Όραμα ενός ξυλοκόπου (Οδυσσέας Διαμάντης)

Το πευκοδάσος ήταν επιβλητικό. Παντού έβλεπες πράσινα και καφέ φύλλα, χιόνι, κορμούς με χίλιες αποχρώσεις του γκρίζου και του καστανού. Οι πευκοβελόνες ήταν απλωμένες στο έδαφος σαν τα χαλιά στα σπίτια το χειμώνα, έστω σε όσα υπάρχει τέτοια άνεση. Δεν άφηναν άλλο δένδρο να φυτρώσει, πλην ορισμένων θάμνων, οι οποίοι από το κρύο είχαν σχεδόν νεκρωθεί. Χιόνιζε και το είχε στρώσει για τα καλά. Η λευκή κουβέρτα έκανε το δάσος να μοιάζει με ονειρικό τοπίο. Μόλις που έχει αρχίσει να ξημερώνει και το δάσος κοιμόταν ύπνο βαθύ, από τον οποίο δεν ήθελε να ξυπνήσει. Όλα του τα ζώα είναι καλά κρυμμένα σε λαγούμια. Στο ποτάμι και τον καταρράκτη, χοντρές, κρυστάλλινες κρούστες πάγου είχαν σχηματιστεί.

Μέσα στο δάσος βρίσκεται ένας ξυλοκόπος. Υλοτόμος, με σύγχρονη ορολογία. Κρατάει ένα τσεκούρι βαθύ κόκκινο, όπως στη Λάμψη του Κιούμπρικ, και φοράει έναν πράσινο σκούφο και ένα χοντρό μπουφάν. Είναι ψηλός και έχει ένα παρουσιαστικό που θυμίζει τον θεό Πάνα, με έντονα ζυγωματικά, μύτη ελαφρώς γαμψή, προτεταμένο μέτωπο με μια βαθιά, οριζόντια ρυτίδα έκφρασης και μεγάλο σαγόνι. Τα μαλλιά και τα γένια του ήταν κατακόκκινα. Την αγριωπή εντύπωση του προσώπου του, τη μαλάκωναν τα δύο πράσινα μάτια του, ίδια με το χρώμα των φύλλων των πεύκων όταν ο ήλιος τα φωτίζει το ανοιξιάτικο μεσημέρι και δύο ρυτίδες κάτω από τα μάτια του, οι οποίες προκύπτουν σε όσους μπορούν να χαμογελούν συχνά και πηγαία. Έκανε γρήγορα βήματα προς το δέντρο που ήθελε να κόψει και σε κάθε δρασκελιά έπρεπε να σηκώνει ψηλά τα πόδια του για να διασχίσει το πυκνό χιόνι. Ένιωθε ότι είχε τη δύναμη να το κάνει. Είχε βάλει στο βαν του αντιολισθητικές αλυσίδες και είχε έρθει ίσαμε το δάσος για να κόψει πεύκα. Το ξύλο του πεύκου δεν είναι και το καλύτερο, καθώς αρπάζει γρήγορα αλλά και τάχιστα φλέγεται και γίνεται στάχτη πριν το καταλάβεις. Δεν είχε όμως και πολλές επιλογές.

Ζούσε μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, στον οικισμό Χ, ο οποίος βρισκόταν περίπου σαράντα λεπτά έξω από την Αθήνα. Είχε γίνει μια μεγάλη διακοπή ρεύματος, η οποία είχε ταράξει τους κατοίκους και την καθημερινότητά τους. Από την προηγούμενη μέρα, όλοι έψαχναν τρόπο να ζεσταθούν. Άλλος είχε προμηθευτεί πετρέλαιο, άλλος έκαιγε ξύλα, άλλος είχε σόμπα γκαζιού που την άναβε με τις ώρες και είχε στο υπόγειο γκαζάκια για ρεζέρβες. Κάποιοι που ζούσαν στην ανέχεια πήγαιναν στο δάσος και έκαναν παράνομη υλοτόμηση ή έκαιγαν πλαστικά και οποιοδήποτε τοξικό υλικό μπορούσε να καεί. Τα συνεργεία της ημικρατικής εταιρείας παροχής ρεύματος υποτίθεται ότι δούλευαν πυρετωδώς και ότι το αργότερο σε δύο μέρες θα είχε λυθεί το όλο θέμα. Κανείς δεν το είχε πιστέψει. Ούτε ο κοκκινομάλλης ξυλοκόπος. Για αυτό, επειδή ο καυστήρας του είχε πάθει βλάβη, αποφάσισε να κάψει τα ξύλα που θυμόταν ότι είχε στην αποθήκη. Όμως, διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει να προμηθευτεί. Είχε φύγει δύο μέρες για κάποιες δουλειές και το λησμόνησε. Είχε ξεχαστεί τελείως και δεν είχε πάρει ξύλα ελιάς ή πουρναριού που είχαν την καλύτερη απόδοση. Ο προμηθευτής ξύλων δεν μπορούσε να ανταποκριθεί πλέον στις παραγγελίες του κόσμου: όταν τον πήρε τηλέφωνο, τον άκουσε με στενοχώρια να του λέει ότι αδυνατούσε να εξυπηρετήσει και του ευχήθηκε καλή δύναμη.

