σου- σε πέντε χρόνια θα έχω υιοθετήσει τα μισά αδέσποτα της πόλης, τρία με τέσσερα παιδιά και έναν κάδο σκουπιδιών. το τελευταίο θα ισχυρίζομαι πως δεν έχω ιδέα πώς προέκυψε, αν και πολύ καλά θα ξέρω πως η ιδέα αυτή άρχισε να κυοφορείται τη μέρα που έριξα μέσα στον τεράστιο μαύρο κάδο τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου. αν λοιπόν στ’ αλήθεια κάθε πράξη μας φέρει ένα νόημα, η ιστορία αυτή αξίζει να τελειώσει τη στιγμή που το τεράστιο μαύρο πετούμενο αψηφά τις αναθυμιάσεις του μετάλλου και αρπάζει το μπρελόκ με το ράμφος του, τινάζει τα φτερά του με λύσσα- το νερό σ’ αυτά τα μέρη δεν είναι τρεχούμενο, αργεί τον ιούλη να στεγνώσει η πίσσα.
η μετάφραση δεν είν’ το ζητούμενο. σου θυμίζω κοράκι σε ληστεύω σαν κίσσα.