Οι εκδορές μας είναι πλαστές και οι ώρες μας
ανυπόφορα άδειες
συμβαίνει να προσκυνάς έναν βωμό
και ένα πηγάδι εμφανίζεται
ή να κατασκοπεύεις πίσω απ’ τις γρίλιες με θανάσιμη λαχτάρα
το
αθώο
πέταγμα
των σπουργιτιών. Είμαστε απελπισμένοι που ζούμε:
με τα μεσημέρια μας απλωτά
με τα τσιγάρα μας φουσκωμένα
με τα τραγούδια μας να αργοπίνουν τη ζωή: εικοσάρηδες και αποκαΐδια
καφές που χύθηκε στο πλακάκι
γυναίκα που μάτωσε από αστείο
παιδί που πνίγηκε
τα μάτια μου καίνε πυρωμένες πεταλούδες και εφιάλτη
ενσαρκωμένη σκιά
να περιφέρεται σε κουζίνες. Και είναι η μάνα μου που λ ε ι ώ ν ε ι…
Οι εκδορές μας είναι ψεύτικες και φενάκες λαδωμένες
γυάλισμα & αναπνοή
στη συσσώρευση του σκοταδιού
μες
στις
κοιλίες
του
Ηλίου, άκου τώρα όπως ο σκώληκας τους διάλογους των ξένων
«πόνεσες όταν αποχωρίστηκες το σώμα σου;»
«ξύπνησα απ’ την σιέστα μου τρομαγμένος»
«αγάπη μου, επέστρεψες; έχουν τελειώσει τα ναρκωτικά για μας ««« ήταν οι εκδορές που άνοιγαν
σα μαύρα περιβόλια της καταστροφής
και επέμεναν
σε φαντασιοπληξίες
λευκές ποδιές ενέσεις παραμάσχαλα και ύπνος
ένστικτο με σφιγμένα δάχτυλα
στα κυκλικά ερείπια των νευρικών συστημάτων
εκδορές πλαστές που κράδαιναν μετεγχειρητικό στρες ή οράματα
πολέμου
αδιάκοπων καταδιώξεων σε ερήμους
δηλητηρίαση σε τρένα
προσκύνημα
πηγάδι
σε
βω
μό
και οι μέρες γίνονταν ολογράμματα συμβάντων
και οι ώρες μας ήταν
εκείνη η γυναίκα που έθαβε κάθε πρωί τον γιο της.
Μεσημέριασε. Είναι πάλι το φτιαχτό ψέμα που στηλώνει χάη στους τοίχους
επιληπτικά αγριοκάτσικα
κραιπάλης
λιαζόμαστε στις σκιές
με δίψα για συμφορές·
και συ πυρπολάς στα χέρια σου έναν Μάη ξεραμένο.