Ούτε που είχα πουθενά να βασίσω την καλή μου διάθεση, μα παρόλα αυτά την είχα. Κατέβαινα τον κεντρικό δρόμο της γειτονιάς μου κι αισθανόμουν ωραία, είχα την πλειοψηφία των χαμένων κιλών του χειμώνα, ακόμα χαμένα κι έτσι μπορούσα να φορέσω κάνα κοντομάνικο πουκάμισο της προκοπής. Ο κόσμος έβραζε στους 38 βαθμούς κελσίου και η κίνηση μου να το φορέσω ήταν το λιγότερο αυτοκτονική, αλλά ο κόσμος πάντα βράζει κάτι, σκόνες ή ανθρώπους, εγώ όμως δεν έχω πάντα την ευκαιρία να φορέσω πουκάμισο. Την εκμεταλλεύτηκα λοιπόν κι ας έσταζε απ’ την πρώτη στιγμή που άφησα την θαλπωρή του σπιτιού ο ιδρώτας απ’ το μέτωπο μου.
«Καλημέρα σας», είπα στην κυρία Μ. την 80χρονη γειτόνισσα μου. Δεν μου απάντησε. Μου κρατούσε μουτράκια ακόμα επειδή κάτι βδομάδες πριν, στα πλαίσια ενός αθώου αστείου, τέσσερεις φίλες μου φεύγοντας το πρωί απ’ το σπίτι μου της είπαν καλημέρα ταυτόχρονα με εμένα, μα αυτή, που δεν έβλεπε συχνά να φεύγουν γκρουπ κορασίδων απ’ το σπίτι μου, σχεδόν λιποθύμησε. Επέλεξα να κάνω υπομονή και να αφήσω το χρόνο να γιάνει τις πληγές της σχέσης μου με την κυρία Μ. Ήταν κι αυτή υπερβολική άλλωστε, στην πραγματικότητα πιο πολύ στεναχωρήθηκα εγώ που μονάχα στα πλαίσια αστείου θα μπορούσαν τέσσερεις γυναίκες να έρθουν σπίτι μου με πονηρούς σκοπούς παρά αυτή για την ηθική κατάπτωση της γειτονιάς.
Πρώτη στάση το τοπικό φαρμακείο. Η πρώτη δουλειά απ’ τις πολλές εκείνης της μέρας. Είχα να πάρω τα φάρμακα για την διπολική και την κατάθλιψη μου, ούτε που ήξερα αν με βοηθάγανε πια και έτσι τον προηγούμενο μήνα δεν πήγα ποτέ να εξαργυρώσω το μαγικό χαρτάκι του γιατρού μου. Μια απ’ τις πολλές κινήσεις για την εξοικονόμηση χρημάτων, αφού δε συγκατοικούσα πια με τους δικούς μου. Δεν γλύτωσα όμως παρά μονάχα είκοσι ευρώ και μου φάνηκε ανεύθυνο να ρισκάρω για ένα τέτοιο ποσό την υγεία μου. Επομένως τον επόμενο μήνα, Ιούλης στο όνομα, αντικατέστησα τα ψώνια του νοικοκυριού με μακαρόνια, μακαρόνια και μακαρόνια και αποφάσισα να αγοράσω κανονικά τα φάρμακα.
Καθώς πλήρωνα λοιπόν τα φάρμακα μου, Wellbutrin και Jadix, και έλεγα «Ευχαριστώ!» στον ιδιοκτήτη και υπάλληλο που με κοίταζε με ένα κάποιο ύφος λύπησης (ήμουν άνεργος, άφραγκος, άσχημος κι ο πατέρας μου είχε καρκίνο).
Σκεφτόμουν πως το φετινό καλοκαίρι είχε κάποιες προοπτικές, μα παρόλα αυτά ήταν ακόμα ένα πρεζοκαλόκαιρο. Τα τελευταία τρία καλοκαίρια δεν είχα σταυρώσει ούτε μια ήσυχη στιγμή, ούτε εγώ, ούτε οι παρέες μου. Χρήματα λίγα αλλά παρόλα αυτά πάντα τα βρίσκαμε για αλκοόλ και άλλα, πιο πονηρά πράγματα. Καβγάδες για τους πλέον ηλίθιους λόγους και αμήχανες σιωπές εκεί που όλα γύρω μας εκλιπαρούσαν για δράση. Είδα φίλους κι άτομα του ευρύτερου κύκλου να ξεκινάνε την πρέζα αυτά τα καλοκαίρια και να ορκίζονται πως θα πεθάνουν. Κι άλλους να κοπανάνε το κεφάλι τους στον τοίχο τελείως νηφάλιοι και να ορκίζονται πως τέλειωσε για αυτούς πάει ως εδώ ήταν.
