Καρπούζια και αίμα (Φώντας Φ.)

Ως γνωστόν, οι μεγαλύτερες απ’ τις χώρες της μέσης ανατολής βρίσκονται συχνά σε πόλεμο μεταξύ τους. Όταν αυτό δε συμβαίνει, δηλαδή σπάνια, τότε ξεσπάει κάποιος εμφύλιος, κάποια ένοπλη διαμάχη στο εσωτερικό τους που αυξάνει τον αριθμό των νεκρών ακόμα παραπάνω. Η μέση ανατολή είναι ένας τόπος μαγικός και μυστηριώδης μόνο για όσους δε ζούνε σε αυτόν. Όσοι τον αποκαλούν σπίτι τους, τον ξέρουν σαν ένα μεγάλο αμμώδες ναρκοπέδιο.

Δε λείπουν και οι πιο αισιόδοξες, ή έστω χαρούμενες φιγούρες βέβαια. Σας προσκαλώ να ζουμάρετε με το βλέμμα σας στον Μπαράκ. Ο Μπαράκ είναι αδύνατος, μετρίου αναστήματος, μελαχρινός, με αστραφτερό μαλλί γεμάτο στις μπούκλες. Είναι κάτοικος της μέσης ανατολής. Κάθε πρωί που ξυπνάει και είναι ζωντανός ευχαριστεί τον Θεό με μια προσευχή και το ίδιο βράδυ ευχαριστεί τον Θεό με μια ίδια προσευχή.

Θα έλεγε κανείς πως ο Μπαράκ είναι ευτυχισμένος, χαρούμενος και ακόμα πολύ όμορφος. Για κακή του τύχη όμως τα έθιμα της φυλής που ανήκει ορίζουν πως ένας άντρας δε μπορεί να διαλέξει νύφη αν πρώτα δεν παντρέψει τις αδελφές του κι ο Μπαράκ έχει δύο αδελφές, μια μικρότερη, που είναι φοβητσιάρα, έξυπνη και πολύ όμορφη και μια μεγαλύτερη που μέχρι προσφάτως κύρια ασχολία της είχε να προφυλάγει τον Μπαράκ από τους μπελάδες που έμπλεκε καθώς ήταν πολύ πιο δυνατή, ικανή και εφευρετική. Πλέον όμως δε μπορεί να το κάνει γιατί ο αδελφός της δε ζει μαζί τους.

Ο Μπαράκ βλέποντας πως δε θα βρει ποτέ γυναίκα με τα εισοδήματα που μπορούσαν να του εξασφαλίσουν οι παραδοσιακές εργασίες που βρίσκουν τα μέλη μιας ημι-νομαδικής φυλής, αποφάσισε να ασχοληθεί με το εμπόριο. Πλέον πουλάει καρπούζια σε ανθρώπους που έχουν μόνιμη εγκατάσταση. Ναι αμέ γιατί όχι καρπούζια; Υπολογίζει πως σε 5 χρόνια θα μπορέσει να παντρευτεί.

***

Λιγάκι πιο βόρεια, ας πούμε 48 ώρες με βάδην καμήλας, απ’ τη σκηνή του Μπαράκ, κατοικούν οι Ατχέοι, μια μικρή φυλή που έχει ωστόσο εγκατασταθεί μόνιμα σε μια όαση μέσα στην έρημο. Η φυλή συζητάει τα πράγματα που την απασχολούν:

«Πρέπει άραγε να πάρουμε μέρος στο μεγάλο πόλεμο;»
«Μας προσφέρουν τα πάντα για να πολεμήσουμε στο πλευρό τους… Αλλά τους εμπιστεύεσαι;»
«Οι Θεοί θα θυμώσουν αν βεβηλώσουμε τα ιερά βοσκοτόπια τους…»

Στο μεταξύ ένα νεαρό κορίτσι και ένα άλλο νεαρό κορίτσι πιασμένα χέρι-χέρι ξεφεύγουν απ’ το βλέμμα των γονιών τους και κατευθύνονται προς την έρημο.

«Πάμε να κυνηγήσουμε για τους Θεούς!», δηλώνουν στους γονείς τους, οι οποίοι όμως είναι απορροφημένοι απ’ το πολεμικό συμβούλιο:
«Αν κερδίσουμε αρκετά απ’ τον πόλεμο οι Θεοί θα συγχωρέσουν την τέλεση πολέμου στα εδάφη τους».
«Θα χρειαστούν γενναίες θυσίες στους Θεούς για κάτι τέτοιο…»

Η συζήτηση έχει ανάψει. Τα κορίτσια έχουν εξαφανιστεί. Οι αρχηγοί της φυλής θέλουν πόλεμο. Οι ιερείς όχι. Τελικά επιτυγχάνεται συμβιβασμός. Η φυλή θα μπει στον πόλεμο στο πλευρό της μεγάλης δύναμης, μονάχα αν τελεστεί ανθρωποθυσία υπέρ των Θεών.

Εκείνη την ώρα ένας άγνωστος καταφτάνει στην όαση.

«Είναι εδώ ο Μπαράκ;», ρωτάει. Το επόμενο δευτερόλεπτο δεκάδες ζευγάρια μάτια τον κοιτούν. Και το αμέσως επόμενο πέφτει σωριάζεται κάτω.

