Ο Φρανκ κατέβηκε απ’ τα σκαλοπάτια. Δεν του άρεσαν τα ασανσέρ. Πολλά πράγματα δεν του άρεσαν. Πάντως, αντιπαθούσε τις σκάλες λιγότερο απ’ ότι τα ασανσέρ.
Ο υπάλληλος στη ρεσεψιόν τον φώναξε: «Κύριε Έβανς! Μπορείτε να ρθετε από δω, σας παρακαλώ;»
Η φάτσα του υπαλλήλου έμοιαζε σαν χυλός καλαμποκιού. Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να συγκρατήσει τον Φρανκ και να μην τον χτυπήσει. Ο ρεσεψιονίστ κοίταξε τριγύρω στο λόμπι, και μετά έσκυψε προς τη μεριά του.
«Κύριε Έβανς, σας παρακολουθούμε.»
Ο ρεσεψιονίστ κοίταξε ξανά τριγύρω στο λόμπι, είδε πως δεν υπήρχε κανείς κοντά τους, και μετά έσκυψε μπροστά πάλι.
«Κύριε Έβανς, σας παρακολουθούμε και πιστεύουμε ότι χάνετε το μυαλό σας.»
Ο ρεσεψιονίστ τραβήχτηκε πίσω και κοίταξε τον Φρανκ στα μάτια.
«Λέω να πάω να δω καμιά ταινία,» είπε ο Φρανκ. «Ξέρεις που παίζει καμιά καλή ταινία εδώ στην πόλη;»
«Ας μείνουμε στο θέμα, κύριε Έβανς.»
«Οκέι, χάνω το μυαλό μου. Τίποτ’ άλλο;»
Ο ρεσεψιονίστ έσκυψε κάτω απ’ τον πάγκο, κι όταν σηκώθηκε κρατούσε κάτι τυλιγμένο μέσα σε σελοφάν.
«Ορίστε, κύριε Έβανς.»
Ο Φρανκ το πήρε, το έριξε μέσα στην τσέπη του παλτού του και βγήκε έξω. Ήταν μια δροσερή φθινοπωρινή νύχτα και περπάτησε το δρόμο προς τα δυτικά. Σταμάτησε σ’ ένα στενό και προχώρησε προς τα κει. Έβαλε το χέρι την τσέπη του παλτού, έβγαλε το τυλιγμένο πράγμα και το ξετύλιξε. Έμοιαζε με τυρί. Μύριζε σαν τυρί. Δάγκωσε ένα κομμάτι. Είχε γεύση τυριού. Το έφαγε όλο, και μετά βγήκε απ’ το στενό και περπάτησε στο δρόμο πάλι.
Σταμάτησε στο πρώτο σινεμά που βρήκε, αγόρασε ένα εισιτήριο και προχώρησε στη σκοτεινή αίθουσα. Κάθισε σε μια θέση πίσω-πίσω. Δεν υπήρχε πολύς κόσμος. Το μέρος μύριζε κάτουρο. Οι γυναίκες στο πανί του κινηματογράφου ήταν ντυμένες με ρούχα της δεκαετίας του 20 και οι άντρες είχαν βάλει βαζελίνη στα μαλλιά τους και τα είχαν χτενίσει προς τα πίσω. Οι μύτες τους φαίνονταν τεράστιες, κι επίσης οι άντρες έμοιαζαν σαν να φοράνε μέικ-απ κάτω απ’ τα μάτια τους. Η ταινία ήταν βουβή. Μόνο λέξεις εμφανίζονταν: Η ΜΠΛΑΝΣ ΗΤΑΝ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΛΗ. Ένας άντρας με λαδωμένα, ίσια μαλλιά έδωσε στη Μπλανς να πιει από ένα μπουκάλι τζιν. Η Μπλανς φάνηκε να μεθάει. Η ΜΠΛΑΝΣ ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΖΑΛΙΖΕΤΑΙ. ΞΑΦΝΙΚΑ, ΤΗ ΦΙΛΗΣΕ!
