Το μετρό είναι γεμάτο ασφυκτικά. Οι γέροι κοιτούν βλοσυρά τα νιάτα, οι εργαζόμενοι πάνε στις δουλειές τους με το ύφος ανθρώπων δίχως κάποια όρεξη. Οι άνθρωποι τρέχουν βιαστικοί να μπούνε μέσα σ’ αυτόν τον συρμό, όπως τρέχουν οι κότες στο κοτέτσι τους. Ένας νεαρός που με γοργό βήμα πάει να σταθεί στην μέση των συρόμενων θυρών καθώς κλείνουν, συναντάει την αντίσταση της μηχανής και κάνει πίσω, έχοντας σπρωχτεί από τις μουντές και άστοργες θύρες. Αναφωνεί πως σε όλους όσους το έχουν κάνει πριν από αυτόν, βλέπει πάντα τις θύρες να ανοίγουν και γυρνάει πίσω και η συντροφιά του τον ρωτάει αν είναι καλά ή τυχόν χτύπησε. Δεν είμαι εγώ εκείνος ο νεαρός: πάντα είμαι συνεπής και παίρνω τον συρμό των 7:00 από την Ανθούπολη, ούτως ώστε να φτάσω στο Ελληνικό και μετά να μπω στο γραφείο να φτιάξω τους φακέλους και τα λογιστικά βιβλία, να απαντήσω σε τηλέφωνα και να κανονίσω επαγγελματικά ραντεβού για τον εργοδότη μου.
Ο συρμός προχωράει θαρρετά. Τόσο το καλύτερο: βαριέμαι αφόρητα το πλήθος και θέλω να ξεμπερδεύω όσο νωρίτερα μπορώ. Εύχομαι να μην υπάρξει ούτε λεπτό καθυστέρησης. Είναι Φλεβάρης και φέτος έχει πολύ άσχημο κρύο. Στον σταθμό της Αττικής είναι κόμβος και πάντα πολλοί πάνε και πολλοί έρχονται. Κάποιος τα έχει κάνει απάνω του: βρωμάει το μπροστά βαγόνι και τούτο μου χαλάει περισσότερο την διάθεση. Οι κυρίες βάζουν τα κασκόλ τους μπροστά από τις μύτες τους και οι κύριοι παίρνουν ένα ύφος αηδίας και βάζουν τα χέρια τους μπρος από τα πρόσωπά τους, όπως όταν αισθανθεί κανείς την μυρωδιά κλούβιου αυγού. Μία παρέα ναρκομανών μιλάει για το πώς «η υπέρβαση της σαθρής ύπαρξης για μια ανώτερη εμπειρία δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο χλεύης από τους μη κατέχοντες τα μυστήρια», ενώ στην πίσω μεριά του βαγονιού, ένας μουσικός παίζει στο ακορντεόν κάποιο λαϊκό άσμα από το πρώην ανατολικό μπλοκ. Ο κόσμος του δίνει αφειδώς τα ψιλά του: όλοι αγαπούν μία νότα χαράς και ζωντάνιας στις καθημερινές μετακινήσεις στην πόλη των Αθηνών. Τον συμπαθώ: ποτέ δεν είχε το θράσος να βγει με ένα παιδάκι που αντί να πηγαίνει στο σχολείο κόβει βόλτες χωρίς αύριο στα τραίνα να εκτελεί χρέη κράχτη.
Στην Αττική έχει ήδη γεμίσει ο συρμός τόσο που φοβάμαι ότι κάποιος θα καθίσει επάνω μου. Σπάνια βλέπω τόσο κόσμο ακόμη και τέτοιες ώρες. Ίσως να έχει απεργία στα λεωφορεία: δεν θυμάμαι να πέρασε κανένα όταν περπάταγα προς το μετρό. Δίπλα μου κάθεται ένα παιδί από το Πακιστάν και απέναντι μας ένας μεσόκοπος άντρας, γύρω στα πενήντα, ήδη στουπί από το μεθύσι. Ισχυρίζεται ότι είναι φίλος με τον Αλκέτ Ριζάι και έχει βγει με άδεια από τις φυλακές Αυλώνα. Ρωτάει το παιδί αν θα κατέβει στον σταθμό Λαρίσης. Το παιδί του αποκρίνεται ότι δεν πρόκειται να κατέβει και εκείνος το δείχνει με το δάχτυλο και βρίζει, λέγοντας ότι κανονικά όλοι οι Πακιστανοί πάνε στον σταθμό Λαρίσης και ψωνίζουν μαύρες πόρνες από αράπηδες, με μία χαρακτηριστική προφορά βορειοελλαδίτικης επαρχίας. Το παιδί του αποκρίνεται ότι και πρωί είναι και πουτάνες δεν θέλει και εκείνος κάνει νόημα σε εμένα, αναφωνώντας: «Ρε, τι μαλακισμένου είναι αυτό ρε; Πακιστανός να σου πιτύχει». Χαμογελώ κάνοντας τον χαζό: δεν μπορεί κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις να κάνει κι αλλιώς, ειδεμή θα βρει τον μπελά του κι από πάνω. Στην διπλανή τετράδα θέσεων είναι ένας γέρος καλοστεκούμενος που συζητάει με έναν νεότερο άνδρα για ένα χειρουργείο που είχε περάσει και είχε σωθεί παρά τρίχα από βέβαιο θάνατο. Προσέχω και μία παρέα φοιτητών, αγόρια και κορίτσια, που μιλάνε για το μάθημα που θα δώσουν και απορούν αν είναι στα καλά του ο καθηγητής που ζητάει εξέταση οχτώ το πρωί.