Η βασική του δουλειά ήταν αυτή του κασκαντέρ. Είχε καλύψει στα δύσκολα πολλούς ηθοποιούς. Είχε πηδήξει από ταράτσα σε ταράτσα, είχε πατήσει το γκάζι χωρίς δισταγμό σε σπορ αμάξια, είχε βουτήξει σε λίμνες όπου δεν ήξερες τι θα συναντήσεις μέσα, είχε κάνει σούζες πάνω σε μηχανές και είχε κάνει καταδύσεις σε μεγάλα βάθη. Είχε ξεκινήσει ως κομπάρσος και στην πορεία προέκυψε να γίνει κασκαντέρ. Το μποξ είχε βοηθήσει στο ξεκίνημα: είχε αποκτήσει αθλητικό σωματότυπο και το αγριωπό του παρουσιαστικό με τα σγουρά κόκκινα μαλλιά και τα πυκνά γένια τον καθιστούσαν ξεχωριστό στον φακό και είχε παίξει σε δεκάδες διαφημίσεις. Στην πορεία είχε ασχοληθεί, πιο επιδερμικά, με την ορειβασία και την κατασκήνωση σε συνθήκες βουνού. Ακόμη και αυτά λειτούργησαν υπέρ του.

Κάποτε,  ένας ατζέντης, είχε περάσει να δει τα γυρίσματα για το επεισόδιο μιας σαπουνόπερας. Ο κοκκινοτρίχης τον είχε προσεγγίσει και του εξέφρασε το ενδιαφέρον να ασχοληθεί με τις δύσκολες και επικίνδυνες σκηνές στα έργα και τις ταινίες. Στο βιογραφικό του φαινόταν ότι ήξερε από πολεμικές τέχνες, υπήρχαν και βίντεο από αγώνες που το επιβεβαίωναν. Ακόμη, υπήρχε αναφορά στη συμμετοχή του σε έναν ορειβατικό σύλλογο. Ο ατζέντης παλιά είχε ασχοληθεί επίσης με την ορειβασία και συμπάθησε τον κοκκινοτρίχη, όταν εκείνος άρχισε να του μιλάει για τον ορειβατικό σύλλογο της περιοχής του. Του πρότεινε μετά από λίγες μέρες να γίνει κασκαντέρ σε μια ταινία δράσης με αυτοκίνητα. Με τον τρόπο αυτό, ο κοκκινοτρίχης είχε βρει το επάγγελμά του.

Το αστείο, σκεφτόταν ο κοκκινοτρίχης ξυλοκόπος, ήταν ότι είχε εργαστεί όντως ως υλοτόμος στο παρελθόν και ότι στον ρόλο όπου είχε να αναλάβει στη νέα παραγωγή, της οποίας τα γυρίσματα ξεκινούσαν σε λίγες μέρες, είχε να καλύψει τις δύσκολες σκηνές κολύμβησης σε ποταμό για έναν… μοναχικό ξυλοκόπο. Είχε διαβάσει λίγο το σενάριο και του είχε φανεί πολύ άστοχο και προχειροφτιαγμένο. Ήταν σαν να προσπαθούσαν να μιμηθούν τον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ» χωρίς τη Λαίδη Κόνι Τσάτερλυ, τον Όλιβερ Μέλλορς ή τον κύριο Τσάτερλυ. Ήθελε να ήταν κριτικός κινηματογράφου και να μπορούσε από το γραφείο του να παίρνει ένα φτυάρι και, με ζήλο, να θάβει όλες τις φτηνιάρικες παραγωγές που φτιάχνονταν για να εισπράξουν γρήγορα τα χρήματά τους οι παραγωγοί και, τελικά, δεν τις θυμόταν κανείς ύστερα από ένα με δύο χρόνια το πολύ. Αλλά, πώς θα έβγαζε τα προς το ζην ένας κασκαντέρ χωρίς ηλίθιες ή φτηνές ιστορίες στη μεγάλη οθόνη;

Περπατάει προς το δέντρο της αρεσκείας του, ένα αρκετά ίσιο πεύκο. Εδώ είναι που δημιουργείται ξέφωτο πριν τον απότομο γκρεμό. Λοξοδρομεί και κοντοστέκεται στην άκρη του και βλέπει τη θέα. Στο βάθος είναι η πόλη των Αθηνών που αχνοφαίνεται και κάποια μικρά χωριά της Αττικής γης και οι οφιοειδείς περιφερειακοί δρόμοι. Λίγο πιο πέρα, είναι ο παγωμένος καταρράκτης: είχε χρόνια να ζήσει τέτοιο κρύο ο τόπος. Προχωράει πάλι προς τα πίσω, με μεγάλες, αργές δρασκελιές, για να βρει το πεύκο που είχε επιλέξει. Σκέφτεται ότι μπορεί με μερικές θαρραλέες τσεκουριές να το ρίξει κάτω και μετά να το κόψει σε μικρότερα κομμάτια. Από το πάχος του κορμού, υποθέτει ότι δεν είναι ούτε τριάντα ετών. Δεν φυσάει καθόλου: ο άνεμος έχει εντελώς σταματήσει και τα πάντα, εκτός από το χιόνι που πέφτει ασταμάτητα, μοιάζουν ακίνητα. Κανένας άλλος άνθρωπος δεν υπάρχει γύρω. Νιώθει ότι θα ήθελε λίγη παρέα τέτοια ώρα. Τα συννεφιασμένα πρωινά πάντα ο νους του τρέχει σε διάφορες σκέψεις. Η σκέψη που κυριαρχούσε στο μυαλό του εκείνη την ώρα ήταν τι θα φορούσε – θα φορούσε;- Εκείνη ξαπλωμένη στο κρεβάτι, διότι ξύπνια αποκλείεται να ήταν. Είχε να τη δει καιρό και την τελευταία φορά που είχαν μιλήσει, του έδειχνε πως δεν δεχόταν να βρεθούν οι δυο τους.

