Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος είναι ένα όνομα πολύ γνωστό κι αναγνωρίσιμο τα τελευταία χρόνια στους λογοτεχνικούς κύκλους της χώρας, παρ’ όλα αυτά εγώ δεν είχε τύχει να διαβάσω τίποτα δικό του, ούτε καν το φημισμένο και βραβευμένο του Γκιακ. Τελικά έφτασε κι αυτή η ώρα, όταν έπεσε στα χέρια μου αυτό το πολύ μικρό βιβλιαράκι, με το όμορφο εξώφυλλο, τον τραβηχτικό στο μάτι τίτλο, Εξημέρωση, και τον ακόμα πιο τραβηχτικό υπότιτλο, Νεκρογραφία. Ξαναλέω, δεν έχω εικόνα απ’ τις άλλες δουλειές του συγγραφέα, οπότε η όλη μου παρουσίαση και κριτική δε θα έχει κανένα στοιχείο σύγκρισης μ’ αυτές.
Καταρχάς να σημειωθεί ότι το έργο αυτό θεωρείται θεατρικό (παρότι δεν έχει σχεδόν καθόλου διάλογο), και απ’ όσο κατάλαβα γράφτηκε κατά παραγγελία με σκοπό να παρουσιαστεί αρχικά σε ένα διεθνές φεστιβάλ θεάτρου, και έπειτα, μετά από αναθεώρηση, επέκταση και περαιτέρω επεξεργασία, για την κεντρική σκηνή του ιδρύματος Ωνάση. Αυτό το αναφέρω γιατί θέλω να το κρατήσω και να το αναγνωρίσω ως ελαφρυντικό. Διότι το βιβλίο, σε γενικές γραμμές, δεν είναι καλό. Είναι μπερδεμένο, θολό και περίεργο, με την κακή έννοια. Ακόμα κι η περιγραφή στο πίσω μέρος του, αν και βγάζει κάπως νόημα όταν έχεις διαβάσει το έργο, είναι μάλλον συγκεχυμένη:
Ως όρος, η «εξημέρωση» περιγράφει την επέμβαση σε έναν πληθυσμό ζώων ή φυτών με στόχο την ανάδειξη εκείνων των χαρακτηριστικών τους που θα τα καταστήσουν χρήσιμα για τον άνθρωπο και θα του επιτρέψουν να κυριαρχήσει στον πληθυσμό αυτό και να τον ελέγξει. Υποδηλώνει επίσης τη διαδικασία κατά την οποία κάποιος οικειοποιείται την αφήγηση μιας τραυματικής εμπειρίας ενός ατόμου ή μιας ομάδας με στόχο τη μεταποίησή της σε μια νέα αφήγηση. Η νέα αυτή αφήγηση επιτρέπει σε τρίτους που δεν έχουν βιώσει την εμπειρία την ψευδαίσθηση της συμμετοχής τους σε αυτή.
Οι ορισμοί αυτοί και ο καταλυτικός ρόλος που παίζει ο κυρίαρχος ανθρώπινος λόγος αποτελούν τους τρεις βασικούς άξονες του έργου, το οποίο διερευνά την εξημέρωση ως μία διαδικασία που παραμένει πάντοτε ατελής και πέρα από τις δυνατότητες του ανθρώπου να την πραγματώσει.
Το έργο αφηγείται σε πρώτο στάδιο, μέσω ενός παράξενου μάντη-αφηγητή, την καταστροφή της Μιλήτου από τους Πέρσες, την ακόλουθη ερήμωσή της και την απάθεια των Συβαριτών απέναντι στους Μιλήσιους –παρά το γεγονός ότι η Μίλητος είχε συμπαρασταθεί στη Σύβαρη, όταν η τελευταία καταστράφηκε από τους Κροτωνιάτες.
Πρόκειται βέβαια για μια αλληγορία, μια παραβολή αν θέλετε πάνω στο προσφυγικό ζήτημα το οποίο έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια λόγω του εμφύλιου πολέμου στη Συρία, και που έχει οδηγήσει εκατοντάδες, ίσως και περισσότερες, ψυχές να πνιγούν στα βάθη του Αιγαίου.
