διασταύρωση Αγίων πάντων και Συγγρού
εννιά του Μάρτη
κρύβονται τρεις ρινόκεροι στην τσάντα μου
βαραίνουνε την πλάτη μου
καθιστάν αδύνατο να κινηθώ
μια πεταλούδα με απελευθερώνει φωνάζοντας
η Συγγρού μυρίζει αγριοκέρασο
φράουλα, βύσσινο
ο ήλιος στέκεται ψηλά
/θέλω να σε δαγκώσω/
ο ήλιος χαμηλώνει
/θέλω να μπω μέσα σου/
ο οδηγός του λεωφορείου σχολιάζει την πιάτσα
/θέλω να κόψω ένα ένα τα οπτικά σου νεύρα/
η τρίτη στην σειρά με την ξανθιά περούκα μου κλείνει το μάτι
/θέλω να κουλουριαστώ στον φάρυγγα σου/
με ρωτάει αν θυμάμαι πώς να πάω σπίτι
/θέλω να ρίξω οξύ στον εγκέφαλο σου/
με κερνάει ένα τσιγάρο
/θέλω να τρυπήσω τους πνεύμονες σου/
στρίβω στην Δημητρακοπούλου
/θέλω να με ξεράσεις/
στην γωνία δύο νταβατζήδες
/κι έπειτα
νεκρή και αποστεωμένη
να ξαπλώσω δίπλα σου
τιμώντας
την Εποχή των Κριών που έρχεται/