Σπρώξαμε την πόρτα και βρεθήκαμε επιτέλους έξω στο δρόμο. Η βροχή είχε κόψει τελείως και ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος ενώ όλα έδειχναν πως θα μείνει έτσι. Πάλι καλά γιατί, παρόλο που με βάση το ημερολόγιο η άνοιξη είχε μπει για τα καλά εδώ και καιρό, όλες οι τελευταίες μέρες χαρακτηρίζονταν από εναλλαγές ανάμεσα σε δυνατή βροχή και σε καύσωνα.
Το μαγαζί που είχαμε κάτσει δε μου πολυάρεσε αλλά τουλάχιστον είχε σχετικά φθηνές μπύρες, φθηνές δηλαδή για τα μέτρα της μάλλον καλοστεκούμενης στα πορτοφόλια της περιοχής και επιπλέον μπορούσε κάποιος να αγοράσει καλοψημένο μπέργκερ Ταϊλάνδης, με τρεις μόνο πιστωτικές μονάδες τροφίμων. Τσάμπα σα να λέμε.
Ήπιαμε αρκετά ή μάλλον παραπάνω από αρκετά με το φίλο μου αλλά ήμασταν αποφασισμένοι να το συνεχίσουμε. Μπήκαμε στο αμάξι του και έβαλε μπρος. Παλιό αμάξι που είχε αγοράσει την εποχή που υπήρχαν ακόμα μετρητά. Δεν είχα προλάβει να κλείσω την πόρτα και άκουσα έντονες φράσεις σε μια ξένη γλώσσα να εκτοξεύονται προς το μέρος μου. Ένα ιπτάμενο τουριστικό σκούτερ με προσπέρασε με ταχύτητα, πετώντας λίγα εκατοστά από πάνω μου. Ο οδηγός του μου έδειξε το μεσαίο του δάχτυλο χωρίς ενδοιασμό.
«Πώς θα πάρεις δίπλωμα αν δεν καταλαβαίνεις πότε πρέπει να κλείνεις την πόρτα του συνοδηγού;», με ρώτησε ο φίλος μου.
«Γάμησε με ρε μαλάκα με τους τουρίστες τώρα, έχουμε γεμίσει βιετναμέζους Απρίλη μήνα».
Ο φίλος μου, που είχε μετοχές σε μια πολυεθνική που εμπορευόταν αρχαιοελληνικά σουβενίρ και στις 36 χώρες των Βαλκανίων δε φάνηκε να συγκινείται.
«Και εσένα τι σε πειράζουν που έρχονται; Σπίτι σου μένουν;»
«Όχι, αλλά γεμίζουν τα δημόσια πλοία από Πειραιά ασφυκτικά!»
«Αυτά που εσύ μπαίνεις τσάμπα επειδή έχεις γνωστό στο δήμο;»
«Αυτά!»
«Πρέπει να είναι πολύ σκληρό να ακούς τόσες διαφορετικές φωνές ενώ ταξιδεύεις τσάμπα περίπου… κάθε μέρα δε χρησιμοποιείς το πλοίο;»
Συνεχίσαμε να τσακωνόμαστε μέχρι που ακούσαμε μια γλυκιά φωνούλα.
«Μπορείτε να σταματήσετε για έλεγχο σας παρακαλώ;». Ήταν ένας τροχονόμος. Δε θυμόμουν να είχα δει χρόνια τώρα τέτοιον.
«Σας έστειλα ειδοποίηση να σταματήσετε, αλλά το κινητό του συνοδηγού σας πρέπει να είναι νεκρό», είπε κοιτάζοντας με.
Έψαξα τις τσέπες μου και έβγαλα το κινητό μου. Ο τροχονόμος το επεξεργάστηκε. «Δουλεύει, είναι νόμιμο, αλλά δε μπορεί να λαβαίνει τα σήματα της τροχαίας, είναι πολύ παλιό, θα χρειαστεί να το αλλάξετε. Δε μπορείτε να είστε συνοδηγός έτσι».
Ανασήκωσα αμήχανα τους ώμους μου. «Συγνώμη είπα».
«Άλλωστε», συνέχισε ο τροχονόμος «Χάνετε πάρα πολλά πράγματα χωρίς ένα σύγχρονο κινητό. Χάρτες. Τέχνη. Ρομαντικά Ραντεβού. Πολεμικά Βίντεο. Όνειρα. Σύνδεση με άλλους ανθρώπους».