Με αφορμή λοιπόν αυτό το βιβλίο περνάει σε δεύτερο στάδιο σε μια κάθοδο του αφηγητή στον τόπο των νεκρών, τον Άδη. Κι αυτό γιατί πιστεύει πως μόνο ως νεκρός θα μπορέσει πραγματικά να κατανοήσει τη φύση του θανάτου. Όμως ο θάνατος, ακόμα και για τους νεκρούς, είναι κάτι το απόμακρο, κάτι που δεν γνωρίζεται και δεν εξημερώνεται ποτέ –κι αυτό είναι το μόνο που μαθαίνει ο μάντης στην κάθοδό του.
Για τις κεράτινες πύλες του Κάτω Κόσμου απ’ όπου διάβηκα κι ανέβηκα, δε μπορώ να μιλήσω. Από τον κόσμο των νεκρών επέστρεψα νεκρός, γιατί δεν αντίκρισα είδωλο του θανάτου. Δεν υπάρχει αναπαράσταση του, μόνο αυτός ο ίδιος. Κι έτσι δεν φέρνω καμία σοφία, καμία μυστική γνώση. Δεν έχει απομείνει κανένας μάρτυρας της ζωής μου. Πολλοί μνημονεύουν τ’ όνομά μου, αλλά κανείς δεν ξέρει να πει πώς λέγαν το παιχνίδι εκείνο που μου άρεσε να παίζω παιδί με τη μάνα μου. Είμαι πια μόνο σκόρπιες κουβέντες. Είμαι νεκρός.
Εδώ έχω πάντως να παρατηρήσω κάτι που μου άρεσε, το ότι ο συγγραφέας μένει πιστός στην αρχαιοελληνική θεώρηση του θανάτου, σύμφωνα με την οποία ο θάνατος όχι απλώς δεν εξιδανικεύεται ή δε θεωρείται πύλη για κάποια μέλλουσα ζωή, αλλά μειώνεται και παρουσιάζεται ως ένα άσχημο τέλος, μέσα στο οποίο οι νεκροί υπάρχουν μεν αλλά μόνο ως άδεια δοχεία, ως ένα τίποτα, ανίκανοι να κατανοήσουν, να γνωρίσουν, να κάνουν το οτιδήποτε, χωρίς βούληση ή επιθυμία, χωρίς απολύτως τίποτα.
Τέλος, σε τρίτο στάδιο, αν και το βλέπουμε και πριν την κάθοδο στον Άδη και μετά, γίνεται μια αναφορά στους Αθηναίους, που «ανάμεσα στους Ίωνες ήταν οι πιο σοφοί». Οι Αθηναίοι είναι τελικά οι μόνοι μεταξύ των Ελλήνων που πενθούν για τους Μιλήσιους, και μάλιστα αναθέτουν στον ποιητή Φρύνιχο να γράψει ένα έργο εις μνήμη τους, για την καταστροφή της πόλης τους.
Το πρόβλημα στην Εξημέρωση έχει να κάνει, σε πρώτη φάση, με τις ασάφειες που υπάρχουν στην πλοκή, όπως για παράδειγμα το ότι η Σύβαρις στην αρχή φαίνεται ότι θα παίξει κεντρικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, αλλά μετά από ένα σημείο χάνεται, ξεχνιέται, δεν αναφέρεται καθόλου. Το μόνο που μαθαίνουμε για τους Συβαρίτες είναι ότι αδιαφορούν για τους Μιλήσιους, παρόλο που οι Μιλήσιοι τους είχαν συμπαρασταθεί παλιότερα. Και μετά τίποτα, μετά κάπως έρχεται στο προσκήνιο η Αθήνα, που οκέι, βοηθά στο να περάσει κάποιες σκέψεις του και ιδέες ο συγγραφέας στον αναγνώστη, αλλά γενικά εισέρχεται στην ιστορία κάπως ξέμπαρκα. Ασάφειες συναντάμε και στο ταξίδι του αφηγητή στον κάτω κόσμο, όπου με κάποια συνδιαλέγεται, αλλά δεν μαθαίνουμε ποια είναι και ποιος ο ρόλος της εκεί. Γίνεται μια αναφορά στην Περσεφόνη βέβαια, αλλά δε μπορείς να είσαι σίγουρος αν είναι αυτή.
