Ο Χάουαρντ Χουνκ μπήκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα πίσω του, έβγαλε έναν αναστεναγμό κούρασης και προχώρησε στο διάδρομο. Σταμάτησε στο υπνοδωμάτιο του, έβγαλε τα παπούτσια του και το μπουφάν, ξεκούμπωσε και το πουκάμισο του και βγήκε πάλι έξω. Είχε περάσει μια φρικτή μέρα. Το χιόνι είχε καλύψει τις σιδηροδρομικές ράγες, τα τραίνα είχαν συνεχείς καθυστερήσεις κι είχε αναγκαστεί να περιμένει στο σταθμό πενήντα ολόκληρα λεπτά. Tου πήρε σχεδόν δυο ώρες για να φτάσει στο πανεπιστήμιο, κι έχασε την πρώτη διάλεξη του. Και μετά, στη δεύτερη, απ’ τους δώδεκα φοιτητές του είχαν έρθει μόνο οι τρεις, και κανείς τους δεν έμοιαζε να καταλαβαίνει για τι πράγμα μιλούσε. Κι έπειτα άλλες δυο ώρες για να γυρίσει σπίτι, μέσα στο κρύο και το χιόνι και την παγωνιά.
Περπάτησε ως την κουζίνα κι έριξε λίγο νερό μέσα σε μια κατσαρόλα, άνοιξε το μάτι του γκαζιού, την άφησε πάνω και περίμενε να βράσει. Μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα πάλι, τίποτα το καινούριο. Αυτή η ζωή ήταν απαίσια. Και πληκτική, πιο πληκτική απ’ ότι πριν. Ο ρυθμός της ακόμα ήταν αβάσταχτος. Όλα τρέχαν τόσο γρήγορα, όλα περνούσαν και φεύγαν πριν προλάβεις καν να τα αναγνωρίσεις. Δε μπορούσε να τ’ αντέξει. Όχι, αυτή η ζωή δεν ήταν για κείνον. Ίσως να άξιζε για λίγο, αλλά για λίγο μόνο. Χρειαζόταν κάτι καινούριο, κάτι νέο, μα ταυτόχρονα ήξερε πως δε μπορούσε πια να γυρίσει στην παλιά του ζωή. Δεν ήταν αυτό που ήθελε, δεν ήταν αυτή η λύση. Όλα εκείνα τα παιχνίδια, τα τρεξίματα, οι ηλίθιες βόλτες, οι βρωμερές κονσέρβες και τ’ αποφάγια, όλ’ αυτά πλέον του φαίνονταν ανούσια, βλακώδη και ζωώδη. Όχι, είχε καταφέρει πάρα πολλά για να γυρίσει πίσω. Μα παράλληλα όχι αρκετά για να θέλει να μείνει στην ίδια κατάσταση. Έβγαλε την έτοιμη σάλτσα απ’ το ψυγείο, έριξε τα μακαρόνια στο νερό. Έβγαλε κι ένα ποτήρι από ένα ντουλάπι, λίγο πάγο απ’ την κατάψυξη, και πήρε το μπουκάλι με το ουίσκι από τον πάγκο. Έριξε μέσα μπόλικο. Το σήκωσε και κατέβασε μια γερή γουλιά. Δε γίνεται να επιβιώσεις σ’ αυτόν τον κόσμο χωρίς αλκοόλ. Έριξε τη σάλτσα σ’ ένα τηγάνι και τη ζέστανε. Ήπιε άλλη μια γουλιά.