Μέσα στον συρμό μπαίνει μία ομάδα μασκοφορεμένων. Φαίνονται νέοι άνθρωποι. Φοράνε αθλητικά μπουφάν και παπούτσια και τζιν σχισμένα από κατασκευής. Οι μάσκες τους είναι χαρτόνια προσαρμοσμένα να καλύπτουν το πρόσωπο εκτός από τα μάτια και το στόμα. Είναι πέντε άτομα. Τρεις κοπέλες και δύο αγόρια. Η πιο κοντή από όλες τις κοπέλες κρατάει ψηλά έναν φορητό υπολογιστή στον οποίο προβάλλεται ένα βίντεο. Τα δύο αγόρια, ο ένας παχουλός και πανύψηλος γίγας και ο άλλος αδύνατος και μετρίου αναστήματος κρατούν πολλά φυλλάδια ανά χείρας. Το ίδιο και οι άλλες δύο κοπέλες. Από τον φορητό υπολογιστή ακούγεται μυκηθμοί και σπαραγμοί ζώων. Κουνιέμαι λίγο πιο δεξιά για να βλέπω καλύτερα. Διακρίνω ότι είναι εικόνες από ένα εκτροφείο αγελάδων. Μηχανές απομύζησης γάλακτος στερεωμένες στους μαστούς των αγελάδων τις κάνουν να μουγκανίζουν σαν τρελές. Θα έλεγε κανείς ότι αν είχαν ανθρώπινη φωνή θα τρομάζαμε με όσα θα ούρλιαζαν απελπισμένες, όπως φαίνεται στο βίντεο.
Στάση Σταθμού Λαρίσης. Ο νεαρός αλλάζει τελικά θέση από τα νεύρα του. Τώρα, μας κάνει παρέα μία μητέρα με την κόρη της. Η μικρή είναι παραπονιάρα και όλο τραβάει τα μανίκια από το παλτό της μητέρας της. Η μητέρα της τής λέει ότι αν είναι καλή στον οδοντίατρο θα την πάει στον παιδότοπο μετά. Θυμάμαι ότι όταν πήγαινα εγώ στον οδοντίατρο όλη η ιατρική ομάδα καθόταν από πάνω μου να μου λέει ανέκδοτα και να μου αποσπά την προσοχή, διότι φοβόμουν, έκλαιγα και φώναζα. Ελπίζω οι νέες εκδόσεις παιδιών να τα πηγαίνουν καλύτερα από εμένα με το συγκεκριμένο άθλημα. Δείχνει χαριτωμένη με τα γυαλάκια της και τα κοτσιδάκια της. Στην ηλικία της ήμουν ένας μικρός μπόγος με φακίδες, θυμάμαι. Ο μέθυσος ρωτάει πώς λένε το κορίτσι και βγάζει το κινητό του έξω ρωτώντας την μητέρα της αν έχει αναπτήρα για να ανάψει τσιγάρο. Εκείνη τον κοιτάζει με αποτροπιασμό και του απαντά ότι απαγορεύεται μέσα στον συρμό και τις αποβάθρες και εκείνος της αντιτείνει ένα πολλά βαρύ «αφού δεν σι τακτουποιεί ο άντρας σ τι να περ’μένω» για να εισπράξει ένα «είστε παντελώς γελοίος». Σφίγγει το παιδί στην αγκαλιά της ως αντίδραση απέναντι στον άντρα που όλο μουρμουράει κάτι για το πώς οι γυναίκες μιλάνε πολύ με τους φεμινισμούς και όλα τα συναφή που εφηύραν οι μασόνοι και οι μπάτσοι. Ακόμη προσπαθώ να καταλάβω τη νοηματική σύνδεση, πιστέψτε με.
