προχωρώ
σε σκαλιά κεντημένα
με μεθαμφεταμίνη.
είναι η σκιά
του επερχόμενου
θανάτου
που μυρίζει
λιβάνι και κανέλλα
και προετοιμάζει
το πανηγύρι.
ντρέπομαι
κάτω απ’ το τσεκούρι
του εκτελεστή
θυμάμαι πως κάποτε
είχα δανείσει λεφτά
στον πατέρα του.

σαν ποντίκι
ξεγλιστρώ απ’ τη μοίρα
μου ή
πιο στα σπλάχνα της
βυθίζομαι;
99.999 κουστουμαρισμένοι
ψέλνουν στο Θεό
και τρώνε
λευκή
και μαύρη σάρκα
και τρώνε
λευκή
και μαύρη καρδιά
ποιος θα τολμήσει λοιπόν
να πει
πως πλέον χωρίς μάτια
χωρίς φρέσκα μήλα
χωρίς την αγκαλιά της θάλασσας
χωρίς τη μυρωδιά μιας μητέρας
θα αντικρίζουμε
θα αντικρίζουμε
τις σφαγές από το κάστρο;