Το Σωτήριο Έτος ΙΙΙ.

Ανάμεσα στα αγριόχορτα
σκάβω
να φτιάξω έναν τόπο για προσευχή.

Βαριέσαι
γι’ αυτό συνέχεια ρωτάς
αν ήταν έξυπνη
η τελευταία σου πράξη. Σε τραβώ απ’ το γιακά
να συνεχίσουμε το δρόμο
πριν το χιόνι καλύψει και τα τελευταία
σκουπίδια.























Ένα κοπάδι αγριοκάτσικα
μας οδηγούν σε μεγάλο πανηγύρι
μουσικές, χρώματα πολλά
και κρέας
αλλά όταν τολμάω να ρωτήσω
τι γιορτάζουμε
στρέφουν αλλού το βλέμμα τους
θα ήθελα πολύ
να γδυθώ στην κεντρική πλατεία
και να ξαπλώσω ανάμεσα στα χέρια
αλήθεια με
πονάει τόσο
να μη μυρίζω με τα χάδια

μα εδώ εσείς
γιορτάζετε
κάτι αποτρόπαιο
για μένα.

Και με τραβάς απ’ το γιακά να συνεχίσουμε
σου λέω «Σκέφτομαι να φάω τα δάχτυλα μου
Ως τελευταίο επιδόρπιο»
























Και με τραβάς απ’ το γιακά να συνεχίσουμε
σου λέω «να γλυκαθώ πριν γκρεμιστώ Κυριακή πρωί
από κάποιο υπέροχο και μακρινό
ύψωμα των συνόρων».

Και με τραβάς απ’ το γιακά να συνεχίσουμε
κι οι πρωτόγονοι Θεοί που ζουν μέσα στο λάκκο
μου γράφουν με σπασμένα κλαδιά πάνω στο χώμα
κατάρες για όλους τους δειλούς
που τόλμησαν να ευχηθούν
την αυτοκτονία των εχθρών τους.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s