«Γεια σας» έγνεψα στον φαρμακοποιό. «Γεια σου Διονύση» με αποχαιρέτησε κι αυτός που με ήξερε από μικρό παιδί, πλέον πλησίαζα επικίνδυνα στα τριάντα.
Αυτό το καλοκαίρι έμοιαζε να πηγαίνει όπως τα προηγούμενα.
Περίμενα στη στάση του λεωφορείου. Δεν άργησε να περάσει. Σύντομα θα ήμουν στη μπλε γραμμή. Κατευθυνόμουν προς Εξάρχεια. Είχα μια αγορά να κάνω σε ένα τοπικό κατάστημα.
Φέτος λοιπόν τα πράγματα είχαν ως εξής. Ήμουν και τυπικά αποτυχημένος συγγραφέας. Όχι απλά η νουβέλα που είχα γράψει με τίτλο, ΒΡΕ ΔΕΝ ΕΙΠΑΜΕ ΝΑ ΜΗ ΤΑ ΠΙΕΙΣ ΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ; είχε απορριφθεί από όλους τους εκδοτικούς που την είχα στείλει (αποσπώντας τα χείριστα σχόλια), αλλά επιπλέον είχα καταφέρει σύμφωνα με αξιόπιστους σχολιαστές-αναγνώστες να ερωτευτώ βαθιά μεν, πλατωνικά δε, ένα άτομο της νουβέλας ή μάλλον πιο σωστά ένα άτομο πάνω στο όποιο βασίστηκε μια χαρακτήρας της νουβέλας. Η ευκαιρία για να το εκφράσω δεν άργησε να βρεθεί, ένας καθηγητής απ’ το μεταπτυχιακό μου πρότεινε να του παραδώσω την εργασία που του χρώσταγα σε μια πόλη της επαρχίας όπου έκανε διακοπές. Κατά σύμπτωση εκεί παραθέριζε και το εν’ λόγω πρόσωπο. Με λίγη ενθάρρυνση από μια φίλη έφτιαξα τις βαλίτσες μου και πήγα. Τελικός απολογισμός: Δεν έγινε τίποτα, ο καθηγητής έχασε την εργασία και εγώ έχασα ένα σπάνιο, πανάκριβο βιβλίο στο ΚΤΕΛ.
Είχα παράλληλα τον αρσενικό μου γονιό με καρκίνο, να κάνει διακοπές μαζί με τον θηλυκό μακριά μου. Αυτό απ’ τη μία με γέμιζε τύψεις, απ’ την άλλη μου έδινε απόλυτη ελευθερία για μήνες. Το μόνο που ήθελα ήταν η οικονομική ανεξαρτησία για να απαλλαγώ απ’ τις πρώτες. Η ευκαιρία δεν άργησε να βρεθεί.
***
Ήμουν ο μοναδικός που περπατούσε στη Στουρνάρη όταν έφτασα. Ήταν πρωί ακόμα και οι Εξαρχειώτες δεν είχαν βγει να μολύνουν την γη με την ύπαρξη τους. Τους λάτρευα φυσικά, απλά μάλλον είναι στη μοίρα οποιοδήποτε περάσει πολλά χρόνια σαπίλας στα Εξάρχεια να αποκτήσει έντονη αντιδραστικότητα απέναντι τους.
Περπατούσα μόνος λοιπόν, η πρώην μου θα έλεγε πως κωλογούσταρα τη ζωή μου, πως κωλογουστάρω γενικά σε οτιδήποτε καταλήγω να το κάνω μόνος μου, πως έχω εμμονή με το να ξεχωρίζω. Φυσικά αυτό δεν ισχύει. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Έχω εμμονή με το να κρύβομαι αρκετά καλά μέσα στον κόσμο ώστε να μην ξεχωρίζω ούτε με την αρνητική ούτε με τη θετική έννοια. Όπως και να έχει, απ’ το μαγαζί στη Στουρνάρη αγόρασα τρία βιβλία που μέσα τους είχαν καλά κρυμμένα το καθένα από ένα μικρό χρηματοκιβώτιο και ένα φλασάκι.
