Μια φορά και έναν καιρό, σε έναν πολύ μακρινό Γερμανικό Δρυμό κατά τα τελευταία έτη ζωής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης προτού το αληθινό σκοτάδι του Εθνικοσοσιαλισμού σκεπάσει τον κόσμο σαν θανατηφόρο πέπλο, μια ασπρόμαυρη όμοια με αγελάδα γάτα, αρσενική όπως μαρτυρούν τα αρχίδια της που θύμιζαν κουφέτα, βολόδερνε στο δάσος προς αναζήτηση τροφής, ανήσυχη για τα πολιτικοοικονομικά τεκταινόμενα στην χώρα της μετά την συνθήκη των Βερσαλιών.
Καθώς προωθούταν αναζητώντας κάποιον τυφλοπόντικα ή κάποιο πουλί ως πιθανή τροφή, είδε με τα διαπεραστικά μάτια του ένα γνώριμο ζώο που εκ πρώτης όψεως έμοιαζε με κατσίκι. Πλησίασε δειλά με κίνητρο από περιέργεια καθώς ήταν αδύνατο να φάει ένα ζώο τέτοιου μεγέθους. Με έκπληξη συνειδητοποίησε ότι δεν επρόκειτο για κατσίκι, μα για ένα λευκό θηλυκό ελάφι, με την απουσία κεράτων να μαρτυρά το φύλο του, κοινωνικό και βιολογικό, ενώ το γατί δεν είχε ιδέα για την κοινωνική οργάνωση των ελαφιών, ατομικιστικό ον καθώς ήταν το ίδιο και το είδος του που συμφεροντολογικά μονάχα ανέχονταν την συντροφική εξουσία των ανθρώπων κατά το δοκούν.
Το ελάφι κοίταξε τον γάτο αποσβολωμένο. Για την ακρίβεια αυτή ήταν η μόνιμη έκφραση του όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια, έμοιαζε σαν να ήταν εν αναμονή για την έλευση του «κυνηγού», γνώρισμα άλλωστε όλων των σύγχρονών του Γερμανών, ανθρώπων και ζώων, μιας και οι μεταπολεμικές και τρέχουσες εξελίξεις δεν άφηναν το παραμικρό περιθώριο για εφησυχασμούς. Ο αντισημιτισμός που προϋπήρχε οξυνόταν, το ναζιστικό κόμμα και τα τραμπουκικά σώματά του έσπερναν τον τρόμο στους αντιφρονούντες, η οικονομική κρίση κορυφωνόταν.
Το γατί, σχεδόν αμέριμνο αλλά περίεργο να μάθει την ταυτότητα του μυστηριώδους αλπινοελάφου, πλησίασε και του απήθυνε τον γατήσιο χαιρετισμό.
«Νιάου!»
Μεσολάβησαν λίγα δευτερόλεπτα σιωπής αρκετά για να κάνουν το γατί να σκαλώσει από την θέα του φαινομενικά σκαλωμένου ελαφιού.
Τότε το ελάφι μίλησε, με αντρική φωνή περιέργως.
«Ευτυχώς που ελευθερώθηκε ο άνθρωπος από την φεουδαρχία και προκόψαμε.»