Πιάνει γερά και σφιχτά το τσεκούρι του. Στέκεται μπρος στο πεύκο. Ανασηκώνει τους ώμους του, ξεφυσάει και παίρνει μερικές βαθιές ανάσες πριν ορμήσει. Υψώνει το τσεκούρι ψηλά πριν το πρώτο χτύπημα, όπως είχε υψωθεί το κόκκινο λάβαρο πριν καρφωθεί στο Ράιχσταγκ, όπως η σημαία της αστερόεσσας πριν το ανεπανάληπτο κλικ του φωτογραφικού φακού στη Σελήνη. Χτυπάει με δύναμη το τσεκούρι πάνω στον κορμό, με αποφασιστικές και ακριβείς κινήσεις. Πρώτα φεύγουν κομματάκια του φλοιού από το σημείο όπου πέφτει με δύναμη το τσεκούρι. Ο ξυλοκόπος ζεσταίνεται και για να διευκολύνει τη διαδικασία, βγάζει το μπουφάν του και το αφήνει να πέσει κάτω. Έχει μείνει με ένα πουλόβερ και ένα άσπρο πουκάμισο από μέσα. Έχει αρχίσει να ιδρώνει: το σώμα του παίρνει φωτιά εύκολα, ακόμη και στα χιόνια. Συνεχίζει να χτυπάει. Ακούγεται ένας παράξενος ήχος, σαν διαπεραστική κραυγή. Κοιτάζει δεξιά κι αριστερά. Τίποτα δεν κουνιέται, κανείς δεν φαίνεται πουθενά.

Συνεχίζει. Αλλάζει τη θέση του για να χτυπήσει κι άλλο τον κορμό και από το βάρος να πέσει μόνος του, χωρίς να τον πλακώσει. Ακόμη ένα ουρλιαχτό ακούγεται. Πάλι δεν φαίνεται κανείς. Βγάζει για λίγο τον σκούφο του και ξύνει το κεφάλι του απορημένος. Θα φταίει που δεν κοιμήθηκε πολύ καλά. Έχει σηκώσει τα μανίκια του και συνεχίζει το ξυλοκόπημα. Το δένδρο μοιάζει έτοιμο. Ακούει το τρίξιμο. Τρέχει παράμερα για να μην σκοτωθεί. Το πεύκο, από τα πιο ευθυτενή που είχε δει για κοινό μεσογειακό, πέφτει κάτω με βρόντο στο χιόνι και το βαθουλώνει ακουμπώντας στο χώμα. Εκείνος προχωράει τη δουλειά του. Αρχίζει και το κόβει σε μικρότερα κομμάτια, για να τα τρίψει με τη λίμα και να τα έχει έτοιμα για να τα ρίξει στο βαν και μετά στο τζάκι του. Έχει βγάλει τον σκούφο του. Αν δεν φοβόταν ότι θα κρύωνε, θα είχε πετάξει και το πουλόβερ. Ακούγεται ένα κλαψούρισμα, σαν μικρού παιδιού. Και πάλι, δεν μπορεί να καταλάβει από πού ακούγεται. Η συννεφιά καλά κρατούσε, μόνο αραιά και πού σχηματιζόταν μια χαραμάδα στα σύννεφα και φαινόταν για λίγο ο Ήλιος για να κρυφτεί πάλι στο παρασκήνιο. Πήγαινε τα κούτσουρα στο βαν, βάζοντας όσα χωρούσαν σε μια σκληρή τσάντα που είχε μαζί του. Είχε αφήσει το όχημα σε έναν δρόμο έξω από το δάσος. Όταν τα είχε μαζέψει όλα, έκλεισε την πόρτα και μπήκε στο όχημα. Του άρεσε η ζέστη του.

Ένιωσε ότι είδε μια ανθρώπινη φιγούρα πάνω στα δέντρα, πριν βάλει μπρος. Κοίταξε προσεκτικά: μια κοπέλα που φορούσε ένα λευκό χιτώνα στεκόταν, χωρίς να πέφτει, με τα γυμνά της πέλματα να ακουμπούν στον κορμό ενός πεύκου. Στο κεφάλι της είχε ένα στεφάνι από κλαδιά πεύκου και κουκουνάρια. Φαινόταν λυγερή, όχι ψηλή αλλά περήφανη και αγέρωχη, με μακριά καστανά μαλλιά, κάτασπρο δέρμα, λεπτά χαρακτηριστικά προσώπου. Είχε πολύ σοβαρό ύφος το οποίο ερχόταν σε αντίθεση με την αέρινη αύρα της. Για μια στιγμή του θύμισε Εκείνη… Αλλά, πριν προλάβει να χαθεί σε οποιαδήποτε σκέψη, του πέρασε από το μυαλό το τρομακτικά αυτονόητο: πώς ήταν δυνατόν να στέκεται οριζόντια προς το έδαφος, σε ύψος τριάντα μέτρων και να μην πέφτει; Τα μαλλιά της και το στεφάνι της, αντί να πέφτουν προς το έδαφος, αψηφούσαν τη βαρύτητα. Η γυναικεία μορφή τον κοίταξε. Είχε ένα διαπεραστικό βλέμμα και κάτι μάτια, γαλανά ζαφείρια. Εκείνος, έτριψε τα μάτια του και βγήκε έξω από το όχημα, για να πλησιάσει και να διαπιστώσει αν όντως την έβλεπε ή είχε τρελαθεί. Όντως, υπήρχε μπροστά του: την είχε πλησιάσει αρκετά και διαπίστωσε ότι το βλέμμα της, παγερά όμορφο, ήταν εχθρικό.

