«Άσε να ακούσουμε τη μουσική», του ψιθύρισε. «Άλλωστε πού θα ξαναβρείς την ευκαιρία να είσαι παρών σε ένα θαύμα; Να έχεις να λες κάτι στα παιδιά και στα εγγόνια σου. Αν κάνεις τον κόπο να έρθεις πάλι αύριο, η μουσική θα έχει τελειώσει και μαζί μ’ αυτήν οι φόβοι και οι ανησυχίες σου».
Ένας ιδιόρρυθμος μαθηματικός, ένας ονειροπόλος διευθυντής τσίρκου, ένας συλλέκτης, ένας ηθοποιός που ψάχνει μια ευκαιρία, ένας συγγραφέας που αναζητάει την έμπνευση, ένας επιστήμονας που βρίσκεται στον κόσμο που ο ίδιος έπλασε με τη φαντασία του είναι μερικοί από τους ήρωες που ζωντανεύουν στα νέα διηγήματα του Στάμου Τσιτσώνη. Ο συγγραφέας σερβίρει μπράντι με πάγο, αναλαμβάνει ρόλο εξομολογητή και μεταφέρει όσα άκουσε, όσα φαντάστηκε ο ίδιος και οι συνομιλητές του μεταξύ νηφαλιότητας και ήπιας μέθης.
Ο σαρκασμός, η ευθυμία, η λύπη, οι θαμμένες επιστημονικές ανησυχίες και τα ξεθωριασμένα κατορθώματα των πρωταγωνιστών διαπλέκουν το καθημερινό με το παράδοξο, το χαμόγελο με τον προβληματισμό.
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ωραία, αρχικά δεν ξέρω τι εντύπωση σου δημιουργεί εσένα, φίλε αναγνώστη, αυτή η περιγραφή, πάντως εγώ όταν τ’ αγόρασα νόμιζα πως επρόκειτο για μυθιστόρημα, στο οποίο οι ιστορίες διάφορων ανθρώπων μπλέκονταν μεταξύ τους όπως στο Pulp Fiction (περίπου τέλοσπάντων). Δεν ήταν έτσι, το βιβλίο είναι συλλογή διηγημάτων, αυτόνομων ιστοριών δίχως άμεση σύνδεση, χωρίς φυσικά αυτό να είναι αρνητικό ή να σημαίνει το οτιδήποτε -απλά το ξεκαθαρίζω γιατί εμένα με μπέρδεψε.
Το λοιπόν, το πρώτο διήγημα με τον τίτλο Βεραμάν αφηγείται την ιστορία ενός συνταξιούχου μαθηματικού που περνά τον ελεύθερο χρόνο του σχηματίζοντας (οριακά τρελές) θεωρίες αριθμολογίας, και αγοράζοντας (οριακά άχρηστα) αντικείμενα απ’ τα παζάρια και τα παλαιοπωλεία στο Μοναστηράκι. Ένα απ’ αυτά είναι και το παλιό τρανζιστοράκι της Sanyo, χρώματος βεραμάν. Το τρανζιστοράκι αυτό είναι που τελικά θα κάνει παρέα στον μαθηματικό στην τελευταία του κατοικία, τον τάφο, και που με το σεισμό του 99 θ’ αρχίσει πάλι να παίζει μελωδίες κλασσικής μουσικής.
«…να, λες να είχε δίκιο ο πατέρας;»
«Για ποιο πράγμα;»
«Για το κενό που υπάρχει ανάμεσα σε οτιδήποτε, Τζούλια… Μήπως, λέω μήπως, εκείνο το πολύ έντονο, που θα ταρακουνούσε την αραχνιασμένη ακολουθία των λογικών συμβάντων, όπως έλεγε, ήταν αυτός ο σεισμός; Ο σεισμός που έφερε τις μπαταρίες σου σε επαφή;»
Η συγκεκριμένη ιστορία είναι απ’ τις ομορφότερες του βιβλίου. Η έννοια της συμμετρίας και της δυάδας που κρατάει το σύμπαν σε ισορροπία μπλέκονται με το “βαρύ” μοτίβο της απώλειας της πατρικής φιγούρας, κι όμως όλ’ αυτά είναι δοσμένα σε τόνο χιουμοριστικό και ταυτόχρονα συγκινητικό, τόνο βαθιά ανθρώπινο (και, βέβαια, μετά μουσικής).