«Έχετε απόλυτο δίκιο», απάντησα. «Αύριο κιόλας θα αγοράσω καινούργιο»
«Θαυμάσια. Και τώρα για να κάνουμε ένα μικρό αλκοτεστ στον κύριο που οδηγάει. Πρώτα απ’ όλα πως ονομάζεστε;»
«Αρθούρος»
«Ηλικίας;»
«24»
«Θρησκείας;»
«Εμ… Βουδιστής είμαι αλλά…»
Η αλήθεια είναι πως δε θυμόμουν έτσι τα αλκοτεστ.
Ο τροχονόμος σταμάτησε να σημειώνει όταν άκουσε τα θρησκευτικά πιστεύω του φίλου μου σα να άκουσε κάτι που τον παραξένεψε ή που τον εμπόδιζε να συνεχίσει τη δουλειά του.
«Μισό λεπτό παρακαλώ», μας είπε. Και πήγε στη γωνία να πάρει κάποια τηλέφωνα, ενώ στο χέρι του κρατούσε διπλώματα, ταυτότητες και τα όλα τα έγγραφα μας.
«Τι θα κάνουμε ρε μαλάκα;»
«Δεν ξέρω», απάντησα με ειλικρίνεια. «Μήπως να καβατζώσεις το πράγμα στην κάλτσα σου;», πρότεινα, διότι στο αμάξι υπήρχαν διάφορα πράγματα που καλύτερα θα ήταν να μη βρουν οι μπάτσοι.
«Μπα όχι, μπορεί να είναι χειρότερο, άσε να δούμε τι θα μας πει», είπε κι ο Αρθούρος και περιμέναμε.
Λίγο μετά ο τροχονόμος γύρισε. Κρατούσε μια τσίχλα. Την έδωσε στο φίλο μου. «Όλα καλά», του είπε. «Μάσησε την».
Ο φίλος μου τη μάσησε. Έπειτα ήρθε η επόμενη εντολή «Φτύστην στο χέρι μου τώρα, όχι απότομα». Έτσι κι έγινε. Ο τροχονόμος εξέτασε με το μάτι και το χέρι του την τσίχλα.
«Όλα καλά παιδιά, μπορείτε να φύγετε. Κάντε μου μια χάρη μόνο και περιμένετε πριν βάλετε μπρος για ένα τέταρτο, εντάξει;».
Του το υποσχεθήκαμε. Ακόμα δεν είχαμε καταλάβει γιατί και πως γλυτώσαμε. Έφυγε και πήγε να κάνει έλεγχο σε αμάξια που έρχονταν από πίσω μας.
«Δεν πάμε να πιούμε κανένα ουισκάκι ρε φίλε αφού παρκάραμε που παρκάραμε;», πρότεινα κι η πρόταση μου έγινε αμέσως αποδεχτή.
Περπατάγαμε λοιπόν μέσα από κάποια αραιώς κατοικημένα στενά προς ένα απ’ απ’ τα τοπικά μας στέκια, το “FULL KALT” που ξέραμε ότι σερβίρει γενναίες μερίδες στα ποτά του. «Ποπ!», ακούστηκε από ένα παράθυρο και αμέσως άναψε ένα μικρό μπλε φως.
«Είναι ένα όνειρο!», είπε ο φίλος μου.
«Ναι», θαύμασα και εγώ το κουράγιο του τύπου ή της τύπισσας που πρόβαλε το όνειρο που έβλεπε σε όλη τη γειτονιά. «Θες να συνδεθούμε; Με το κινητό σου μπορούμε και οι δύο».
Ο φίλος μου χαμογέλασε, «Κάτσε να αναβαθμιστείς και εσύ τεχνολογικά και θα μπαίνεις εσύ στα δικά μου όνειρα και εγώ στα δικά σου».
«Συμφωνούμε!», είπα και συνεχίσαμε το δρόμο μας.
Είχαμε περπατήσει ήδη πάρα πολύ και είχα αρχίσει να κουράζομαι. Το φεγγάρι μας είχε σκεπάσει. Έκανε κρύο. Σκέφτηκα να προτείνω να γυρίσουμε στο αμάξι αλλά έβλεπα το φίλο μου τον Αρθούρο αποφασισμένο, ενθουσιασμένο ίσως να συνεχίσουμε τη νύχτα μας έξω. Το μάτι του κυριολεκτικά γυάλιζε κάποιες στιγμές που τον πρόσεχα.
«Το θυμόμουν πιο κοντά!», σχολίασα.
«Ούτε τα μέρη μας δε θυμάσαι ρε», απάντησε ο Αρθούρος καθησυχαστικά και με λίγο κοροϊδία στη φωνή του. «Πάντως τυχεροί ήμασταν με τον μπάτσο, φαντάζεσαι να έβρισκε το πράγμα που είχα η αστυνομία; Την είχα γαμήσει».
