Κλαίω, είμαι δαρμένο σκυλί
έχω φυτέψει καρότα παντού
στον κόσμο και περιμένω να
ανθίσουν
για να τα καμαρώσω // το θέλε
η μοίρα
όλα τα παιδιά μου
να γεννιόνται κάτω απ’ τη γη.
Άντρες πρεζάκηδες
το άγριο δάσος παραμερίζει στα βήματα σας
φοράω τα καλά μου, ναι-ναι-ναι
ξέρω καλά
πως βρωμάω καφέ
σκλαβιά
και πως δεν έχω κορδέλα
να δέσω γύρω απ’ το λαιμό μου
για να με παρουσιάσω
σα δώρο σε εσάς.
Και έτσι δεν έρχομαι σαν δώρο. έφτιαξα
ένα ζευγάρι γάντια
κόβοντας με ψαλίδι
τις κάλτσες που μου δώσανε
στο στρατό
και κυκλοφορώ
γυμνός τις νύχτες
μαζί τους
από ταράτσα
σε ταράτσα
σαν βοηθός
υπερήρωα
που σκοτώθηκε στο καθήκον.
Βουτάω
με περιέργεια
τα δάχτυλα μου
στο πετρέλαιο
της κατσαρίδας
κι ονειρεύομαι
κι ονειρεύομαι
κι ονειρεύομαι
πραξικοπήματα.