Tα ξεραμένα χείλη μιας εργασίας
χωρίς νόημα και σκοπό,
αφυδατωμένες μηχανές να παρασταίνουν
το ξεδίψασμα ιερέων και βεδουίνων
κάτω απ’ το σκοτάδι μονάχα η σιωπή
και οι παρέες των αδιάφορων
να εισχωρούν στις οθόνες:
όπως απ’ το παραλήρημα
προκύπτουν φατρίες ιθαγενών- αχ αλιγάτορες της νύχτας
μεγαλοαφεντικά πυρακτώσεως
ύπνος του χρόνου που παρέρχεται
και παρέρχεται
και σε παίρνει μακριά μου –
μας εξετάζουν κάτω απ’ το φως
αιωρούμενα μικροσκόπια στις θηλές
μιας αποκάλυψης- τι επιχειρώ;
περιφερόμενος στα κλειστά ψυγεία ενός νεκροτομείου
τι επιχειρώ στις όχθες μιας παραίσθησης και μιας μελλοντικής θλίψης
αναρωτιέμαι
τι επιχειρώ στα δοκάρια της φιλίας μας
και της ανυπόκριτης θέλησης μας
για διάβαση;
Εξετάζω το δέρμα μου που λεπταίνει
διάφανη φυλακή σ’ ακούω να λες
εξετάζω την λιπαρότητα της θνητότητας
που λέγεται Ανέφελο Ταξίδι
που λέγεται Μπονσάι
που λέγεται Μητρότητα των Απελπισμένων και εξετάζω τους εφιάλτες μου
που καθαρογραφούν ένα ποίημα: το ξετρύπωσα στα χωράφια της επαρχίας
έδυες μαζί με τον ήλιο
βυθιζόσουν στο διαμέρισμα της ενηλικίωσης
ή στον καναπέ ενός αυτόχειρα εχθρού μας
συνέδεες την προσομοίωση με την αγάπη
και την μοναξιά με το λογισμικό της τρέλας
ήσουν ο εκλεκτικός διαβάτης…
– στο βάθος, αγελάδες
ακούνητα αγάλματα της παιδικής ηλικίας μας
συλλάβιζαν την λογοτεχνία του μέλλοντος: απ’ το ξυλωμένο πάτωμα
ενός ποιητή
φυσούσε στα στόματα μας η ευκρασία
απ’ τα διαζώματα του μέλλοντος
έρεε η λύπη
έρεε ο ερωτάς
έρεες έρεες Υδράργυρε –
πως να αντιπαλέψω το ξεσκέπασμα; Έρημε αδερφέ που είδες
και αφέθηκες να αγνοήσεις
που προχώρησες ζαλισμένος στις παγίδες της ιστορίας
που σκάλισες τα μικροσύμβολα της καρδιάς
που έγνεψες στον ρεπόρτερ της κάμαρας – είδες τον τυφλό
να τρέφεται απ’ το αίμα μας; Είδες τους κυνηγούς να μας σημαδεύουν
είδες την ανάβαση μας στον κρατήρα ενός ηφαίστειου
είδες το ηφαίστειο
και εντός του ηφαίστειου το Τίποτα ή την φυλή των Τίποτα; Είδες μια λογοτεχνία
ή ένα πείραμα ή έναν παράλυτο φαρσέρ;
Εγώ επιστρέφω στο τάφο σου
μ’ ένα τσιγάρο άστρο των λύκων
επιστρέφω και αρδεύω τις επιθυμίες σου – καθαρογραφώ τις ενδόμυχες
υποψίες σου
τόσο ενδόμυχες σαν νεογνό συννέφου:
1) Απ’ τα κόκκαλά μου ξεκλήρισες
τα χωριά Τάρα και Μάλεχ
είπες ότι οι απατεώνες σταυρώνονται στους τοίχους
2) Γυναίκες απ’τα χωριά Τάρα και Μάλεχ
επισκεφτήκαν το σπίτι σου να σε ικετεύσουν: κρατούσαν μαύρα τριαντάφυλλα
3) Τα χωριά Τάρα και Μάλεχ υπέκυψαν στους εφιάλτες μας
είπες ότι τρεις μέρες που κράτησε η σφαγή
δεν άκουγες ήχους – δεν έβλεπες χρώματα
4) Στο κέντρο της πλατείας υψώθηκε ένας καθρέπτης και ένα δρεπάνι
5) Ανακάλυψες κοιτάσματα φωσφόρου στα δάκρυα τους
6) Κάθε νέος των χωρίων Τάρα και Μάλεχ σημαδεύτηκε από ένα μαύρο άνθος
κάθε νέα διέσχισε μια γέφυρα με τα ματιά δεμένα
7) Επανέλαβες τα ονόματα μας στην έξοδο σου απ’τα χωριά Τάρα και Μάλεχ.
Έβρεχε.
Και δεν ήταν αποχαιρετισμός φαντάστηκα
δεμένος στην πλώρη
μιας φαντασίας που θα μας βούλιαζε νομοτελειακά
ήταν η αντιμετάθεση της παρουσίας
μ’ ένα φάντασμα
με μια οπτασία που ξεγλιστράει απ’ τα σεντόνια
και τρέχει την καθημερινή άπατη
είμαι μόνος
δεν υπάρχει για μένα μια ταφόπλακα
ζεστή
είμαι μόνος αδερφέ
εγώ υπήρξα θυμιατό στις ανέσεις: Οι περαστικοί
βλέπουν τώρα στην οθόνη έναν πλανήτη
και την αυγή σ’ εκείνον τον πλανήτη
και εμένα τον περαστικό – πίσω απ’ την οθόνη
μόνος στις όχθες ενός οικείου σκοταδιού
η σκιά μου εγκυμονεί τα σύννεφα εκείνου του πλανήτη
και εγκυμονεί τις αποχρώσεις τους
και τα σχήματα τους. Είμαστε στην αίθουσα αναμονής
ενός πρωτόγονου οράματος.
Οι περαστικοί αφήνουν τον πλανήτη
να θρυμματισθεί στις όχθες της Νύχτας και του Πεπρωμένου
εγώ για τελευταία φορά καθαρογραφώ
όσα θες να μου πεις:
1) Τα χωριά Τάρα και Μάλεχ δεν υπήρξαν ποτέ
2) Τα χωριά Τάρα και Μάλεχ είναι ανόητα
3) Τα χωριά Τάρα και Μάλεχ είναι η μοναδική αλήθεια
ακολούθως
4) Το σκότωμα των χελιδονιών
θα επιβληθεί απ’ τα παγκόσμια κέντρα εξουσίας
&
5) Το τελευταίο ποίημα της ανθρωπότητας
έχει αρχίσει να γράφεται.