Ξυπνητήρια αδιάκοπα στριγκλίζουν.
Οι ώρες, γριές που περπατούν αργά
και στοιβάζονται στα έρημα παγκάκια της πλατείας.
Μες την τόση βοή των ημερών
να δεις που μπέρδεψα την βροχή
με τα μάτια σου.
Ψάχνουμε λίγο κενό στο δάπεδο
μην τυχόν και γλιστρήσουμε στους φόβους μας.
Μες την τόση βοή των ημερών
να δεις που οι δρόμοι
μας διώχνουνε.
Εμάς. Που σημαδέψαμε τα πεζοδρόμια
και οι φωνές μας,
συντρόφεψαν την άσφαλτο.
Εμάς. Που αδειάζουμε τασάκια
μπας και γεμίσουμε τα μέσα μας.
Εμάς. Που διασχίζουμε το μαύρο.
Μέρες τώρα, μετράει αδικίες
και σβήνει την αποχαύνωση.
Πόσα μερόνυχτα να φύγουν ακόμα
από τα χέρια μας μέσα ;
Πόσα να πνίξω/ πόσα να ουρλιάξεις,
πόσα να στριμώξω/ πόσα να ρημάξεις.
Πόσα να αδειάσω/ μέχρι να ξοφλήσεις.
Μες την τόση βοή των ημερών
τα είναι μας προσάναμμα
ανάμεσα στην πόλη και τις κεραίες της.