Πώς θα γλυτώσω απ’αυτήν την αυτοκτονία
πώς θα διώξω το φθινόπωρο απ’τα μαλλιά του νεκρού;
Πότε θα σταματήσει ο ανεμιστήρας οροφής να γεννάει οράματα,
πότε θα σκοτώσω τον τσαρλατάνο που με παρακολουθεί;
Κάποτε με ποδοπατήσαν άλογα σε ‘κεινο το χωράφι:
είναι το 1920 και ο επαναστατημένος θάνατος
ιππεύει
ιππεύει
ιππεύει και ο ήλιος καίγεται απ’το ήλιο
και ‘γω αναφωνώ
μαύρη τρυφερότητα!
Πώς θα ξεφύγω από αυτήν την αυτοκτονία λοιπόν,
που θα κρύψω τον νεκρό απ’την βροχή;
Η ποίηση μου ήταν διαβασμένη
απ’τις χήρες και απ’τα ορφανά
ήρθε μέσα σ’ένα φέρετρο που βούλιαξε στην λίμνη: και ήταν αστροφεγγιά,
και ήταν μεσημέρι
και ήταν η Γη της Επαγγελίας ποτισμένη στο αίμα:
και ήταν τα ματιά της νύχτας πάνω στα δικά μου ματιά.
Πώς θα ξεφύγω απ’το βροχερό παρόν, λοιπόν, ρωτάω,
εγώ που κρύφτηκα σαν δειλός στην μήτρα της ανάμνησης:
κίτρινο δέντρο – απογευματινό αεράκι – η αδερφή μου κοιμάται στο γρασίδι – Νοέμβριος – η μητέρα μου περπατάει στην αμμουδιά μιας παραλίας-
έρχεται η σύγκρουση, αγάπες μου
ο διαχωρισμός εκατοντάδων χιλιάδων
οι ικεσίες
η κοιλάδα που χάθηκε στα μνήματα
πατροκτόνοι
μαύροι
εξαντλημένοι!
Λοιπόν, είναι θάρρος ή είναι λιγοψυχία, όταν πρέπει να ουρλιάζω σαν τρελός.
έτοιμος να χάσω το κεφάλι μου
απ΄τους δήμιους που φιλοξενώ στο σπίτι μου,
όταν πρέπει να γλυτώσω απ’αυτήν την αυτοκτονία
που γράφει αυτές τις λέξεις,
είναι ο αποχαιρετισμός στην αποβάθρα και το τρένο για τα δυτικά
που αναχωρεί γεμάτο τρόμο;
ΜΗ ΞΕΧΑΣΕΤΕ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΜΑΣ – ΔΩΣΤΕ ΦΙΛΙΑ ΣΤΑ ΜΕΤΩΠΑ ΤΟΥΣ
ΑΥΤΟ ΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ ΜΑΣ ΔΩΘΗΚΕ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