Ευλογημένη Ύαινα (Morley)

Και ένιωσες αυτή την αλάνθαστη αλλά άγνωστη βοή.
Δονήθηκε συθέμελα η φανταστική αντίληψη πως
ο θεός Πάνας ζει , δοξάζεται και καραδοκεί κάτω από τη μύτη σου.
Οι εμβοές σου μαρτύρησαν πως
μαθήτευσες πιστά στα αμφιθέατρα της παντοδύναμης Αγίας
αλλά δίστασες, αναστατώθηκες και τρόμαξες μπροστά
στο πάτημα από το Θεριό της Αποκάλυψης.
Όπως μετέφερε γλυκά στο μουχλιασμένο
από τις ανοησίες αυτί σου εκείνη εκεί
η παμπόνηρη Θεούσα με τα χρυσά δόντια
μασούσε το λουκούμι της ειλικρίνειας επαναλαμβάνοντας:
«Θα πεθάνεις σαν ευλογημένη ύαινα.»

Μονή στο βαλτό, με την τελευταία σφαίρα ψυχραιμίας
στη θαλάμη
χωμένη στο πιο βρώμικο λιμάνι
εκεί που ο φάρος τυλίχτηκε και κατέρρευσε
από το θαλάσσιο κήτος ενός παραμυθιού
μπροστά στις φευγαλέες ματιές των ταπεινωμένων.
Δε φωτίζει τίποτε πια
και η βολή σου είναι καταδικασμένη σε μοναδικό στόχο
να πετύχει το κεφάλι της ριμάδας της ανυποταξίας
ή έναν τυχαίο περαστικό.
Δε φωτίζει τίποτε πια
όμως η οκτάχρονη κόρη σου τα μεσάνυχτα σε παρακαλά:
«Μη σβήσεις το φως.»

Άνθισε στο πάρκο ένα αλλόκοτο δέντρο
με καρπούς πορφυρένιους λαμπερούς
και γύρω του έστησαν πάμφτωχο τραπέζι
και άτσαλο χορό οι άντρες οι λινάτσες
με τα βρωμερά τα χεριά, τις ταυτότητες μαϊμού
τα άσχημα τατουάζ και τις βροντερές καραμπίνες.
Ζήλεψαν την υπερηφάνεια του όμως
ζήλεψαν και το ξερίζωσαν
κι εσύ όφειλες σαν την Ηρωίδα που βολτάρει
στους δρόμους του σεληνόφωτος
να προστατέψεις την πιο αγνή ομορφιά
με τη τελευταία σου υστερική βολή.
Tρόμαξες, ταράχτηκες, τραβήχτηκες, φώναζες:
«Δε θα πεθάνω σαν ευλογημένη ύαινα»
κι εκείνος σου απάντησε «καλώς».

Έγινες ο πιο βρωμερός υπόνομος
όλες οι μυρωδιές της σαββατιάτικης μέθης
ο πόνος στο λαιμό μετά το ξερατό
και το μολυσμένο σάλιο τριτοκοσμικής υπόστασης.
Γλέντησες μέχρι θανάτου στο καρναβάλι των απλών περαστικών
για χειμώνες και καλοκαιριά
οι κόρες σου μεγάλωσαν και βραχυκύκλωσαν
πέθαναν σα σπασμένα πιάτα
στην απομόνωση κάποιου σκουριασμένου κάδου
στο φτυμένο στενό, στη γαμημένη Αδιέξοδο
πίσω από το κινέζικο ρεστοράν.
Κι όλοι τώρα εμείς εδώ στο μεγάλο φαγοπότι
περιμένοντας και τρέμοντας σαν πεινασμένα κουτάβια
την τελευταία διαδρομή της αόρατης βόμβας
το «θα πεθάνω σαν ευλογημένη ύαινα»
ταΐζουμε μεταξοσκώληκες βουτηγμένους στην αλκοόλη
τον δευτερότοκο γιο της Ζυγού
το σύντροφό σου.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s