Ο Φρανκ κοίταξε γύρω του. Παντού εμφανίζονταν κεφάλια να πηγαίνουν πάνω-κάτω. Δεν υπήρχαν καθόλου γυναίκες στην αίθουσα. Έμοιαζε λες και οι τύποι τσιμπούκωναν ο ένας τον άλλο. Του ‘διναν να καταλάβει. Ακούραστοι. Αυτοί που κάθονταν μόνοι τους φαίνονταν σαν να τραβάνε μαλακία. Το τυρί ήταν καλό. Μακάρι ο ρεσεψιονίστ να του χε δώσει λίγο παραπάνω.
ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΓΔΥΝΕΙ ΤΗΝ ΜΠΛΑΝΣ.
Και κάθε φορά που κοιτούσε γύρω του, ένας τύπος πλησίαζε όλο και πιο κοντά του. Όποτε ο Φρανκ γύριζε το κεφάλι του να δει την ταινία, ο τύπος μετακινούνταν δυο ή τρεις θέσεις πιο κοντά.
ΕΚΑΝΕ ΕΡΩΤΑ ΣΤΗ ΜΠΛΑΝΣ ΟΤΑΝ ΕΚΕΙΝΗ ΗΤΑΝ ΑΒΟΗΘΗΤΑ ΝΑΡΚΩΜΕΝΗ.
Κοίταξε πάλι. Ο τύπος ήταν μόλις τρεις θέσεις μακριά. Ανάσαινε βαριά. Και μετά βρισκόταν στη διπλανή θέση.
«Ω, γαμώτο!» είπε ο τύπος. «Ω, γαμώτο μου, ωωω, ωωω, ωωωωω. Α, α! Άιιιι! Ωχ!»
ΟΤΑΝ Η ΜΠΛΑΝΣ ΞΥΠΝΗΣΕ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ, ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΕ ΠΩΣ ΕΙΧΕ ΒΙΑΣΤΕΙ.
Ο τύπος βρωμούσε λες και δεν είχε σκουπίσει ποτέ τον κώλο του. Έσκυψε προς τη μεριά του, σταγόνες σάλιου έτρεχαν απ’ τις άκρες του στόματός του.
Ο Φρανκ άνοιξε το σουγιά του.
«Πρόσεχε!» του είπε. «Αν πλησιάσεις λίγο ακόμα μπορεί να χτυπήσεις.»
«Ω, θεέ μου!» είπε ο τύπος. Σηκώθηκε και έτρεξε κάτω στο διάδρομο, και μετά γρήγορα στη μπροστινή σειρά. Δυο τύποι του δίνανε να καταλάβει. Ο ένας τραβούσε μαλακία στον άλλον, καθώς ο δεύτερος του παιρνε πίπα. Ο τύπος που ενοχλούσε τον Φρανκ κάθισε εκεί δίπλα να τους παρακολουθήσει.
ΛΙΓΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, Η ΜΠΛΑΝΣ ΔΟΥΛΕΥΕ ΣΕ ΟΙΚΟ ΑΝΟΧΗΣ.
Και μετά, ο Φρανκ ήθελε να κατουρήσει. Σηκώθηκε και προχώρησε προς την πινακίδα: Άντρων. Μπήκε μέσα. Πραγματικά βρωμούσε το μέρος. Ξερόβηξε, άνοιξε την πόρτα της τουαλέτας, προχώρησε μέσα. Έβγαλε έξω το πουλί του κι άρχισε να κατουράει. Μετά άκουσε φασαρία.
«Ωωωωω, ωωωωω, βρωμιάρη!» είπε κάποιος. «Ωωω, σατανικέ πούστη!»
Άκουσε τον τύπο να κόβει ένα κομμάτι κωλόχαρτο και να σκουπίζει το πρόσωπό του. Μετά, άρχισε να κλαίει. Ο Φρανκ βγήκε απ’ την τουαλέτα κι έπλυνε τα χέρια του. Δεν ήθελε να δει άλλο την ταινία. Και μετά βγήκε στο δρόμο, στο δρόμο για το ξενοδοχείο. Και μετά βρισκόταν στο λόμπι. Ο ρεσεψιονίστ του έκανε νόημα.
