Μ’ ένα χαζό χαμόγελο στη μούρη,
μιλούν για άγνωστα πράγματα,
όπως η ταχύτητα της διαστολής του σύμπαντος
και το πόσα μακαρόνια μπορούν να κρεμαστούν
απ’ το μεγάλο νύχι του ποδιού τους.
Ατμίζουν ηλεκτρονικό
έξω απ’ την τεράστια φωτεινή επιγραφή
που γράφει “ΦΛΕΓΟΜΑΙ”
συμπαραγωγή Σερβίας-Βόρειας Κορέας.
Μια τρικυμία συντελείται μες τις φόρμες τους
και τις στυλάτες τους ζακέτες,
κι ενόσω η καρδιά μου κλωτσάει
και βάζει φωνές,
ο προβολέας παίρνει μπρος,
μα δεν είναι κανείς στην αίθουσα
για να τον καταλάβει
και να κλείσει το κινητό του.
Η τελική αντίληψη του φωτός
είναι ένα γύφτικο τζαζ
σε βρώμικες καρέκλες,
και μετά δεν είναι
παρά ένα “παρακαλώ κάντε ησυχία”
καθώς τα τάγματα της πλήξης τους
εφορμούν στα γρατζουνισμένα γυαλιά μου.
Και κάπου εκεί,
ενώ αυτοί χαζεύουνε τον κόκκινο ουρανό απ’ έξω,
πέφτει στους σβηστούς λαμπτήρες
σαν υπόκλιση
το μέγα “ΤΕΛΟΣ”.