Τι τα ήθελα; Πήρα την τσάντα στο χέρι και κατηφόρισα προς μετρό Ομόνοια με σκοπό να κατευθυνθώ προς Συγγρού Φιξ. Στόχος μου ήταν να παραγγείλω μερικά γραμμάρια MDMA μέσω internet από έναν παλαβό Κινέζο αντιφρονούντα, καπιταλιστικό γουρούνι δηλαδή που πάντως ήξερε από ντρόγκια, με τον οποίο επικοινωνούσα μέσω e-mail. Το είχαμε καταφέρει ήδη δύο φορές και με τα λεφτά που έβγαλα μπορούσα να κάνω τώρα μια καλύτερη παραγγελία. Έπαιρνα ένα ρίσκο ναι το ήξερα. Μα στη Συγγρού υπήρχε atm για bitcoin που μπορούσες να τα αγοράσεις ανώνυμα.
Κατέβαινα Συγγρού και έψαχνα το atm (που τελικά ήταν σε ένα μικρό δωματιάκι 1χ1) και θυμόμουν όλα τα ηλίθια σκηνικά που μας είχαν τύχει αυτά τα χρόνια με τα ναρκωτικά. Το πενήντα ευρώ που είχαν ψειρίσει εκείνα τα ζάκια απ’ τον Μανώλη, τις εκδρομές μας στο Πεδίον του Άρεως και στο Μενίδι, τα σύνδρομα σεροτονίνης που είχε πάθει από το έκστασυ ο Νομικός, την πρεζούλα που έπινε ο Χρήστος και τα σχετικά ποιήματα που είχαμε γράψει μαζί. Πόσες ιστορίες να διηγηθεί κανείς. Και μέσα σε αυτά, τον παραλίγο θάνατο μου από συνθετική κάνναβη τις προάλλες. Ό,τι πιο γελοίο. Αν τα γράψω όλα αυτά ποτέ σε ιστορίες οι οποίες ενσωματωθούν σε κάποια στήλη το συμπέρασμα θα είναι: Ποτέ συνθετική κάνναβη παιδιά. Προσπαθήστε να πείτε όχι σε όλα τα ναρκωτικά, αλλά αν αποτύχετε, τουλάχιστον πείτε όχι σε αυτό το διάολο. Δε σας λένε ψέματα ότι σκοτώνει. Σκοτώνει όντως.
Αγόρασα τα bitcoins και γύρισα χαρούμενος στο σταθμό έτοιμος να πάρω το δρόμο για το σπίτι και να κάνω την παραγγελία μου. Μπορεί να απέτυχα σα συγγραφέας αλλά θα πετύχαινα εκεί.
Ξάφνου όμως, διαπίστωσα πως κάτι έλειπε. «Σκατά!» σκέφτηκα, «Κουράδες!» ξαναείπα. Είχα ξεχάσει τα φάρμακα μου δίπλα στο ΑΤΜ. Δεν ήταν και πολύ μακριά. Με βαριά καρδιά αποφάσισα να γυρίσω πίσω μπας και τα βρω στη θέση τους. Σε δέκα λεπτά ήμουν εκεί και ΝΑΙ! Η σακούλα του φαρμακείου ήταν εκεί με τα φάρμακα στη θέση τους. Μόνο τα Jadix ήταν ανοιγμένα.
Κάποιος είχε βγάλει έξω το κουτί με τις οδηγίες και είχε ψάξει αν έχουν κάποια παρενέργεια που τον ενδιαφέρει. Προφανώς όμως απογοητεύτηκε και τα άφησε στη θέση τους. Παραήμουν φυσιολογικός ασθενής για τα γούστα του.
«Έντιμος» σχολίασα. Και το πίστευα. Εγώ θα τα βούταγα και θα έψαχνα στο μετρό αν τα χρειάζομαι ή όχι.
Άνοιξα τα Jadix, έκοψα μια καρτέλα και την άφησα δίπλα στο ΑΤΜ.
Προσπαθώντας πιθανότατα να σώσω ένα κάρμα
που πήγαινε σκατά, χρόνια τώρα.
(Φώντας Φ.)