Μετά από ένα γερό πιώμα
θα μαζέψω όλες μου τις ενοχές και τα ψέματά μου
έτσι κοφτερά που είναι
και θα ξεσκίσω τη σάρκα μου,
έτσι σκέφτηκα όταν ξύπνησα
ύστερα από έναν κουραστικό ύπνο.
Πόσες ώρες να κοιμόμουνα άραγε…
λες να’ γινε τίποτα συνταρακτικό όσο έλειπα στον λήθαργο;
Μπα! τα συνηθισμένα, αυτή η ίδια βαρεμάρα
που μοιάζει με έρημο.
Ανοίγω το παράθυρο.
Μποτιλιάρισμα κόρνες πανικός κι αδιαφορία,
πόσο ανυπόφορη μπορεί να γίνει η πραγματικότητα…
προτιμώ να ζω στην κοσμάρα μου
και να με αποκαλούν αντικοινωνικό εγωιστικό παράσιτο,
παρά να’ μαι σαν ένας απ’ τους εκατομμύρια εκεί έξω
να γελάω σα χάνος, να υποκρίνομαι, να κάνω πως με νοιάζει
για να έχω μια θέση στη γαμημένη σας εταιρία
που φτιάξατε για κοινωνία.
Όχι, εγώ και το σινάφι μου
είμαστε αποκομμένοι απ’ τους ελεεινούς σας ψυχαναγκασμούς,
έχουμε τους δικούς μας, έχουμε κι άλλα όμως δε μπορώ να τα πω στη γλώσσα σας
Περπατάμε στην πόλη τη νύχτα
γιατί τη μέρα είναι λίγο επικίνδυνα… μπορεί να χτυπήσει κανείς.
Ζούμε όπως και όποτε θέλουμε
μονάχα καμιά φορά πεθαίνουμε…
αλλά ντάξει κι ο θάνατος μες στη ζωή είναι
Αν δεν παραδώθηκες ποτέ στο πάθος
αν δεν ένιωσες τη φωτιά μέσα σου να σου καίει τα σωθικά
είσαι απλά ένας ξένος.
Ο δρόμος μας έχει καταπιεί και μας έχει πετάξει αμέτρητες φορές.
Μας έχει αγκαλιάσει και κατασπαράξει άλλες τόσες,
μα εμείς εκεί να προχωράμε τσακισμένοι, ερωτευμένοι, ονειροπόλοι
γεμάτοι φωτιά και πάθη
χορεύοντας και τραγουδώντας προς την κόλαση.
Βάλε να πιούμε… έχουμε δρόμο ακόμα
εικόνα: Sandro Botticelli – Inferno, Canto XVIII
Βάλε να πιούμε
Μου αρέσει!Μου αρέσει!