Η γυναικεία μορφή κατέβηκε από το δέντρο και πατούσε απαλά πάνω στο χιόνι. Του φώναξε: «Νομίζεις ότι αυτό που έκανες θα περάσει έτσι απλά; Θεωρείς ότι ήρθες εδώ και θα κάνεις ό,τι σου κατέβει, έτσι; Σήμερα έχεις μπλέξει άσχημα». Κρυστάλλινη, κοφτή φωνή, γρήγορη ροή λόγου. Εκείνος απόρησε ειλικρινά και απάντησε, ρωτώντας, «Τι ακριβώς έκανα; Θα ξεπαγιάσω στο σπίτι με το κρύο αν δεν κάψω κανένα ξύλο. Ποια είσαι, δηλαδή, που πρέπει να σου δώσω και λόγο»; Χωρίς να του απαντήσει, σε κλάσματα δευτερολέπτου, τον έφτασε αιωρούμενη και τον γρονθοκόπησε. Το χτύπημα ήταν ξαφνικό και τον βρήκε απροετοίμαστο. Παραλίγο να χάσει την ισορροπία του. Αναπήδησε γρήγορα προς τα πίσω και ετοιμάστηκε να της ανταποδώσει το χτύπημα. Πριν προλάβει όμως να αντιδράσει, η γυναίκα με το στεφάνι από κλαδιά πεύκου του είχε ρίξει μια κλωτσιά στο στομάχι, τον είχε ρίξει κάτω στο χιόνι και του πατούσε με μια απίστευτη δύναμη το πρόσωπο με το δεξί της πέλμα. Ένιωθε ότι θα του έσπαγαν τα μηνίγγια από την πίεση. Πώς ήταν δυνατό ένα τέτοιο πλάσμα να ασκεί τόση δύναμη; Παρεμπιπτόντως, τι όμορφα δάχτυλα ήταν αυτά στα πόδια της: το σχήμα τους ήταν ανεπανάληπτα ντελικάτο. Για μια στιγμή, σκέφτηκε ότι, αν ήθελε να τον λιώσει κάποιο πόδι, το είχε βρει.

Εκείνη του είπε αγριεμένα: «Σκότωσες έναν από τους αδερφούς μου. Αυτό το δέντρο που έκοψες και τεμάχισες ούρλιαζε, δεν άκουγες; Κάθε τι στο δάσος έχει ψυχή. Αλλά πού να ακούσεις… Ένας φαντασμένος άνθρωπος είσαι, ένας ηλίθιος θνητός, για τον οποίο η Φύση είναι κάτι ασήμαντο. Θα πληρώσεις ακριβά για αυτή σου την πράξη». Ευθύς, τον αρπάζει από τα μαλλιά και του δένει τα χέρια με έναν χαλκά που εμφανίστηκε με ένα χτύπημα των λεπτών της δακτύλων. Τρέχοντας και σχεδόν χωρίς να πατάει στο έδαφος, του κολλάει τη μούρη στον κορμό ενός πεύκου. «Σου άρεσε που έξυνες το καημένο δέντρο με τη λίμα σου; Τώρα θα σου τρίψω τη φάτσα, αλητήριε». Κι έτσι έκανε. Ο ξυλοκόπος δεν μπορούσε να φανταστεί πώς είναι να χώνονται ακίδες και κομμάτια ξύλου στο πρόσωπό σου, στα μάγουλα, στη μύτη, στα φρύδια, στα χείλη σου. Έτρεχε αίμα από το πρόσωπό του. Κομμάτια επιδερμίδας είχαν αρχίσει να φεύγουν από το άγριο σύρσιμο. Αλλά, να λέμε την αλήθεια, δεν είχε ρίξει ούτε ένα δάκρυ. Αυτό, το είχε προσέξει η νύμφη και την εκνεύριζε.

Τότε, της ήρθε μια πιο επιθετική ιδέα. Τον κοίταξε με ένα πονηρό βλέμμα, σαν εκείνους τους ανθρώπους που έχουν σκαρφιστεί το θάνατό σου, τον έχουν σχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια και σου μιλάνε για το πώς είναι ο καιρός έξω. «Ρώτησες πριν πώς με λένε. Είμαι η Πίτυς, και φυλάω τα πεύκα σε αυτό το δάσος. Εσύ, που δεν δάκρυσες καν, τι όνομα έχεις; Πονάς καθόλου»; Εκείνος της απάντησε, βαριανασαίνοντας και φτύνοντας αίμα: «Αφού δεν σε νοιάζει, τι νόημα έχει; Ορέστης λέγομαι. Και όχι, δεν πονάω». Εκείνη ανασήκωσε τα φρύδια της και είπε: «Και γιατί να μη με νοιάζει, παρακαλώ; Ήρθες εδώ, δεν απολογείσαι για ό,τι έκανες και κάνεις ειρωνικές ερωτήσεις». «Αφού δεν με άφησες να πω οτιδήποτε», της αντίτεινε. «Αντιμιλάς κιόλας. Οποία ύβρις… Για να δούμε, θα πονέσεις με αυτό που θα πάθεις τώρα, Ορέστη»; Πριν καν το καταλάβει, μέσα στο στόμα του είχε μαγκωθεί ένα φίμωτρο με καρφιά που του έσπασε αρκετά δόντια και το κεντρικό καρφί του τρύπαγε τη γλώσσα. Ο πόνος ήταν τρομερός. Προσπαθούσε να ουρλιάξει, αλλά δεν μπορούσε. Μούγκριζε υπόκωφα και κυλιόταν στο έδαφος σαν να είχε αποτρελαθεί. Αίμα έβγαινε από τη μύτη του και δεν μπορούσε να πάρει μια σωστή ανάσα, κοντεύοντας να πνιγεί. Δάκρυα έβγαιναν ανεξέλεγκτα από τα μάτια του. Η νύμφη Πίτυς, τον έπιασε από τους ώμους, τον ακινητοποίησε και με ένα άγγιγμα πάνω στο φίμωτρο, εκείνο χάθηκε μεμιάς. Το στόμα του ήταν κατακκόκινο από το αίμα, το οποίο έφτυνε στο πλάι: άλλο που δεν ήθελε αυτό το φάντασμα να τον βασανίσει χειρότερα έτσι και της λέρωνε τον κάτασπρο χιτώνα.

