Αυτοσχεδιασμοί (Άλεξ Κοάν)

1.
H μουσική κυλά σα το νερό της βρύσης
απ’ τη στενή οπή του ηχείου
έξω στο κουτί μου και αντηχεί
και βγάζει νότες και σπίθες από μέσα της,
οσμές και χρώματα και γεύσεις,
τρέχει μες στο χώρο μόνη της
χωρίς αντίπαλο,
και ποτέ δε φτάνει στο τερματισμό
και ξύνει τους τοίχους στο δωμάτιο,
τους χαράζει και αφήνει πάνω τους ρωγμές,
όπου μέσα ζουν ζουζούνια
με φτερά και πόδια και προβοσκίδες μικροσκοπικές,
και το φως τα ξυπνά και ζωηρεύουνε
και βγαίνουν να χορέψουνε μαζί μου.
Έπειτα το ουίσκι τελειώνει,
μα το τσιγάρο είναι μοναχά καπνισμένο ως τη μέση,
και δημιουργείται ένα πρόβλημα
που δε μπορεί να λύσει αυτό το πλαστικό σαξόφωνο
μήτε και το τραχύ και τετραγωνισμένο πιάνο,
ούτε και κανένα όργανο του κόσμου για να μαι ακριβής,
κι έξω τα ποδήλατα περνάνε όπως πάντα
και οι ποδηλάτες με τα γάντια τους κρυώνουνε
και βιάζονται να προσπεράσουνε τ’ αμάξια
και οι πεζοί εκνευρίζονται,
φωνάζουν, πηδάνε, γαβγίζουν
και μ’ έναν τρόπο μεταφυσικό κι ακραία μεθυσμένο
εξαφανίζονται απ’ το οπτικό πεδίο
και γίνονται κύματα ατμού
που μαζί με τη μουσική και τα ζουζούνια μου
πλανιούνται στον αέρα.
Μια λάμπα κι ένα αποτσίγαρο
το σκηνικό μου για το βραδινό μου έργο
που θα παιχτεί άνευ κοινού και ηθοποιών
μα που και που απ’ τα χοντρά παράθυρα στα διαμερίσματα
θα φαίνονται οι ενοικιαστές που θα κρυφοκοιτάνε
και θα κρατάν στα περίεργα χέρια τους
ποτήρια με κρασί ή και νερό
που όταν θα πέφτουν δε θα σπάνε.
Χεχεχε!
Παίξτε μουσική, πιο δυνατά,
παίξτε το αιώνιο θέατρο στο δρόμο,
παίξτε και πιείτε και μη βγάλετε ούτε κιχ,
και στο τέλος, αν σας άρεσε,
κοιτάχτε ψηλά στον γεμάτο σύννεφα ουρανό
κι υποκλιθείτε.

2.
Ένα σωρός γεμάτος τζαζ και σπίρτα
χωρίς φωτιά να καίει
λουσμένος με νερό και οίνο
μα ξαφνικά φλέγεται μόνος του
λες κι ανάβει απ’ τον αέρα
σα τη βάτο του Μωυσή
κι έπειτα, αφού δεν υπάρχει
και κανείς να βλέπει τ’ όλο γεγονός
ή έστω να πανικοβληθεί,
βάζει εμπρός
και κυλάει στην ψυχρή το βράδι έρημο
με αστέρια και φεγγάρι
δίχως σύννεφα καθόλου επάνω
και κατευθύνεται άγρια
να κάψει όλη την πόλη
των ανθρώπων και των αμαξιών
και των περίεργων ονείρων.
Το τσιμέντο σκάει
και γίνεται υγρό απ’ τη θερμότητα
και πετάγεται σα συντριβάνι
και πέφτει στα ποντίκια που γυρνούν στην πόλη
κι έπειτα το νερό πετρώνει και παγώνει
μες στις βρύσες τους
και η φωτιά γυρνάει στα υπνοδωμάτια
και καίει τα σεντόνια
και βάζουν όλοι τις φωνές
και τρέχουν έξω,
μακριά και ψηλά,
στην ηρεμία των άγριων λόφων
από χώμα και άμμο και κρασί,
με πέτρες και χορτάρι,
και κοιτούν εδώ, κοιτούν κι εκεί
κι απ’ τη μια η πόλις φλέγεται
κι απ’ την άλλη φέγγει το φεγγάρι.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s