κοιτάω τα χέρια μου νομίζω δεν τα 'χω ξαναδεί
ένα τέλειο ζευγάρι αχρησιμοποίητα χέρια με δέρμα περασμένο προσεκτικά γύρω απ' τα κόκκαλα σαν γάντι χειρουργικό/ με μίσχους φλέβες πράσινες που κυλάν σαν ποτάμια. χέρια κτήματα ποτιστικά. έχω κισσούς στα χέρια μου: όταν ξυπνάω ακούω να μεγαλώνει κάτω απ' το δέρμα μου δέρμα καινούριο- εχέγγυο ηλικίας οι καφέ του κηλίδες που μοιάζουν λες και το ποτήρι πάλι μου χύθηκε. όσο κι αν αλείφω με δείκτη προστασίας εκατό ο ήλιος επιμένει να με θρέφει. έχω αλλάξει χρώμα, ηλικία και όψη [κάτι ήξερε το ελάφι της Λιοτήρως] το δέρμα μου σκόνη πούδρας κάτω απ' τα μάτια μου με απλώνω- στη σκιά απ' το δέντρο που έσπειρα θάβομαι. φυσά αέρας και η κάμερα με σκορπίζει σε ξέθωρα πίξελ: εκπέμπω σε όλα τα μέρη που δε θέλω να βρίσκομαι, είμαι μακριά και σας δίνω τα λόγια μου αποκλειστικά εξ’ αποστάσεως. μαθαίνω πώς να αναπνέω με ένα μεγάλο πλάκωμα σαν πέτρα που κυλάει και παρασέρνει στο διάβα της τους ανθρώπους. όπως κυλάει τρίβομαι, λειαίνομαι, δεν γνωρίζω πια πρόσωπο και χέρια. δεν μας έχω ποτέ έτσι ξανά ξαναδεί: σκονισμένους κι ανήλιαγους. ίσως να φταίει το σήμα. ίσως να βρέξει λάσπη και να χρειαστεί πάλι να τα ζήσουμε όλα ξανά απ’ την αρχή. μια αέναη επανάληψη του πρώτου καταγεγραμμένου αμαρτήματος. ανυπακοή
στους αιώνας των αιώνων
ας μην
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...