Εκείνη, τον πλησιάζει περισσότερο. Πρώτη φορά τον κοίταξε με συμπόνια. Του χαϊδεύει το πρόσωπο και του δίνει ένα φιλί στα χείλη. Με τρόπο μαγικό, αμέσως όλες οι πληγές κλείνουν και το στόμα του γίνεται όπως πριν. «Άμα ήσουν πιο ευγενικός στην αρχή, δεν θα είχα ξεσπάσει έτσι. Όπως σε βλέπω, τα τραγίσια πόδια σου λείπουν. Σωστός αγριάνθρωπος. Κάποτε, σε αμνημόνευτους χρόνους, είχα ερωτευτεί έναν θεό, τον Πάνα: ήταν δέκα φορές πιο άξεστος από σένα. Έφτιαξε έναν περίφημο μουσικό αυλό και έπαιζε δυνατά όπου πήγαινε: τον άκουγες και ήξερες ότι επρόκειτο να σε πανικοβάλλει. Δεν έχω συναντήσει από τότε πλάσμα στη Γη πιο αυθόρμητο. Εκείνα τα χρόνια, ο Βοριάς με ήθελε επίσης. Εγώ όμως, πάγωνα μόλις τον έβλεπα, δεν τον ήθελα. Εκείνος, οργισμένος, απειλούσε ό,τι με ένα του φύσημα θα με γκρέμιζε και θα με τσάκιζε. Για να με σώσει από τον Βοριά, τον πιο άκαρδο από όλους τους ανέμους, ο Παν με έκανε πνεύμα των πεύκων και, από τότε, του έχει μείνει συνήθεια να φοράει κλαδιά πεύκου στο κεφάλι για στεφάνι. Δεν μπορώ να πω ότι χάρηκα πολύ όταν ερωτεύτηκε μερικές χιλιάδες φορές μέσα στους αιώνες, αλλά έτσι έγινε. Τα κλαδιά τα κρατάει, πάντως, σαν ανάμνηση όσων ζήσαμε. Του μοιάζεις πάρα πολύ στην όψη. Έχω δει ώρα τώρα πώς με κοιτάς. Τι σκέφτεσαι»;

Ο Ορέστης σκεφτόταν ότι όλα πάνω στην Πίτυ τον έκαναν να την ποθεί, επειδή του θύμιζαν Εκείνη. Όμως, δεν θα ήταν και η πιο έξυπνη ιδέα να της πει ακριβώς τι σκεφτόταν. Θυμόταν ότι μέχρι πριν λίγο κόντευε να πνιγεί στο ίδιο του το αίμα και ότι είχε καταπιεί μερικά από τα δόντια του, τα οποία ευτυχώς είχαν φυτρώσει ξανά: πώς θα πήγαινε για γύρισμα σε λίγες μέρες, αν του έλειπαν τα δόντια; Οπότε, βρήκε και είπε: « Η αλήθεια είναι πώς σε βλέπω κα σε θαυμάζω από την πρώτη στιγμή. Δεν συναντώ πλάσματα σαν κι εσένα κάθε μέρα. Με ένα φιλί μου έκλεισες όσες πληγές μου άνοιξες. Μπορείς να το ξανακάνεις»; Η Πίτυς δεν δίστασε. Του έδωσε ένα φιλί από τα πιο ζεστά και υγρά που είχε δώσει στις χιλιετηρίδες που έβλεπε το φως του Ήλιου.

Η νύμφη, τότε, σηκώνεται, τον αφήνει και προχωράει προς το ξέφωτο. Του κάνει νεύμα να την ακολουθήσει. Περπατάει ίσια προς τον γκρεμό: από κάτω έχουν χαθεί τα πάντα και υπάρχει μόνο μια βαθιά άβυσσος, χωρίς πάτο. Μόλις φτάνει στο κενό, δεν πέφτει, αλλά περπατάει στον αέρα. Γυρνάει και τον κοιτάζει στα μάτια. Γέρνει γεμάτη χάρη και νάζι το κεφάλι της προς τα δεξιά, με ύφος περιπαθές. Σαν να συντονίζει ορχήστρα, κουνάει τα χέρια της και ανοίγει χαραμάδες εκτυφλωτικού φωτός στον Ουρανό. Η θερμοκρασία ανεβαίνει. Οι πάγοι γύρω λιώνουν. Τα νερά του ποταμού ρέουν ξανά και ο καταρράκτης πέφτει με ορμή στη λίμνη. Σταγόνες αίμα στάζουν από τον Ουρανό και πεταλούδες βγαίνουν σε σμήνη από τη βαθιά άβυσσο, πετώντας σε μορφή στροβίλων γύρω από την ονειρική οπτασία. Μια πεταλούδα χρυσή κάθεται πάνω στο κεφάλι της δρυάδος νύμφης. Το στεφάνι στο κεφάλι της έχει γίνει χρυσό, όμοιο με στέμμα, καθώς ο Ήλιος το φωτίζει. Ή μήπως το στεφάνι είναι που δίνει φως στον Ήλιο; Φυσάει δυνατός νότιος αέρας που παρασέρνει τα φύλλα και τα καστανά μαλλιά της νύμφης ανεμίζουν, ενώ κουνάει τα χέρια της σε μια μελωδία που ο κοκκινοτρίχης ξυλοκόπος δεν μπορεί να ακούσει. Μήπως όμως δεν είναι ο αέρας που κινεί τα μαλλιά και τις πευκοβελόνες αλλά τα λεπτά, λευκά της χέρια; Ένα δάκρυ κύλησε από το πρόσωπο του ξυλοκόπου. Είναι δυνατόν να δει κανείς κάτι τόσο όμορφο και να μην βουρκώσει;