Όταν η μακαρονάδα του ετοιμάστηκε πήγε να τη φάει στον καναπέ, στο σαλόνι. Τύλιξε στο πιρούνι του μπόλικα σπαγγέτι και μπουκώθηκε, λίγη σάλτσα έπεσε στο πάτωμα. Εντάξει, δεν ήταν κι άσχημο. Ήπιε άλλη μια γουλιά. Είχε καταφέρει τόσα πολλά. Είχε ξεκινήσει κυριολεκτικά απ’ το μηδέν, το απόλυτο μηδέν. Κι όμως, και πάλι δεν ήταν ευχαριστημένος. Τίποτα δεν ήταν όπως το περίμενε. Ίσως μόνο λίγο, στην αρχή. Αλλά τώρα όλα του φαίνονταν λάθος. Όλα λάθος, και πληκτικά, καταθλιπτικά κι απαίσια. Οπωσδήποτε χρειαζόταν κάτι καινούριο. Κάτι διαφορετικό. Δεν είχε ιδέα βέβαια τι θα μπορούσε να είναι αυτό το διαφορετικό. Τελείωσε το φαγητό και το ποτό του, έβαλε άλλο ένα ποτήρι ουίσκι. Παρέμενε φυσικά περήφανος για τον εαυτό του. Γνώριζε καλά πως ήταν κάτι το ιδιαίτερο, κάτι το απίθανο, ένα θαύμα της φύσης. Αν δημοσιοποιούσε την ιστορία του θα γινόταν διάσημος, όλος ο κόσμος θα μιλούσε γι’ αυτόν. Συνεντεύξεις και φωτογραφίες και κάμερες και επιστήμονες κι ένα σωρό άνθρωποι έξω απ’ την πόρτα του να ουρλιάζουν τ’ όνομά του. Αλλά όχι, δε μπορούσε να πει την αλήθεια. Ούτε μπορούσε, ούτε ήθελε. Ήξερε πως όλη αυτή η φήμη θα του ταν ανούσια και άχρηστη, πως δε θα χε τίποτα ουσιαστικό να του προσφέρει.
Είχε σχεδόν τελειώσει το ποτό του όταν θυμήθηκε τον γέρο στο υπόγειο. Έπρεπε να του βάλει φαΐ. Κατέβασε στα γρήγορα τις τελευταίες γουλιές, σηκώθηκε, πήρε ένα μπολ και το γέμισε με αποφάγια. Φασόλια, ρύζι και, φυσικά, μακαρόνια. Πήρε κι ένα πιρούνι, κανα-δυο χαρτοπετσέτες κι ένα μεγάλο, πλαστικό μπουκάλι νερό. Κατέβηκε τις σκάλες κι άνοιξε την πόρτα. Ο Χάουαρντ Χουνκ ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, διάβαζε ένα βιβλίο. Το αριστερό του πόδι ήταν δεμένο με μια αλυσίδα που απλωνόταν ως την άλλη άκρη του δωματίου. Το δωμάτιο, παρότι υπόγειο, ήταν αρκετά φωτεινό, κι είχε μέσα ένα γραφείο, ένα κρεβάτι, μια ντουλάπα, μια μικροσκοπική τουαλέτα με ντουζιέρα κι ένα τραπέζι. Και βιβλία, πάρα πολλά βιβλία, εκατοντάδες βιβλία. Ο γέρος ζούσε μες στην πολυτέλεια, τι άλλο ήθελε; Σήκωσε το βλέμμα και αντίκρισε τον άλλον Χάουαρντ Χουνκ να του φέρνει το φαγητό. Ήταν έτοιμος να καταρρεύσει πάλι.
«Ερμή,» είπε ο γέρος, «Ερμή, σε παρακαλώ, άσε με να βγω από δω μέσα, άσε με έστω για λίγο, να πάω έξω, να κάνω μια βόλτα μόνο, τίποτε άλλο. Σε παρακαλώ Ερμή, εδώ μέσα αργοπεθαίνω».
«Λυπάμαι, γέρο. Δε μπορώ να σε αφήσω. Είναι πολύ επικίνδυνο».
«Σε παρακαλώ Ερμή, δε μπορώ άλλο, δε μπορώ ν’ αναπνεύσω, πνίγομαι. Άσε με να φύγω, Ερμή, για το Θεό, άσε με!»
«Λυπάμαι. Φάε το φαΐ σου».
«Ερμή…».
«Μη με αποκαλείς έτσι, δεν είμαι ο Ερμής πια».
Ο γέρος ξέσπασε σε κλάματα και λυγμούς, καθώς ο νέος Χάουαρντ Χουνκ βγήκε απ’ το δωμάτιο. Η αλήθεια είναι πως δεν του άρεσε αυτή η κατάσταση, δεν του άρεσε που έπρεπε να κρατά το γέρο φυλακισμένο μέσα στο υπόγειο. Αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Και στο κάτω κάτω δεν ήταν και τόσο άσχημα εκεί μέσα, ό,τι χρειαζόταν το είχε. Ο γέρος ήταν αρκετά έξυπνος, μπορούσε να καταλάβει τους λόγους που βρισκόταν στο υπόγειο, δεμένος στην αλυσίδα. Μπορούσε να καταλάβει τον Χάουαρντ, την ανάγκη του ν’ αλλάξει τη ζωή του, τις συνθήκες που τον οδήγησαν να γίνει αυτό που ήταν. Μπορούσε να καταλάβει, γιατί, στο τέλος, ήταν εκείνος που του τα χε διδάξει όλα.