Δυο ακόμα ιστορίες που ξεχώρισα ήταν ο Νώε και Η οδός Φέλιξ Κλάιν. Στην πρώτη έχουμε έναν Ιταλό πρώην υπάλληλο τσίρκου, νυν ιδιοκτήτη, τον Νώε, ο οποίος κάθεται σ’ ένα μπαρ παρέα με τον παπαγάλο του τον Κόνγκο, και διηγείται τις ιστορίες του, ιστορίες που κυμαίνονται στα θολά όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Ο Νώε και το τσίρκο του λοιπόν τυγχάνει να βρίσκονται για παραστάσεις στην περιοχή της Μάνδρας την περίοδο της μεγάλης πλημμύρας, το 2017. Αναπόφευκτα, η πλημμύρα τα παρασέρνει όλα στο διάβα της, κι ο πρωταγωνιστής καταλήγει να επιπλέει στα ανοιχτά του Αιγαίου, πάνω στην εξέδρα, μαζί με όλα του τα άγρια ζώα, τίγρεις, καμηλοπαρδάλεις, πιθήκους κλπ. Είναι μια όμορφη, γλυκιά ιστορία που καταφέρνει να μπλέξει με έξυπνο τρόπο αυτά τα θολά όρια φαντασίας-πραγματικότητας μαζί με κοινωνική σάτιρα, η οποία εδώ είναι έμμεση και διακριτική (σε αντίθεση με κάποιες άλλες ιστορίες που είναι πιο άμεση και στοχευμένη και άρα κάπως το χάνει αφού καταλήγει να φαίνεται πιο πολύ σαν προπαγάνδα). Δε θέλω να spoilάρω το τέλος, απλά θα σημειώσω ότι είναι τόσο σουρεαλιστικό και παράξενο όσο και συγκινητικό.
Στην δεύτερη, ένας μαθηματικός (ο ίδιος ο συγγραφέας είναι μαθηματικός, γι’ αυτό και συναντάμε τόσο συχνά αυτή την ιδιότητα στους χαρακτήρες των διηγημάτων) κληρονομεί ένα σπίτι σε μια επαρχεία της Αγγλίας, στην οδό Φέλιξ Κλάιν 859,433. Στην περιοχή εκείνη όμως μοιάζει να παραμορφώνονται με τρόπο παράξενο οι έννοιες του χώρου και του χρόνου. Σε μια ιστορία που παραπέμπει ξεκάθαρα (δεν το κρύβει άλλωστε) κι έχει συνεχείς αναφορές στην Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, ο συγγραφέας εισάγει το γεωμετρικό παράδοξο της φιάλης Klein, του σχήματος δηλαδή που δε μπορούμε να ξεχωρίσουμε το πάνω από το κάτω του και το μέσα από το έξω του. Η οδός Φέλιξ Κλάιν, η οποία είναι προσβάσιμη διαμέσου ενός τούνελ-λαγότρυπας, φαίνεται όντως να μην έχει ούτε αρχή, ούτε μέση, ούτε και τέλος -ταυτόχρονα να υπάρχει και να μην υπάρχει.
«Όπως θα έχετε διαπιστώσει, τυπικά δεν υπάρχουμε, αφού δεν εμφανιζόμαστε σε κανένα χάρτη. Λες και η πραγματικότητα σταματάει εκεί που αρχίζει η Λαγότρυπα. Λες και δεν θέλουν να πιστέψουν ότι υπάρχουμε. Θα τολμούσα να πω ότι φοβούνται να αντιμετωπίσουν κάτι που έχουν συναντήσει μόνο στα παραμύθια. Η σημερινή στείρα λογική αντιμετώπιση των πραγμάτων -πρόσθεσε με τα δάχτυλα της νοηματικά εισαγωγικά στη λέξη λογική- δεν τους επιτρέπει να αποδεχτούν την ύπαρξη ενός κόσμου σαν τον δικό μας. Η φαντασία έχει νικηθεί ολοκληρωτικά μέσα τους. Δεν μπορούν να σκεφτούν έξω από το κουτί!»