Ήχοι βημάτων ακούγονται και ο Ορέστης γυρνάει να δει. Στο δάσος, γίνεται κάτι απίστευτο. Μέσα από τις συστάδες των θάμνων και των πεύκων, προχωρούν ομάδες από Σάτυρους, που κρατούν μαύρες σημαίες, ενώ κάποιοι άλλοι εξ αυτών παίζουν σκανδαλιστικούς σκοπούς σε αυλούς. Δεν μπορείς να υπολογίσεις πόσοι είναι: μοιάζουν να έρχονται από τα βάθη του δάσους και των αιώνων. Στην πλευρά του ποταμού, άλλος μεγάλος όγκος αρχίζει να φαίνεται: είναι ξανθές νύμφες που κατεβαίνουν από το διπλανό βουνό. Οι Ορεάδες –έτσι λέγονται οι νύμφες των όρεων- κρατούν καλαθάκια, και προχωρούν φορώντας λευκά φορέματα. Έχουν πιασμένα τα μαλλιά τους και από τα καλάθια τους πετούν ψηλά στον αέρα λουλούδια και κλαδιά πεύκων. Κατευθύνονται προς το ποτάμι και τον καταρράκτη.

Οι Σάτυροι, σαν έτοιμοι από καιρό, ορμούν καταπάνω τους, ανεμίζοντας τις μαύρες σημαίες τους και αλαλάζοντας. Εκείνες τρέχουν με όλη τους τη φόρα προς κάθε δυνατή κατεύθυνση. Καθώς τρέχουν, κάποιοι σάτυροι πιάνουν μερικές απ’ όπου προλαβαίνουν, τα χέρια, τα μαλλιά ή από τα πόδια και τις σέρνουν στη λάσπη που έχει δημιουργηθεί από τη βροχή αίματος. Άλλοι Σάτυροι, με πιο λεπτούς τρόπους, παίζουν μελωδίες στους αυλούς τους και προσκαλούν τις Ορεάδες για μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσουν ποτέ. Άλλοι, απλώς έχουν απλώσει τις γλώσσες τους και χοροπηδούν πίνοντας το αίμα που στάζει από ψηλά, βάφοντας όλη την πλάση κόκκινη.

Μία ομάδα από Ορεάδες έχει φτάσει στον καταρράκτη. Εκεί, πετούν τα λευκά τους φορέματα, που από τη βροχή αίματος κοντεύουν να κοκκινήσουν. Τρεις σάτυροι, σαστισμένοι από το θέαμα τις καλούν να μη φύγουν. Εκείνες πετούν τις κορδέλες που έδεναν τα μαλλιά τους, ανυψώνονται και χαιρετούν. Ένας εξ αυτών, πιάνει μία Ορεάδα από τα πόδια και πασχίζει να την κρατήσει στο έδαφος. Υψώνεται μαζί της ψηλά στον αέρα και την θερμοπαρακαλά να κατέβουν πάλι κάτω. Δύο άλλες νύμφες τον σπρώχνουν και πέφτει στην άβυσσο.

Σαν να μην έφταναν αυτά, ακούγονται ήχοι από άγρια θηρία, βρυχηθμοί. Γυναίκες ντυμένες με λεοντές και κρατώντας σπαθιά, μαστίγια και μαχαίρια εμφανίζονται από το πουθενά. Είναι οι Μαινάδες, ακόλουθες του θεού Διονύσου, όπως και οι Σάτυροι. Τις συνοδεύουν λεοπαρδάλεις, που τις κρατούν από λουριά ή τις έχουν καβαλικέψει. Μία εξ αυτών, κρατώντας ένα ρόπαλο και χτυπώντας τα μεγάλα στήθη της φωνάζει: «Κάνετε τέτοιο γλέντι και δεν μας καλέσατε; Ντροπή σας. Θα σας ξεσκίσουμε». Με μια ιαχή για σύνθημα, οι Μαινάδες βάλλουν κατά πάντων.

