Απ’ τον ιδρώτα των περαστικών
φτιάξαμε ένα ρυάκι
μες στην πλατεία Ομονοίας,
και γύρω του, στην τσιμεντένια ακτή,
μαζεύτηκαν λουόμενοι
και κάναν μακροβούτια.
Χωνάκι παγωτό
ρέει κρεμώδες σ’ ένα τρίχινο πηγούνι,
κι ένα καβούρι απ’ το Σχινιά
τσιμπάει μανιωδώς
τα κωλομέρια των πρεζέων.
Αεράκι ζουμερό,
μαύρο απ’ τις εξατμίσεις,
φύσα λίγο γαμώτο σου,
φύσα μπας και φύγει η μπόχα από δω
και πάει σε καμιάν άλλη συνοικία.
-Φίλε, μήπως έχεις πέντε ευρώ
να πάρω έναν ανεμιστήρα;
-Όχι, φίλε, σόρρυ,
αλλά άμα θες έχω μισό τζικάκι.
Εργάτες ταΐζουνε με τούβλα και μπετό
τα μίζερα και άπληστα
στόματα αυτής της πόλης,
και στο Πεδίον κυκλοφορούνε τόπλες
και χαρμάνηδες οι μενζ,
κι αφού δεν έχουνε να πιούνε σταφ,
σπάνε και ρουφάν γραμμές
με σκόνη απ’ τη Σαχάρα.
Έλα, εντάξει, άραξε,
κάνε ένα κρύο μπάνιο,
ζήτα λίγο πάγο από την καφετέρια,
τρίψτον στο βρωμερό σου στέρνο
και στο ηλιοκαμένο κούτελο σου,
στρίψε κι όσο περιμένεις στη στάση το αστικό
ένα δροσιστικό τσιγαράκι του Αυγούστου,
και προπάντων θυμήσου, φίλε μου,
να φας τη γρανίτα σου πριν λιώσει.
(Άλεξ Κοάν)
One thought