«Ναι;» ρώτησε ο Φρανκ.
«Κοιτάχτε, κύριε Έβανς, ζητώ συγγνώμη. Απλώς αστειευόμουν.»
«Για ποιο πράγμα;»
«Ξέρετε.»
«Όχι, δεν ξέρω.»
«Για το… Για το ότι χάνετε το μυαλό σας. Πίνω πολύ τελευταία, ξέρετε. Μην το πείτε σε κανέναν γιατί θα χάσω τη δουλειά μου. Αλλά πίνω. Το ξέρω ότι δεν χάνετε το μυαλό σας, απλά έκανα ένα αστείο.»
«Κι όμως, το χάνω το μυαλό μου,» έκανε ο Φρανκ, «κι ευχαριστώ για το τυρί.»
Μετά έστριψε κι ανέβηκε τη σκάλα. Όταν έφτασε στο δωμάτιο του, κάθισε στο γραφείο. Έβγαλε το σουγιά, τον άνοιξε, κοίταξε τη λεπίδα. Ήταν πολύ καλά ακονισμένη από τη μια μεριά. Θα μπορούσε να σκίσει σάρκα. Έκλεισε το σουγιά και τον έβαλε πίσω στην τσέπη του. Και μετά βρήκε χαρτί και μολύβι κι άρχισε να γράφει.
«Αγαπητή μητέρα,
Αυτή είναι μια διαβολική πόλη. Ο Διάβολος κάνει κουμάντο. Το σεξ είναι παντού και δεν χρησιμοποιείται ως όργανο της Ομορφιάς, όπως ο Θεός το όρισε, αλλά ως όργανο του Κακού. Ναι, σίγουρα, έπεσε στα χέρια του Διαβόλου, στα χέρια του Κακού. Νεαρά κορίτσια πιέζονται να πιουν τζιν, και μετά διακορεύονται απ’ αυτά τα τέρατα και οδηγούνται σε οίκους ανοχής. Είναι φρικτό. Είναι απίστευτο. Η καρδιά μου σπαράζει.
Προχώρησα κατά μήκος της ακτής εχθές. Όχι κατά μήκος της ακτής ακριβώς, αλλά από πάνω, από τις κορυφές των γκρεμών, και μετά σταμάτησα και ξαπόστασα, ανασαίνοντας την Ομορφιά. Η θάλασσα, ο ουρανός, η άμμος. H ζωή έγινε η Αιώνια Ευτυχία. Και μετά συνέβη το πιο απίστευτο πράγμα. Τρεις μικροί σκίουροι με είδαν από χαμηλά και σκαρφάλωσαν στο γκρεμό. Είδα τις μικρές φατσούλες τους να μου ρίχνουνε ματιές πίσω απ’ τους βράχους καθώς ανέβαιναν προς το μέρος μου. Τελικά έφτασαν στα πόδια μου. Κοίταξαν στα μάτια μου. Ποτέ, μητέρα, ποτέ δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφα μάτια – ανέγγιχτα από την αμαρτία: όλος ο ουρανός, όλη η θάλασσα, όλη η Αιωνιότητα ήταν μέσα σε κείνα τα μάτια. Τελικά σηκώθηκα και…»
Κάποιος χτυπούσε την πόρτα. Ο Φρανκ σηκώθηκε, προχώρησε και άνοιξε. Ήταν ο ρεσεψιονίστ.
«Κύριε Έβανς, συγγνώμη, πρέπει να σας μιλήσω.»
«Μίλα μου.»
Ο ρεσεψιονίστ έκλεισε την πόρτα και στάθηκε μπροστά στον Φρανκ. Ο ρεσεψιονίστ βρώμαγε κρασί.
«Κύριε Έβανς, παρακαλώ μην πείτε τίποτα στη διεύθυνση για την παρεξήγηση μας.»
«Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς.»
«Είστε σπουδαίος τύπος, κύριε Έβανς. Ξέρετε, τελευταία πίνω πολύ.»