***

Δύο μέρες μετά στη φυλή των Κασσαίων επικρατεί αναστάτωση. Ένας απ’ τους μεσαίους σε ηλικία γιους του αρχηγού έχει εξαφανιστεί. Στέλνονται άνθρωποι πάνω σε καμήλες για να τον εντοπίσουν. Τελευταία φορά που τον είχαν δει ζωντανό είχε πάει να πάρει καρπούζια από τον Μπαράκ, τον περιπλανώμενο έμπορο φρούτων.

«Ψώνιζε πολύ συχνά φρούτα πάντως», σχολιάζει μια ανύπαντρη υστερότοκη της φυλής.
«Ήθελε να τον βλέπει συνέχεια!», επισημαίνει η μάγισσα.
«Σκασμός και οι δύο σας!», ουρλιάζει ο πατέρας του χαμένου παιδιού και αρχηγός της φυλής που παρεμπιπτόντως ονομάζεται Άντελ. Οι δύο γυναίκες υπακούν στις διαταγές του Άντελ και δε λένε άλλες κουβέντες αλλά συνεχίζουν τα γελάκια τους στα κρυφά.

Σύντομα οι φήμες για τη σχέση του γιού του αρχηγού και του περιπλανώμενου πωλητή φρούτων έχουν διαδοθεί. Παρόλα αυτά παύουν να έχουν σημασία όταν βρίσκεται το πτώμα.

Οι σύμβουλοι του αρχηγού τον πλησιάζουν.

«Είναι ξεκάθαρα δολοφονία!», του ψιθυρίζουν στο αυτί.
«Και μια τέτοια πράξη μπορεί να πληρωθεί μόνο με αίμα».

Ο Άντελ σκουπίζει τον ιδρώτα απ’ το μέτωπο του και κοιτάζει σκεπτικός το πτώμα του γιου του. Ξέρει πως υπάρχουν δύο ενδεχόμενα. Είτε να τον σκότωσε ο εραστής του, πράγμα σχεδόν απίθανο μιας και έχει γνωρίσει τον Μπαράκ και δεν πιστεύει πως είναι ομοφυλόφιλος, είτε το παιδί του να ήταν θύμα κάποιας δολοφονικής ενέδρας των Ατχέων, εκείνων των ημίτρελων που λατρεύουν τους Θεούς που κατοικούν κάτω απ’ τις πέτρες. Ο Άντελ είναι αρχηγός της φυλής και ξέρει πως πρέπει να δράσει. Αν δράσει κατά του Μπαράκ τότε θα την πληρώσει ένας σχεδόν σίγουρα αθώος, εναλλακτικά θα προκαλέσει πόλεμο μεταξύ των φυλών της ερήμου.

Κοιτάει τους συμβούλους του.

«Προτείνω το διορισμό μιας επιτροπής…», αρχίζει να λέει. Αλλά δεν προλαβαίνει να τελειώσει ποτέ. Η γυναίκα του πετάγεται στην πρώτη γραμμή. Ή μάλλον στην δεύτερη. Στην πρώτη πετάγεται ο ξάδερφος του που θα ήθελε πολύ να είναι αρχηγός, για την ακρίβεια και ο Άντελ θα ήθελε να το είχε αναλάβει κάποιος άλλος απ’ την οικογένεια, αλλά δυστυχώς ο ξάδερφος είναι ευνούχος.

«ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ!», ουρλιάζει ο ξάδερφος. «Ναι!», λέει δειλά-δειλά και η μάνα του αδικοχαμένου παιδιού και σιγά-σιγά όλη η φυλή αρχίζει να απαιτεί απ’ τον αρχηγό να πράξει άμεσα και δυναμικά ή να παραιτηθεί από αρχηγός.

Ο Άντελ νιώθει πολύ κουρασμένος. Παραδίνεται στη βούληση της φυλής.

«Θα οδηγήσω εγώ ο ίδιος τους πολεμιστές», δηλώνει. Και ο λαός του χειροκροτεί. Εκτός απ’ τον ξάδερφο του βέβαια.

***

Έχει βραδιάσει και άλλη μια ειρηνική μέρα έφτασε στο τέλος της. Ο Μπαράκ αρχίζει να κάνει την προσευχή του και να ευχαριστεί το Θεό για όσα του χάρισε. Πιάνει το πουγκί του και χαμογελάει. Δεν είναι άπληστος ο Μπαράκ, τα λεφτά σημαίνουν γι’ αυτόν μια νέα ζωή για τις αδερφές του και το δικαίωμα του να παντρευτεί επιτέλους. Ελάχιστα χρήματα του λείπουν. Λίγοι μήνες εργασίας και θα τα καταφέρει. Τώρα όμως είναι ώρα για ύπνο. Ευχαριστεί ξανά το Θεό.

Απ’ το βάθος του ορίζοντα πλησιάζουν καλπάζοντας είκοσι καμήλες. Άντρες με μακριές χατζάρες κατευθύνονται προς τον κατάπληκτο Μπαράκ. Πάνω στην καμήλα που προπορεύεται βρίσκεται ο αρχηγός της φυλής. Σηκώνει το χέρι του ανόρεχτα εναντίον του Μπαράκ. Λέει: «Λυπάμαι πάρα πολύ!». Και τον αποκεφαλίζει.

Το κεφάλι του πλανόδιου πωλητή φρούτων κυλάει στη άμμο της μέσης Ανατολής. Ο πόλεμος μεταξύ των φυλών αποτράπηκε. Ο Άντελ ο αρχηγός ευχαριστεί κι αυτός το Θεό.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s