«Ε, να μην αγοράζεις τέτοιες μαλακίες, πολύ απλό, τέλος πάντων. Ναι τυχεροί ήμασταν»
«Α, δηλαδή εσύ είσαι υπεράνω πλέον»
«Δε σνομπάρω τίποτα, αλλά γιατί να πάρεις να πιείς κάτι που είναι παράνομο, που δε θα σε αφήσει να κοιμηθείς όλο το βράδυ και θα θέλεις απλά να συνεχίσεις να πίνεις; Άμα είναι να χρησιμοποιήσεις κάτι, πάρε κάτι που θα σε κάνει να διευρύνεις λίγο το νου σου, βουδιστής δεν είσαι;»
«Είμαι, αλλά προτιμώ να αράζω σε ένα καλό, ζεστό μπαρ και να περνάω όμορφα, παρά να το σκέφτομαι πολύ το πράγμα. Γενικώς να περνάμε καλά Διονύση μου. Αυτό είναι το πιο σημαντικό…»
«Ναι είναι πολύ σημαντικό δε λέω», συμφώνησα, «Αλλά όχι να κάψουμε και τα μυαλά μας»
«Αν μπορούμε να περνάμε καλά και με καμένα μυαλά ποιο το πρόβλημα;»
Με προβλημάτισε αυτή η κουβέντα. Όπως σκεφτόμουν από πριν, ήθελα πολύ, ίσως πάρα πολύ να περνάω, αρχικά καλύτερα και ως δεύτερο στόχο να περνάω “καλά”, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Και δε τα ήθελα αυτά μόνο για μένα αλλά για κάθε άνθρωπο. Ο κόσμος τριγύρω ήταν γεμάτος με υπέροχα ερεθίσματα, είτε περίπλοκα, όπως ένα μπέργκερ Ταϊλάνδης ή συνθετική ηρωίνη είτε πολύ απλά όπως να βουτάς το χέρι σου σε ένα σακί με ρεβίθια. Πως θα ήταν μια ζωή όμως αποτελούμενη μόνο από αυτά, χωρίς συνείδηση του ποιος είσαι, αν είσαι κάποιος βέβαια.
«Δηλαδή να γίνουμε κάτι σα ρομπότ που παράγουν απόλαυση ρε φίλε;», τον ρώτησα. Στο μεταξύ ο δρόμος μας συνεχιζόταν και το μαγαζί που θα πηγαίναμε δε φαινόταν πουθενά.
«Ναι αμέ, μηχανές απόλαυσης, γιατί όχι;»
«Γιατί αν είσαι απλά μια μηχανή χωρίς συνείδηση, πως θα ξέρεις ότι απολαμβάνεις;»
«Μα τι σημασία έχει να το ξέρεις; Θα είσαι χαρούμενος!»
«Θα είναι απλώς μια χαρά που θα αποτυπώνεται σε ένα νούμερο, σαν το αποτέλεσμα μιας εξίσωσης, δε θα σημαίνει τίποτα».
«Ναι, αλλά…»
«ΧΟΝΚ-ΧΟΝΚ!», ακούστηκε δυνατά ο ήχος μιας κόρνας.
Τρία μηχανάκια μας περικύκλωσαν.
«Συγνώμη παιδιά διακόπτουμε;»
Ήταν τρία άτομα με μάλλον επιθετικές διαθέσεις. Δύο που έμοιαζαν να έχουν την ίδια καταγωγή με εμάς γιατί μιλούσαμε την ίδια γλώσσα, το ίδιο καλά, και ένας που είχε άλλο χρώμα δέρματος και άλλη προφορά και έμοιαζε μετανάστης.
«Τι γίνεται παιδιά; Βολτίτσα;»
Έμοιαζαν να έχουν απειλητικές διαθέσεις. Τρόμαξα. Ο φίλος μου έδειχνε εξίσου σαστισμένος, ωστόσο έμοιαζε να ανησυχεί περισσότερο για μένα. Με κοίταξε και μου ψιθύρισε «Ψυχραιμία».
«Βολτίτσα ναι», απάντησα. «Ξέρετε, χαλαρά μωρέ»
«Και το φιλαράκι σου από εδώ τι φάση;», με ρώτησε ο ένας αφού με προσπέρασε σκουντώντας με στον ώμο. «Ψάχνει για πούτσο;»
«Θέλει να τον γαμήσεις φίλε!», πρόσθεσε κι ο άλλος της “συμμορίας”, «Θα πέσει τρελός πούτσος». Ο τρίτος της παρέας τους με πλησίασε. Φαινόταν πιο λογικός.