Η παρέα των ακτιβιστών δεν κάθεται σε ένα σημείο συνέχεια. Στο Μεταξουργείο κινούνται λίγο και φτάνουν σε εμάς. Δεν μιλούν. Στέκουν βουβοί και μας κοιτούν μέσα από τις μάσκες τους. Η μία από τις κοπέλες προτάσσει ένα φυλλάδιο προς την μητέρα και το παιδί. Η μικρή παιδούλα ρωτάει τι είναι αυτό. Η μάνα της προστάζει την κόρη της αν το δώσει πίσω και αποκρινόμενη στους πάντα βωβούς ακτιβιστές εκτοξεύει ένα «ανεπρόκοποι νέοι». «Συγγνώμη, κυρία μου», ξεσπάει απροσδόκητα μία από τις κοπέλες «δεν ενδιαφέρεστε για το μαρτύριο των αγελάδων και άλλων βοοειδών που υποφέρουν στα εργοστάσια του καπιταλισμού-κάτεργου επιτήρησης που μας επιβάλλει να τρώμε κρέας για να εξυπηρετούνται οι εταιρείες κρέατος και γαλακτοκομίας για να θησαυρίζουν; Έχετε συλλογιστεί ότι τα ζώα έχουν αισθήματα και υποφέρουν όπως εμείς; Διαθέτουμε κοινές εγκεφαλικές δομές με πολλά μέλη του ζωικού βασιλείου, όπως το μεταιχμιακό σύστημα όπου ως επί το πλείστον εδράζονται οι συναισθηματικές λειτουργίες. Καταλαβαίνετε ότι είμαστε φιλοξενούμενοι σε αυτόν τον πλανήτη και όχι ιδιοκτήτες του; Εμείς ως Ομάδα Αναρχικών Χορτοφάγων και Οικολόγων είμαστε ενάντια σε κάθε μορφής ζωορατσισμό και ζωοφοβία που νομιμοποιεί την εκμετάλλευση των τετράποδων φίλων μας» Η κυρία θυμωμένη λέει: «Είστε ένα μάτσο χαραμοφάηδες και ζωόφιλοι. Σας ξέρουμε όλους τους αναρχοκομμουνιστές που έχετε απορρίψει τον Θεό και για αυτό κολλάτε στα ζώα: μισείτε βαθιά τον άνθρωπο και την πίστη του». «Κρίμα στο παιδί σας αν γίνει μία βάρβαρη μικροαστή σαν εσάς που δεν σκέφτεται τον πόνο όλων των ζωντανών πλασμάτων και δη των αγελάδων όπως η μικρή Μούμου». «Ουστ, παλιόπαιδα», απαντάει εκείνη.
Ομόνοια. Η μητέρα παίρνει την κόρη της και πάνε σχεδόν τρέχοντας. Κάθονται δύο γριές στις θέσεις τους. Εγώ και ο μέθυσος είμαστε μαζί. Ο ψηλός κάθεται δίπλα μου. Σε όλη την σκηνή ήταν κοντά, πιθανόν σε περίπτωση που συμβεί κάτι. Κρατάει μία στοίβα από φυλλάδια και προκηρύξεις της οργάνωσης. Του ζητάω να μου δώσει μερικά. Αμίλητος, μου δίνει. Ξεκινώ το διάβασμα. Εικόνες από αγελάδες και πουλάρια με δάκρυα στα μάτια. Δριμύτατες κατηγορίες έναντι των εταιρειών παραγωγής κρέατος, αυγών και της βιομηχανίας δημητριακών. Μαθαίνω ότι το 80% των παραγόμενων δημητριακών πάνε για την εκτροφή των αγελάδων και άλλων ζώων μέσω βίαιης, μηχανικής σίτισης. Κάθε χρόνο, εκατομμύρια μαμάδες, γράφει η προκήρυξη, βλέπουν τα μικρά τους να φεύγουν μακριά από αυτές για πάντα. Προς επιβεβαίωση, η φωτογραφία μίας κλαίουσας αγελάδας στο πάνω-πάνω με το εξής σλόγκαν: «Η Μούμου είναι μία από τις 9.000.000 μητέρες που κλαίνε για το παιδί τους». Διευκρινίζεται ότι ο αριθμός αφορά μόνο στις ΗΠΑ. Ζεστάθηκα πολύ και δεν έχω όρεξη να βγάλω το πανωφόρι μου.