Είναι μια πραγματικά ιδιαίτερη και οριακά σουρεαλιστική ιστορία, που θα τη λάτρευε το δίχως άλλο όποιος ασχολείται με τα μαθηματικά και όχι μόνο. Σίγουρα απ’ τις καλύτερες του βιβλίου.
Αν και κάθε διήγημα είναι αυτόνομο και ανεξάρτητο, μπορούμε να διακρίνουμε μερικά σταθερά μοτίβα που επαναλαμβάνονται, όχι απαραίτητα σε όλες τις ιστορίες, αλλά έστω σε πολλές εξ’ αυτών. Το μοτίβο του θανάτου και της απώλειας (κυρίως της γυναικείας απώλειας) είναι πολύ συνηθισμένο, όπως επίσης και το μοτίβο των γηρατειών και της ζωής μετά τη σύνταξη (κυρίως απ’ τη σκοπιά του άντρα). Η ελληνική επαρχεία ακόμα συναντάται συχνά, χωρίς να εξιδανικεύεται, ούτε όμως και να υποτιμάται. Η σάτιρα στην επικρατούσα πολιτική και κοινωνική τάξη πραγμάτων της Ελλάδας είναι επίσης ένα στοιχείο που υπάρχει σε πολλές ιστορίες, άλλοτε πιο έμμεσα και εύστοχα, κι άλλοτε (κακώς, κατά τη γνώμη μου) πιο άμεσα. Και φυσικά, σύνηθες μοτίβο είναι και τα μαθηματικά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, και είναι και λογικό αφού πρόκειται για την ειδικότητα του συγγραφέα.
Η συλλογή βέβαια, αν και καλογραμμένη και ενδιαφέρουσα στο σύνολο της, έχει και τα σκαμπανεβάσματα της. Δεν είναι όλες οι ιστορίες στο ίδιο επίπεδο, η γραφή σε πολλά σημεία μπορεί να χαρακτηριστεί κάπως παλιακή, και λογικά σε πολλούς θα ξινίσουν λίγο τα περίεργα ονόματα των χαρακτήρων, που εντάξει, διαλέχθηκαν για να παραπέμψουν σε κάτι συγκεκριμένο, αλλά χτυπάει κάπως περίεργα το να συναντάς συνεχώς ονόματα τόσο σπάνια και ασυνήθιστα, όπως Φίλωνας, Αστέριος, Δαλιδά, Αντουανέτα, Λαοκοών και ούτω καθεξής. Δε νομίζω ότι θα έχαναν σε αξία οι ιστορίες αν υπήρχε και κανάς Γιάννης και καμιά Μαρία, αντιθέτως θα έδιναν έναν λίγο πιο ρεαλιστικό τόνο. Τουλάχιστον στο δικό μου το μάτι χτύπησαν κάπως άσχημα αυτά τα ονόματα.
Σε γενικές γραμμές, το Μπράντι με Πάγο του Στάμου Τσιτσώνη είναι ένα ευχάριστο, γλυκό ανάγνωσμα που αξίζει τον λίγο χρόνο που χρειάζεται για να διαβαστεί. Υπάρχουν ιστορίες καλύτερες και ιστορίες χειρότερες, αλλά καμία δεν απογοητεύει, καμία δε θα σε κάνει να θες να κλείσεις το βιβλίο και να το παρατήσεις. Αντιμετωπίζοντας τη ζωή και τις όποιες δύσκολες συνθήκες και καταστάσεις της με χιούμορ, ανθρωπιά και αισιοδοξία, το Μπράντι με πάγο είναι ένα βιβλίο που αξίζει τον κόπο.
Μπράντι με πάγο
Στάμος Τσιτσώνης
Εκδόσεις Κριτική
2019