«Πώς σε λένε παλικάρι μου;»
«Διονύση φίλε», του είπα αμέσως, λέγοντας όλη την αλήθεια και μόνη την αλήθεια. «Εσένα;»
«Εμείς φίλε, είμαστε μια ομάδα εδώ ξέρεις, που αράζουμε τα βράδια και κολλάμε κάνα τσιγάρο…»
«Καλά κάνετε κι εγώ το κάνω αυτό»
«Που και που κολλάμε και σε κανέναν περαστικό, αλλά δε φταίμε εμείς, είμαστε από φτωχές οικογένειες, καταλαβαίνεις…»
«Απολύτως»
«Έχουμε και όνομα, θες να στο πω;»
«Φυσικά! Θέλω πολύ να το ακούσω»
«Μπράβο ρε Διονύση, είσαι σπαθί παλικάρι, ονομαζόμαστε που λες “Δελφίνια”. Ούτε εγώ ξέρω γιατί το διαλέξαμε. Περίεργος ο κόσμος ε;»
«Δε λες τίποτα»
«Που λες Διονύση, τα υπόλοιπα δύο δελφίνια, θέλουν να γαμήσουν τον φίλο σου απόψε»
«Αχα…»
«Και θέλω να μάθω αν έχεις κανένα πρόβλημα να τον γαμήσουμε και οι τρεις. Βλέπεις, σε ρωτάω».
Είχα φρικάρει τη ζωή μου και κοίταξα τον Αρθούρο που με κάποιο μαγικό τρόπο είχε καταφέρει να κρατήσει την ψυχραιμία του και να περπατήσει λίγο πιο μπροστά από εμάς. Ίσως σκεφτόταν πως μπορούσε να ξεφύγει έτσι αλλά οι τύποι είχαν μηχανές.
Έπιασα τον τύπο λοιπόν που μου είχε μιλήσει, σχετικά φιλικά, απ’ τον ώμο και αποφάσισα να το παίξω και εγώ ψύχραιμος. «Κάτσε φιλαράκο να το συζητήσουμε και να βρούμε μια λύση».
«Ωραία σε ακούω, πως θα γίνει να τον γαμήσουμε», μου είπε αυτός. «Πόσα θες;»
«Δε θέλω λεφτά», είπα. «Τι θα λέγατε απλά να…»
Στο μεταξύ, ένας απ’ τους πιο ανυπόμονους να γαμήσουν τον Αρθούρο έβαλε τις φωνές.
«Θα λυθεί πιο απλά το θέμα. Εγώ θα χώσω μια μπουνιά σε αυτόν εδώ», είπε και έδειξε εμένα, «και μετά θα κάνουμε τη δουλειά μας».
Στραβοκατάπια. Άρχισα να ιδρώνω. Και ύστερα από λίγο φτάσαμε στο τέλος του δρόμου μας. Το μαγαζί ήταν κλειστό. Άρχισε να ξημερώνει κι ο ήλιος βγήκε.
«Μας πήρε ώρες», είπα στον Αρθούρο, ξεχνώντας για λίγο το πρόβλημα που είχαμε αποκτήσει. «Μην ανησυχείς», μου απάντησε αυτός.
Οι ακτίνες του ήλιου με τύφλωναν. Οι δύο πιο επιθετικοί άντρες απ’ τα δελφίνια ήρθαν και με κράτησαν απ’ τα χέρια ώστε να μείνω ακίνητος. Άρχισα να έχω σπασμούς απ’ το φόβο μου. Ο πιο ήρεμος, ο τρίτος ήρθε μπροστά μου και μου μίλησε «Έχουμε λίγο χρόνο αγόρι μου, είναι κάτι που πρέπει να ξέρεις».
Περίμενα να τον ακούσω. Ο ήλιος δυνάμωσε κι άλλο. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου. Όταν τα άνοιξα τα μέλη της συμμορίας των τριών είχαν μεταμορφωθεί σε πραγματικά δελφίνια.
Σπαρταράγανε μπροστά μου στο μπετόν της πόλης. Ο αρχηγός τους μίλησε.
«Βοήθησε μας να επιστρέψουμε στο νερό!».
Έπειτα όλα σκοτείνιασαν. Πρόλαβα να ακούσω μονάχα μια φωνή, έμοιαζε με του φίλου μου, «Πω, ρε μαλάκα, είναι τελείως πουρές το μυαλό σου, τι είναι αυτά που βλέπεις».