Αν πριν η μάζωξη θύμιζε μια παράξενη γιορτή, ένα αλλόκοτο καρναβάλι όπου μυθικά πλάσματα χτυπιόνταν, κυνηγούσαν το ένα το άλλο, έπεφταν στον γκρεμό και έσμιγαν τα σώματά τους, πλέον θύμιζε έναν οργιαστικό πόλεμο. Μέσα στο δάσος, Σάτυροι έκαναν ενέδρες σε Ορεάδες πέφτοντας από τις κορυφές των δέντρων πάνω τους· οι λεοπαρδάλεις είχαν ξαμοληθεί και κατασπάραζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους και, όταν χόρταιναν, ήθελαν κάποιον να τις χαϊδεύει στην κοιλιά· Μαινάδες άρπαζαν Σατύρους από τα κέρατα και Ορεάδες από τα μαλλιά και τους βουτούσαν στην σκούρα κόκκινη λάσπη. Δίπλα σε ένα ερωτικό τρίγωνο οποιουδήποτε συνδυασμού, κάποιος ξεψυχούσε με ένα σπαθί καρφωμένο στην καρδιά του. Ένας Σάτυρος προσέφερε λουλούδια σε μια Μαινάδα και εκείνη του δάγκωνε το χέρι και τον ξάπλωνε στο έδαφος όλο όρεξη. Μία Ορεάδα κρατούσε στην αγκαλιά της έναν Σάτυρο και μένανε αγκαλιασμένοι πάνω από τα δέντρα, μούσκεμα από το αίμα που έρεε από τον Ουρανό. Μαύρες σημαίες και κοκκινισμένα φορέματα ανεμίζουν στον αέρα από όσες και όσους τρέχουν να σωθούν ή να βρουν τη λύτρωση στο πάθος τους.

Ο Ορέστης, έχοντας πλήρη θέα από το ξέφωτο μπρος στον γκρεμό, έχει σαστίσει με όλο αυτό το πανδαιμόνιο, το βγαλμένο από το μυαλό ενός τρελού. Η Πίτυς του σφυρίζει. Τον μαλώνει με το βλέμμα της, έχοντας ένα μειδίαμα τρυφερότητας στα χείλη, πλασμένο από τους αιώνες. Από τα γαλάζια μάτια της αναβλύζει ένα φως κυανό. Μέσα από τα απαστράπτοντα μάτια της, ένα σχοινί πετάγεται και η άκρη του βρίσκει στο χείλος του γκρεμού. Τώρα, ένα σχοινί μονάχα ενώνει τη στεριά με τα μάτια της, σαν μια γέφυρα που ενώνει Γη και Ουρανό. Έχει ανοίξει τα χέρια της, καλώντας τον ξυλοκόπο να έρθει εκεί. Στην αρχή, ο Ορέστης διστάζει. Ανοίγει τα χέρια του και κάνει το πρώτο, μετέωρο βήμα στο σχοινί. Ακολουθεί το δεύτερο. Η καρδιά του πάει να σπάσει. Κλείνει τα μάτια του. Προσπαθεί να βρει την ισορροπία του. Πίσω το χάος, κάτω το έρεβος, μπρος του ένα ζευγάρι μάτια στο χρώμα του Ουρανού, σε ένα κορμί που ο χιτώνας έχει κολλήσει από το αίμα. Δεν έχει και πολλές επιλογές. Περπατούσε τώρα θαρρετά πάνω στο σκοινί: τι κασκαντέρ θα ήταν, αν φοβόταν; Έχει φτάσει στη μέση της απόστασης.

Τότε, όλα αλλάζουν. Ξάφνου, ο άνεμος στρέφεται σε βόρειο, ψυχρό και παγερό. Αρχίζει πάλι να πέφτει χιόνι. Ένα μουγκρητό ακούγεται από το βουνό. Ένας κατάλευκος γίγαντας με σουβλερά δόντια πλησιάζει επικίνδυνα. Ο Βοριάς ο ίδιος. Φωνάζει με στεντόρεια φωνή που σχίζει τον αέρα: «Δεν θα σε πλησιάσει κανείς, άθλια σκύλα». Ο ξυλοκόπος καταλαβαίνει ότι η κατάσταση είναι επικίνδυνη, χωρίς να μπορεί να γυρίσει πίσω, γιατί θα χάσει την ισορροπία του. Ο γίγας εκτοξεύει σταλακτίτες στις Μαινάδες, τους Σατύρους και τις Ορεάδες, κόβοντας ολάκερα σώματα στη μέση και θρυμματίζοντάς τα. Ένας σταλακτίτης πέφτει στο σχοινί και το κόβει. Ο ξυλοκόπος πέφτει στην άβυσσο. Προσπαθεί να πιαστεί από τις πεταλούδες, μα δεν μπορούν να τον κρατήσουν. Η δρυάδα μοιάζει ανήμπορη να τον σώσει. Βαθύ σκοτάδι πέφτει.

***

Το αστυνομικό τμήμα της περιοχής δέχθηκε τηλέφωνο για την ύπαρξη ενός πτώματος στο κοντινό δάσος, συγκεκριμένα στον γκρεμό. Οι αστυνομικοί πήγαν ομολογουμένως γρήγορα. Ένας περαστικός είχε δει ίχνη στο χιόνι και από περιέργεια τα είχε ακολουθήσει. Προσέγγισαν το σημείο, αφού απέκλεισαν το δάσος περιμετρικά του ξέφωτου και ένα μέρος από τον περιφερειακό δρόμο που ήταν κοντά στο σημείο της πτώσης. Πήραν ό,τι στοιχείο μπορούσαν. Το πτώμα δεν φαινόταν να έχει δεχθεί κάποιας μορφής κακοποίηση. Ήταν μια γριά γυναίκα που είχε δηλωθεί η εξαφάνισή της εδώ και μέρες από το σπίτι της. Ήταν μια πάρα πολύ πλούσια γυναίκα που έμενε στη γειτονιά με τις παλιές εξωτικές κατοικίες, δίπλα στο δάσος. Ρωτήθηκαν κάποιοι γείτονες σχετικά με την κατάσταση της γριάς και είπαν ότι, πολύ πιθανόν, η κόρη της δεν την πρόσεχε συνειδητά, επειδή ήθελε να πεθάνει μια ώρα αρχύτερα και να την κληρονομήσει. Παρουσίαζε άνοια τα τελευταία χρόνια και η κόρη της δεν της χορηγούσε τα φάρμακά της όπως έπρεπε. Η γριά κυρία είχε χαθεί αρκετές φορές στο παρελθόν και είχε απασχολήσει τη γειτονιά της.

