Το να προσπαθείς να προσδιορίσεις τον εαυτό σου
είναι σαν να προσπαθείς να δαγκώσεις τα ίδια σου τα δόντια. *
Κανένας πια δε μου μεινε.
Σίγουρος και προετοιμασμένος για την ήττα μου,
πατώ γερά στους βρώμικους δρόμους της μητρόπολης,
οδεύω προς τα κει που θα πρεπε να είμαι.
Χωρίς ελπίδα,
χαζεύω τα είδωλα των περασμένων εαυτών μου,
τους άνισους κλώνους μου,
τους κόβω σαν χάρτινους στη μέση,
τους κάνω γιρλάντες
να στολίσουν τ’ άδειο, έρημο σπίτι μου.
Από τα πεύκα ως και την ακτή
μια συννεφιά καλύπτει το φως πάνω απ’ τα μάτια μου,
κι εγώ, γυμνός, νέο άγαλμα της αρχαίας ψυχής μου,
στέκομαι στη μέση του μονοπατιού
– μα δεν είμαι χαμένος.
Παίξε, πιάνο, και για μένα,
παίξε και μην ακούς τι λέω,
κι αν τελικά ποτέ νυστάξω
και τραβήξω τα σκαλιά προς το κρεβάτι μου,
εσύ σπάσε τα πλήκτρα σου
και πέτα τα στον κάδο των εγκαταλελειμμένων κόσμων,
μαζί με τις εικόνες των παγανιστών, τις λάμψεις μας,
τα τσίγκινα κουτάκια μπύρας
και τις αμέτρητες φορές που έψαχνα να βρω ποιος είμαι.
Το να προσπαθείς να προσδιορίσεις τον εαυτό σου
είναι σαν να προσπαθείς να δαγκώσεις τα ίδια σου τα δόντια.
Πόλη γεμάτη ρεύμα ηλεκτρικό,
κι όμως παντού έχει βάλτους και ομίχλες,
είναι δάσος κι είναι τρέλα
κι είναι φωτιά που λιώνει το τσιμέντο.
Αναζητώ το σημείο βρασμού.
Αναζητώ το κομμένο νύχι,
το κουρασμένο μάτι της νύχτας.
Εσένα αναζητώ, εσένα,
που δεν ξέρω αν ξέρεις πως υπάρχω.
Πρέπει να σπάσω τον κώδικα,
την πόρτα πρέπει να σπάσω,
κι αν τίποτα να σπάσω δε μπορώ,
ίσως μπορώ να σπάσω το κεφάλι μου στα δυο
σαν όστρακο, σα σπείρα.
Μα πέρα απ’ το φράχτη, πέρα απ’ την άγονη γη
σε είδα κάτω να κάθεσαι
και να πλένεις με χώμα τα μαλλιά σου,
και να μπλέκεις τα δάχτυλα σου μες στην άμμο.
Και πια δεν ήξερα
τι κάνω
– μα δεν ήμουν χαμένος.
Το να προσπαθείς να προσδιορίσεις τον εαυτό σου
είναι σαν να προσπαθείς να δαγκώσεις τα ίδια σου τα δόντια.
Κουβαλάω το φορτίο στους ώμους μου,
σα σαλιγκάρι με τα πρωτοβρόχια,
κι είναι μια τσάντα με φτερά και γυάλινα ποτήρια,
κι είναι τόσο συγκεκριμένη και μικρή
όσο κι αόριστη και αιώνια.
Έκπληκτος, όρθιος, με τα χέρια στο κεφάλι
σα να με σημαδεύουν,
κοιτάω το χωριό στο βάθος του γκρεμού,
κοιτάω την περασμένη χώρα,
τους γερασμένους γιους των ιπποτών,
τις άσχημες τους κόρες.
Τίποτα πια δε μου μεινε.
Τίποτα κι όμως στις γραμμές που χαράζουν την παλάμη μου
βλέπω και πάλι κάτι να γεννιέται
και να χύνεται
σα ρέμα
στον αέρα.
Το να προσπαθείς να προσδιορίσεις τον εαυτό σου
είναι σαν να προσπαθείς να δαγκώσεις τα ίδια σου τα δόντια.
Ήλιε τεράστιε, Ήλιε σωτήρα,
γιατί άραγε αφήνεις τη σελήνη
στη θέση σου να φέγγει;
Δεν τη ζηλεύεις, δεν σκιάζεσαι
μήπως το βασίλειο σου του φωτός
έρθει μια μέρα και στο κλέψει;
Το να προσπαθείς να προσδιορίσεις τον εαυτό σου
είναι σαν να προσπαθείς να δαγκώσεις τα ίδια σου τα δόντια.
Μπρος στους καπνούς απ’ το βαρύ τσιγάρο μου,
παρατηρώ ένα γυμνοσάλιαγκα
που σέρνεται μες στα υγρά τριφύλλια.
Η γλιτσερή του ράχη
τρέμει και σπάζεται
κι αφήνει πίσω του ένα σάλιο,
σα φτύσιμο παλιού καιρού, σα σπέρμα εικασίας.
Πάντα γυρνά επάνω στο ξερό και κρύο πλακάκι,
πάντοτε γλιστράει
και χαίρεται.
Μπρος στους καπνούς απ’ το τσιγάρο μου,
μπρος στους καπνούς που κλείνω μόνος στο θώρακά μου
εκεί γεννιέται, εκεί πεθαίνει
ο γυμνοσάλιαγκας.
Κι ίσως να ξέρει προς τα που ειν ο δρόμος
με τα λαμπρά, ολόλαμπρα φανάρια γύρω-γύρω.
*Alan Watts