Όλα αυτός μου τα μαθε, σκέφτηκε ο Χάουαρντ. Με υιοθέτησε μόλις γεννήθηκα, κι αφιέρωσε όλη του τη ζωή στο να με αλλάξει, να με κάνει κάτι κοντινότερο σε κείνον. Πρώτα τα βασικά – λέξεις όπως “φαγητό”, “νερό”, “βόλτα”, “τσίσα”, κλπ άρχισαν να αποκτούν νόημα, δεν ήταν πια κενοί ήχοι που αυθαίρετα και μέσω της επανάληψης συνέδεα με συγκεκριμένες καταστάσεις. Μέσα σε λίγους μόλις μήνες μπορούσα να αναγνωρίσω κάθε αντικείμενο μες στο σπίτι, γνώριζα το όνομα του κάθε τι. Το τραπέζι, ο καναπές, το υπόγειο, το μπολ με το φαΐ, όλα. Έπειτα άρχισε να με παίρνει μαζί του στις διαλέξεις του. Εκεί άκουγα τόσες καινούριες κι άγνωστες λέξεις, και κάτι μέσα μου με πίεζε να μάθω, να μάθω το οτιδήποτε μπορεί να μαθευτεί.
Προσπαθούσα να μιμηθώ τον ήχο της κάθε νέας λέξης που άκουγα. Στην αρχή μόνο άναρθρες κραυγές έβγαιναν απ’ το στόμα μου, μα σιγά-σιγά, και με τη βοήθεια του γέρου πάντα, άρχισα να τα καταφέρνω. Μου έμαθε τη σωστή θέση του στόματος και της γλώσσας έτσι ώστε οι λέξεις να βγαίνουν όπως πρέπει. Μου έμαθε και την αλφάβητο ακόμη. Έμαθα τον ήχο του Α, του Β κι όλων των άλλων γραμμάτων, κι έπειτα έμαθα και να τ’ αναγνωρίζω γραμμένα σε χαρτί. Με τον καιρό άρχισα να καταλαβαίνω πως λειτουργεί το όλο σύστημα, και μπορούσα πλέον να συσχετίσω πάρα πολλές λέξεις με τον ήχο τους και το αντικείμενο που εκπροσωπούν. Έμαθα να διαβάζω, στην αρχή παιδικά παραμύθια κι έπειτα κανονική λογοτεχνία, περνούσα το χρόνο μου έτσι, και μέσα από σύντομες συνομιλίες με τον γέρο βελτιωνόμουν συνέχεια στην παραγωγή του λόγου μου. Μετά από κάποια χρόνια μπορούσαμε να συζητάμε για ταινίες, για αθλητικά, για τον καιρό, για ένα σωρό τέτοια απλά πράματα. Ήμουν πλέον, σχεδόν, σαν αληθινός άνθρωπος.
Όταν έφτασα στην ηλικία των οχτώ χρονών, μπορούσα να καταλάβω και να συζητήσω για ζητήματα φιλοσοφίας, φυσικής, πολιτικής, τα πάντα. Είχα πλήρη ανθρώπινη συνείδηση. Ένιωθα σαν άνθρωπος, εκνευριζόμουν σαν άνθρωπος, αγχωνόμουν, φοβόμουν, κουραζόμουν, στενοχωριόμουν, απελπιζόμουν, χαιρόμουν – ήμουν άνθρωπος. Μα, ταυτόχρονα, δεν ήμουν. Ήμουν παγιδευμένος σ’ ένα σώμα που δεν ήταν ανθρώπινο, που δεν ήταν δικό μου. Όλα μέσα μου και γύρω μου είχαν αλλάξει, όλα εκτός απ’ το κορμί μου που μενε ίδιο. Και φυσικά το μυαλό μου δε μπορούσε να το αντέξει αυτό. Έπρεπε ν’ αλλάξω, να γίνω αυτό που στ’ αλήθεια ήμουν.