Ο Ορέστης ήταν σώος και αβλαβής. Καθόταν στο γραφείο του, στο σπίτι. Τα χιόνια, όπως απότομα είχαν έρθει, έτσι απότομα άρχισαν να λιώνουν. Το ρεύμα είχε κοπεί για τρεις ολόκληρες ημέρες. Με το πού καλοσύνεψε ο καιρός, το ρεύμα επανήλθε και όλα είχαν γυρίσει στην κανονικότητά τους. Οι βαλίτσες του είναι έτοιμες. Θα πάρει την αυριανή, πρωινή πτήση για τον προορισμό του. Όσα είδε, τα είχε γράψει πρώτα σε χαρτί τις ημέρες που δεν υπήρχε ρεύμα και εκείνη την ώρα τα έγραφε πυρετωδώς στον υπολογιστή του. Πληκτρολογεί ένα mail, το οποίο έχει ως εξής:

«Γεια σου,

Μου είχες πει πιο παλιά ότι μια ζωή θα παίζω σε ρόλους κουβαλητή και μπρουτάλ ξυλοκόπου. Μπορεί και να είναι αλήθεια. Δεν επεδίωξα ούτως ή άλλως κάτι παραπάνω: κομπάρσος και κασκαντέρ είμαι, όχι κάποιο αστέρι της υποκριτικής. Εγώ, σαν βιβλιοφάγος, θυμάμαι ότι στο μυθιστόρημα «Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλυ» η Λαίδη είχε γνωρίσει τον εραστή της, Όλιβερ Μέλλορς, την ώρα που εκείνος έκοβε ξύλα δίπλα στην καλύβα του. Τουλάχιστον έτσι θυμάμαι. Είναι πολύ όμορφο βιβλίο, αξίζει να το διαβάσεις αν δεν το έχεις κάνει ήδη. Θα κάνω μερικά δύσκολα γυρίσματα σε ένα – ο θεός να το κάνει- έργο βασισμένο στο μυθιστόρημα. Θα μου πεις, πώς το θυμήθηκα αυτό που είχες πει τότε; Θα σου εξηγήσω τώρα.

Σου γράφω για να σου πω ότι πρόσφατα έζησα κάτι πολύ περίεργο. Πριν περίπου πέντε μέρες, είδα ένα όνειρο, ή όραμα θα έλεγα καλύτερα, τα χαράματα ενώ είχα πάει στο δάσος να κόψω ξύλα. Το περιγράφω στο διήγημα, που ελπίζω να διαβάσεις. Ίσως σε τρομάξουν κάποιες σκηνές με βία και αίμα. Από παλιά είχα πει να γράψω διηγήματα. Ήθελα να δημιουργήσω τουλάχιστον ένα όπου ο πρωταγωνιστής μου να δέχεται σκληρή βία από μια γυναίκα, επειδή αιώνες ολάκερους σας καταπιέζουμε και σας κάνουμε τη ζωή δύσκολη. Φαίνεται ότι το όραμα αυτό, όπως το έζησα, μου έδωσε αυτήν την ευκαιρία. Συνέβησαν τρομερά και εντυπωσιακά γεγονότα, τα οποία καταγράφω όσο πιο αναλυτικά μπορώ.

Ο φίλος μου ο … λέει ότι πιθανόν να έφταιγε ο κακός ύπνος για όσα είδα, μαζί και κάτι άλλο. Ισχυρίζεται ότι πριν μια εβδομάδα, όταν είχε έρθει από το σπίτι μου και ακόμη δεν είχε χιονίσει, κουβαλούσε μαζί του κάτι μανιτάρια που είχε μόλις μαζέψει από το δάσος. Ο … ξέρει από βοτανολογία και είναι ειδήμονας στα μανιτάρια: είναι πολύ πιθανό να γνωρίζει και τα 20.000 είδη μανιταριών και απ’ έξω και ανακατωτά. Αυτά που είχε μόλις μαζέψει, αν τα φας σε μεγάλη ποσότητα, έχουν ψυχεδελικές παρενέργειες. Είχα πάρει κι εγώ μανιτάρια από τη λαϊκή. Οι σακούλες είχαν το ίδιο χρώμα. Μάλλον τις μπερδέψαμε και εκείνος το κατάλαβε μέρες αργότερα, όταν ήθελε να τα φάει και ήταν πια αργά. Εκείνο το χάραμα, είχα βάλει στην ψηστιέρα τα μανιτάρια για πρωινό με λίγο λαδολέμονο και ρίγανη. Αυτή η εκδοχή βγάζει νόημα. Ωστόσο, δεν νομίζω ότι άλλος στη θέση μου θα έβλεπε όσα είδα εγώ εκείνη τη μέρα. Μεταξύ μας, η νύμφη σου έμοιαζε τόσο πολύ, αλλά έχανε στις λεπτομέρειες.

Σου επικολλώ το αρχείο εδώ.

Καλή ανάγνωση,

Ορέστης».

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s