Με το μετάξι που υφαίνει
το σάλιο της μοίρας
δένω με μια άγαρμπη κίνηση
στη γλώσσα μου τον κορσέ
που μου δωρίσαν νυχτερίδες
Μια άγια μυρωδιά έχει κατακλίσει βροχερή
το στόμα και τα μαλλιά μου
κι είναι οι ολονυχτίες μου γεμάτες θολούρα
μπαρούτι και νερό
Να οι παλάμες μου
με μαύρο ζωγραφισμένες
γλιστερές και λαδωμένες
σφίγγουν ένα σπαθί
Ένα γήινο αξιοθέατο
χώμα πέτρες
κι ένας παλιός ξύλινος φούρνος
που μου θυμίζει τη μητέρα μου
Βρώμικες χούφτες κρύβουνε τα μάτια μου
ρωτούν
τι καιρό θα κάνει στο μέλλον
μέρες σαράντα