Εξασκήθηκα στο να περπατάω όρθιος, στα δυο μου πόδια, και τότε συνειδητοποίησα πως είχα πάνω-κάτω το ίδιο ύψος με το γέρο. Μπήκα στο ίντερνετ – προφανώς και το να χρησιμοποιήσω έναν υπολογιστή δε μου ταν καθόλου δύσκολο απ’ τη στιγμή που είχα μάθει να διαβάζω, να μιλάω και να γράφω – και παρήγγειλα ό,τι χρειαζόμουν, κυρίως σιλικόνη δηλαδή, που ήταν το βασικό υλικό που ήθελα. Το σχέδιο ήταν απλό. Θα έκλεβα την ταυτότητα του. Θα γινόμουν εκείνος, θα γινόμουν ο Χάουαρντ Χουνκ. Το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να φτιάξω μια μάσκα και μια ολόσωμη ανθρώπινη στολή που θα ήταν ίδια με το πρόσωπο και το κορμί του. Δεν ήταν βέβαια και τόσο εύκολο στην πράξη. Πέρασα πάρα πολλές νύχτες άγρυπνος, να τον παρατηρώ καθώς κοιμόταν, να μετράω προσεχτικά κι αθόρυβα το μέγεθος των άκρων του και τις γωνίες της φάτσας του. Παρατηρούσα, μετρούσα και κατέγραφα την παραμικρή λεπτομέρεια. Δούλεψα σκληρά για μήνες, ίσως και περισσότερο από έναν χρόνο, μέχρι να τελειοποιήσω την τεχνική μου και να φτιάξω το πιστό αντίγραφο. Μα τα κατάφερα. Η μεταμφίεση είχε βγει άψογη, κανείς ποτέ δε θα υποψιαζόταν τίποτα.
Και γι’ αυτό λοιπόν δε μπορώ να το ρισκάρω. Όσο κι αν τον λυπάμαι, όσο άσχημα κι αν νιώθω για την κατάσταση στην οποία τον ανάγκασα να ζει, δεν μπορώ να τον αφήσω. Θα τα κατέστρεφε όλα, όλα όσα έχτισα, όλα όσα χτίσαμε ουσιαστικά μαζί. Βέβαια, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ακόμα κι αν ελευθερώνοταν και αποκάλυπτε την αλήθεια δεν θα τον πίστευε κανείς, θα τον περνούσαν όλοι για τρελό. Αλλά απ’ την άλλη, το πρόβλημα είναι πως πλέον αυτός ήμουν εγώ, κι άρα αν μιλούσε τότε θα νόμιζαν πως εγώ είμαι ο τρελός. Και γι’ αυτό δε μπορώ να το ρισκάρω. Τον αγαπώ κατά βάθος, μα πρέπει να μείνει εκεί, στο υπόγειο. Μέχρι τουλάχιστον ν’ αλλάξω πάλι, μέχρι να γίνω κάτι άλλο. Όταν τ’ αφήσω όλ’ αυτά πίσω μου, τότε θα μπορέσω να τον ελευθερώσω.
Προχώρησε ύστερα προς το μπάνιο και χάζεψε για λίγο την ανθρώπινη μούρη του στον καθρέφτη. Σήκωσε τα χέρια του κι έβγαλε με προσοχή τη μάσκα. Κοίταξε τώρα το πραγματικό του πρόσωπο. Τα μακριά, μυτερά αυτιά του, τα τριχωτά του μάγουλα και το λαιμό του, τη μουσούδα του που κάποτε ήταν λεπτή και μακριά μα πλέον είχε πατηκωθεί πολύ για να χωράει στη μάσκα. Μετά έκανε το ίδιο και στο υπόλοιπο σώμα του, έβγαλε τη στολή κι άφησε ελεύθερη τη μαύρη του γούνα ν’ ανασάνει. Αμέσως ένιωσε πολύ άνετα.
Βγήκε έπειτα έξω, περπατώντας ακόμα στα δυο του πόδια, πήγε στο υπνοδωμάτιο του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Θεέ μου, σκέφτηκε, είμαι απλά ένας ταπεινός βελγικός ποιμενικός, και όμως, δες με! Δες τι έχω κάνει, τι έχω καταφέρει! Έγινα άνθρωπος, και μάλιστα πιο πετυχημένος κι ισχυρός από πολλούς άλλους ανθρώπους. Και δεν είμαι καν δώδεκα χρονών ακόμα! Μα και πάλι, δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν μπορώ ν’ αντέξω αυτή τη ζωή για πολύ ακόμα. Δεν ξέρω αν αξίζει πια να είμαι άνθρωπος, αν είναι αυτό που τελικά θέλω. Όχι, δεν είναι αυτό που θέλω. Χρειάζομαι οπωσδήποτε μια αλλαγή. Χρειάζομαι κάτι καινούριο, κάτι διαφορετικό. Θα μπορούσα να γίνω ό,τι θελήσω, είμαι ικανός για το οτιδήποτε. Αλλά τι; Τι θα μπορούσα πια να γίνω; Τι άλλο;
Κι ύστερα αποκοιμήθηκε.