Σταθμός Συντάγματος. Σχεδόν όλοι μετεπιβιβάζονται. Ο μεθύστακας δίπλα μου ρεύεται και γυρνώ ξαφνιασμένος να δω αν είναι όντως άνθρωπος, μυθικό κτήνος ή καλικάντζαρος. Διαβάζω και για άλλα ζωντανά στο οπισθόφυλλο. Τα γουρουνάκια υπόκεινται σε βίαιη εξαγωγή δοντιών για να μην μασούν τις ουρές τους ενώ βιώνουν έντονο στρες, τα αρσενικά κοτοπουλάκια αλέθονται ζωντανά αφού δεν παράγουν αυγά, όσα ζώα παράγουν κρέας και γάλα ποτίζονται με ορμόνες και χημικά για να παράγουν τετραπλάσιες ποσότητες γάλακτος από το κανονικό, μηχανές χορήγησης σπέρματος κυριολεκτικά εισβάλλουν στους κόλπους δεμένων θηλυκών ζώων και χύνουν λίτρα ολόκληρα για να είναι σίγουρο πώς θα αναπαραχθούν θέλοντας και μη. «Για την παραγωγή ενός κιλού κρέατος ή σόγιας για ζωοτροφή χρειάζονται περίπου οχτώ κιλά σιτηρών και δεκαοκτώ χιλιάδες λίτρα νερού, ενώ για ένα κιλό σιτηρών μόλις δεκαπέντε λίτρα».
Είμαστε στον Άγιο Ιωάννη. Ο μεθυσμένος με σκουντάει και μου λέει « Εγώ στο χουριό είχα κάποτε μια μιγάλ’ γιλάδα. Ήταν να τη σφάξου αλλ’ ίσφαξα τουν γείτουνα πού’θιλει να μου την κλέψ’, ο αγύρτ’ς. Ήταν ταχυδρόμους. Στου διάβολου ούλοι οι ταχυδρόμ’ κι οι μπάτσ’. Καλός είσι συ…». Πέφτει το κεφάλι του βαρύ και ροχαλίζει, με σάλια να στάζουν. Από πού να ξεφύτρωσε αυτός ο Νεάντερνταλ, αλήθεια, στο μετρό; Σκέφτομαι: οι άνθρωποι κάποτε είχαν θεούς με μορφή ζώων, μετά μείξεις ανθρώπων και ζώων, ύστερα καθαρά ανθρώπινους θεούς και έπειτα απρόσωπους, άχρωμους, άοσμους και άφυλους και έπειτα αρχίζουμε δειλά-δειλά να μιλάμε για θρησκευτική ουδετερότητα, ανεξιθρησκία και νέος θεός γίνεται το χρήμα που περιγράφουμε με αριθμούς. Ως λογιστής είμαι ένας μικρός ιερέας της θεότητας του χρήματος. Προφανώς είμαι μικρός επειδή υπάρχουν ορκωτοί λογιστές, χρηματιστές, επιχειρηματίες και πολλοί άλλοι. Στην Ινδία, όπου συνυπάρχουν πολλές παραδόσεις από διαφορετικούς χρόνους, έχουν την αγελάδα ζώο ιερό, θυμάμαι, επειδή θεωρούν πως από αυτήν γεννήθηκαν όλοι οι θεοί και ο κόσμος. Αν μία αγελάδα κοιμηθεί στην μέση του δρόμου, οι οδηγοί σε πολλές επαρχίες της Ινδίας περιμένουν καρτερικά το ζωντανό να πάει πιο πέρα αφού ξυπνήσει…
Σε λίγα λεπτά φτάνω στο Ελληνικό. Το φυλλάδιο ήταν αρκετά ενημερωτικό και με καλοπροαίρετη διάθεση αλλά κάπου μου έμοιαζε επιτηδευμένο στην γλώσσα και στην συγκινησιακή φόρτιση που επιχειρούσε να κομίσει. Ο μεθύστακας-Νεάντερνταλ, αφού έκανε εμετό, βγήκε στην Ριζούπολη. Θα περπατήσω πέντε λεπτά. Το γραφείο είναι λίγα βήματα από τον σταθμό, όμως, υπάρχει ένας πορτοκαλί γατούλης σε μία γωνιά του δρόμου, δίπλα σε ένα σουπερμάρκετ. Είναι λες και με περιμένει κάθε μέρα εδώ και περίπου ένα εξάμηνο. Του έχω φυλαγμένη γατοτροφή και το ταΐζω όταν πάω και όταν φεύγω από την δουλειά. Δεν ξέρω από πού ήρθε, αλλά ξέρω ότι μία μέρα θα έχω ένα κλουβάκι και θα τον πάρω από εκεί, να βρει ένα σπιτάκι. Θα του πέσει λίγο μακριά, ίσως. Αλλά, όταν σκέφτομαι ότι υπάρχουν άνθρωποι που διαμαρτύρονται για τα δικαιώματα των ζώων σε έναν κόσμο που ούτε η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν είναι δεδομένη, σκέφτομαι εκείνο το γατάκι. Και όλους όσους κρυώνουν έξω. Μία ακόμη ημέρα δουλειάς με περιμένει.