«Σε συγχωρώ. Άντε, πήγαινε.»
«Κύριε Έβανς, υπάρχει κάτι που πρέπει να σας πω.»
«Εντάξει. Τι;»
«Είμαι ερωτευμένος μαζί σας, κύριε Έβανς.»
«Α, εννοείς με το πνεύμα μου, έτσι, αγόρι μου;»
«Όχι, με το σώμα σας, κύριε Έβανς.»
«Πώς;»
«Με το σώμα σας, κύριε Έβανς. Παρακαλώ μην προσβληθείτε, αλλά θέλω να με ξεσκίσετε.
ΞΕΣΚΙΣΤΕ ΜΕ, κύριε Έβανς! Μ’ έχει ξεσκίσει το μισό ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών! Αυτά τα αγόρια ξέρουν καλύτερα, κύριε Έβανς. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από μια καθαρή κωλοτρυπίδα!»
«Φύγε απ’ το δωμάτιό μου αμέσως.»
Ο ρεσεψιονίστ γράπωσε το λαιμό του Φρανκ, και μετά το στόμα του ήταν στο δικό του. Το στόμα του ρεσεψιονίστ ήταν πολύ υγρό και κρύο, βρωμούσε. Ο Φρανκ τον έσπρωξε μακριά.
«Σιχαμένε μπάσταρδε! ΜΕ ΦΙΛΗΣΕΣ!»
«Σ’ αγαπώ, κύριε Έβανς!»
«Σιχαμένο γουρούνι!»
Ο Φρανκ άρπαξε το σουγιά, τον άνοιξε, η λεπίδα πετάχτηκε έξω και την κάρφωσε στο στομάχι του ρεσεψιονίστ. Μετά την τράβηξε πίσω.
«Κύριε Έβανς – ω θεέ μου.»
Ο ρεσεψιονίστ έπεσε στο πάτωμα. Κρατούσε την πληγή και με τα δυο του χέρια για να σταματήσει την αιμορραγία.
«Μπάσταρδε! ΜΕ ΦΙΛΗΣΕΣ!»
Ο Φρανκ έσκυψε κάτω και ξεκούμπωσε το παντελόνι του ρεσεψιονίστ. Μετά έπιασε το πουλί του, το τράβηξε προς το μέρος του και το έκοψε λίγο πιο κάτω απ’ τη μέση.
«Ω θεέ μου, θεέ μου, θεέ μου,» είπε ο ρεσεψιονίστ.
Ο Φρανκ περπάτησε μέχρι το μπάνιο, και πέταξε το πράμα στην τουαλέτα. Μετά τράβηξε το καζανάκι. Και μετά έπλυνε τα χέρια του πολύ καλά με νερό και σαπούνι. Βγήκε έξω, ξανακάθισε στο γραφείο. Έπιασε το μολύβι.
«αυτά έτρεξαν μακριά, αλλά εγώ είχα δει την Αιωνιότητα.
Μητέρα, πρέπει να φύγω απ’ αυτή την πόλη, απ’ αυτό το ξενοδοχείο – ο Διάβολος κάνει κουμάντο σχεδόν σε κάθε σώμα. Θα σου γράψω ξανά απ’ την επόμενη πόλη – ίσως το Σαν Φρανσίσκο, το Πόρτλαντ ή το Σιάτλ. Θέλω να μετακομίσω βόρεια. Σε σκέφτομαι συνέχεια κι ελπίζω να είσαι υγιής κι ευτυχισμένη, κι ο Θεός να είναι μαζί σου.
Με αγάπη,
Ο γιός σου,
Φρανκ»
Έγραψε τη διεύθυνση στο φάκελο, τον σφράγισε, κόλλησε ένα γραμματόσημο και μετά προχώρησε και τον έβαλε στην εσωτερική τσέπη του παλτού του, που κρεμόταν στην ντουλάπα. Έπιασε μια βαλίτσα, την ακούμπησε στο κρεβάτι, κι άρχισε να πακετάρει.
μετάφραση: Άλεξ Κοάν