Το δεύτερο πρόβλημα υφίσταται στον τρόπο που χειρίζεται ο συγγραφέας τη γλώσσα. Είναι μια γλώσσα ιδιαίτερα ποιητική, αφηρημένη σε πολλά σημεία, που εκεί που πάει να πιάσει την ιστορία και να τη βάλει σε μια σειρά, πάλι χάνεται και περιπλανιέται πέρα-δώθε. Από την άλλη, αυτό μπορεί κάποιος να το θεωρήσει και ως το δυνατό σημείο του βιβλίου, αφού ο Παπαμάρκος είναι ένας πολύ καλός τεχνίτης της γλώσσας. Αν μιλούσαμε για ένα ποίημα, θα είχαμε ένα φοβερό ποίημα με πολύ έντονες και συναισθηματικά φορτισμένες εικόνες. Απλά αυτή η γραφή δε λειτουργεί καλά στον πεζό λόγο, πόσο μάλλον σ’ ένα θεατρικό έργο, όπου ο θεατής έχει στο μυαλό του πως θα δει μια παράσταση με πλοκή, με αρχή και μέση και τέλος, κι όχι μια αλλόκοτη κι αφηρημένη αφήγηση σαν κι αυτή, έναν τόσο δυσνόητο στοχασμό πάνω στο θάνατο.
Θέλω να μείνω λίγο ακόμα στο θέμα της γλώσσας, γιατί πραγματικά πιστεύω πως αν η Εξημέρωση παρουσιαζόταν σαν ποίημα και όχι σαν θεατρικό, τότε θα μου άρεσε πολύ περισσότερο και όλη η κριτική μου θα ήταν διαφορετική. Επιμένω πως ο Παπαμάρκος δημιουργεί κάποιες εξαιρετικές εικόνες:
Ο ίδιος ο θεός με ξεχώρισε για τη μανία που από παιδί αφρίζει τον νου μου, και με τα χρόνια έμαθα να πλέω σε αυτή την τρικυμία που ποτέ της δεν παύει, μόνο υψώνει μια στιγμή το κορμί της στον ουρανό κι ύστερα πάλι ορμάει στην άβυσσο που βαθαίνει με κάθε της χτύπημα. Κι έτσι όποιος θέλησε έστω και λίγο να σταθεί στις κορυφές της γκρεμίζεται μαζί με την επιθυμία του. Μα εγώ ξέρω να βαδίζω σ’ αυτούς τους ανήσυχους γκρεμούς, νήπιος στην απάτη της νηνεμίας, τα χείλη μου συντονισμένα με την ταραχή τους. Κι αν η βλέννα της μήτρας που με γέννησε στέγνωσε και δεν σκεπάζει πια το κορμί μου, η αρμύρα της θάλασσας γυαλίζει ακόμα πάνω μου υγρή και πάνω της καθρεφτίζεται η εικόνα των άστρων. Που άλλες φορές μιλάει για το αμετάβλητο και το απάνθρωπο, κι άλλες φορές για το χώμα που ζυμώνει τις ζωές των θνητών.
Μάλιστα, σε μια άλλη κριτική (για την παράσταση βέβαια και όχι για το βιβλίο καθαυτό) διάβασα πως ο λόγος του «ελυτίζει», ότι θυμίζει δηλαδή την ποίηση του Ελύτη. Αυτό διαφαίνεται όντως σε αρκετά σημεία, με τη διαφορά όμως πως, σε αντίθεση με το φωτεινό Αιγαίο του Ελύτη, εδώ έχουμε ένα πέλαγος μαύρο, πένθιμο, σκοτεινό, ένα πέλαγος που στον πάτο του στοιβάζονται μυριάδες οι νεκροί από τ’ αρχαία χρόνια έως και τώρα. Μου άρεσε αυτό, το βρήκα αρκετά έξυπνο, σαν να χουμε ένα αρνητικό φωτογραφίας που δείχνει τα αντίθετα χρώματα απ’ αυτά με τα οποία ζωγράφιζε ο Ελύτης.
Τέλοσπάντων, για να καταλήξω και κάπου, η Εξημέρωση συνεχίζει να μη μου αρέσει, να τη βρίσκω μπερδεμένη και θολή, κι ας της αναγνωρίζω αρκετά θετικά στοιχεία. Δύσκολα θα πρότεινα σε κάποιον να αγοράσει το βιβλίο, αλλά παρ’ όλα αυτά, αν τύχει κάπως και πέσει στα χέρια σας αξίζει να του ρίξετε ένα βλέφαρο, όλο και κάτι ενδιαφέρον θα βρείτε.
Εξημέρωση: Νεκρογραφία
Δημοσθένης Παπαμάρκος
Εκδόσεις Πατάκη
2020