Έχω να πω δυο λόγια
για την αθώα περιστερά
αυτή με τα περιδέραια και τα
σκουριασμένα ξυράφια την ακίνητη
την όντως πλαστή – την όντως πλασμένη
την ανισόρροπη την ωμή την μάλλον
επίτηδες μάλλον έτσι θέλω την μήπως αστράφτει
Την φανερωμένη με τον αργαλειό
που επιμένει-υπομένει-περιμένει
(ίσως ξυπνήσει ίσως την ξύπνησα
ίσως θα έπρεπε να ξυπνήσει)
Την γεμάτη γάλα φθορά γιασεμί αντικόκκινο
την μαραμένο ιπτάμενο κύμα σαλεύει το βράδυ
την υποκείμενη έπειτα
Την σημαντική
την ξεχειλωμένη
την σημαντικά ξεχειλωμένη
που σπρώχνει το ταβάνι
Την πολυέλαιη πέρδικα νεκρή
που σκούζει να την κοιμήσω
Την στόμα στο στόμα την
γηραιά γυρτή γόπα στο στόμα
στο στόμα την βρωμερή εισπνοή
βρωμερότερη ανάσα
Την ψυχή πρεσβίωπα
ευκάλλυπτη καδραρισμένη
με το «έτσι θέλω εγώ τώρα θα τα κάνω όλα μπάχαλο» την
αντικείμενη τοποθετημένη μπροστά από το «Εγώ είμαι» και το «κάποιος άλλος
είναι, κάποια άλλη είναι»
Την αιοσφόρα την πανάσθενη
την ζώνη ζώσα που σφίγγει με
την δάφνη στο στόμα
Την εντελώς τελειωμένη
Την παραλήγουσα
την κακτώδη υφή
την τσουκνίδα την
όμορφη λάβα την
θαλπορή την
αγκαλιά ιθάκη την
την στροφ-
ορμή
την ζαλισμένη μικρό ηλιοβασίλεμα
την σίγμα δέλτα λύση
την ψυχή τρεμάμενη
την σπασμένη ασπάζουσα σπαρακτική
μαύρη θάλασσα κρύα λίμνη
Την μελαμψότατη την
παραγκωνισμένη-παραγεμισμένη μα ξεφούσκωτη
τη στάλα-στάλα κοιμωμένη που σκάβει το λάκο της
Την υπάνθρωπη-απάνθρωπη-υπεράνθρωπη ταυτοχρόνως ολοταχώς
πάντα
Την ξέρω τόσα γι αυτή μα δε ξέρω για την
Την κιόλας παρελθόν
την κάπως αντίκα θρυλική απ’αυτές που χάθηκαν και δε θα τις γνωρίσουμε-
αγγίξουμε-θαυμάσουμε ποτέ
Την σαρκοφάγο την σαρκοφάγα
την όσο πάει πράγματι
την απ’ότι φαίνεται την μίλησά την περισσότερο απ’ότι την ήθελα την