Ερείπια αγγίζω με το δάχτυλο
να δοκιμάσω την υφή τη γεύση
το κουράγιο μου
είναι τα κόκαλα των ανθρώπων μου
φτιαγμένα για να ισιώνουνε τη στάση τους
Ένας ανάπηρος σέρνεται με τα χέρια
στα χώματα ευτυχισμένος
να φτάσει ποθεί ένα λουλούδι
διψασμένος στα χώματα
να ρουφήξει άρωμα ποθεί
Τρία πουλιά μονάχα απόμειναν
όλα τους είναι άρρωστα μα αληθινά
κι αληθινά είν’ πεινασμένα
Χθές έλαμπαν τα κάρβουνα
στα στήθη των γεμάτων φεγγαριών
τρία τρία φεγγάρια άρρωστα
μ’αληθινά σφίγγουν το βάρος τους με το στομάχι
κι ειν’ η βαρύτητα
ο πρώτος θάνατος που βαφτίζει
τα συντρίμμια