Φαγούρα 4: Ένας χωρισμός που έγινε

Μου είχε τελειώσει το σπιντ μα μου είχαν μείνει τα κουσούρια της παρατεταμένης χρήσης του. Έτρεμα, δεν μπορούσα να ακούσω σε φωνές σε μεγαλύτερη ένταση από ψιθύρου γιατί φρίκαρα και φοβόμουν τους ανθρώπους ή έβγαζα τρελά νεύρα μαζί τους. Είχα νευρικά τικ και γενικώς ήμουν για πέταμα. Όταν υποχώρησαν αυτά τα συμπτώματα, έπεσα στο κρεβάτι και δε σηκωνόμουν για τίποτα. Διονύσης Ρακόπουλος. Γεννημένος το 1989 και συγγραφέας. Ότι πιο παραγωγικό και χρήσιμο έχετε γνωρίσει ποτέ μετά από έναν δονητή στη μέση της ερήμου.
Τέλος πάντων έμενα μόνος μου τότε παρέα με τη γάτα μου. Οι γονείς μου είχαν φύγει διακοπές. Κάθε πρωί σηκωνόμουν, πήγαινα μέχρι το φούρνο έπαιρνα ένα καρβέλι ψωμί, γύριζα σπίτι το έτρωγα και ξανακοιμόμουν. Όταν ξύπναγα παράγγελνα σουβλάκια τα έτρωγα και κοιμόμουν, και κάπως έτσι κυλούσαν οι μέρες μου.
Στα ενδιάμεσα όλων αυτών είχα στο νου μου το γατί μου. Η Λίμα ήταν ένα υπέροχο τριχρωμέ πλασματάκι που στην αρχή φιλοξενούσα δοκιμαστικά. Είχε ουρά και ψυχή διαβόλου, έχεζε έξω απ’ τη σκάφη της, έσκιζε τα κουτιά απ’ τα μακαρόνια και τα σκόρπαγε κάτω, κατουρούσε στο κρεβάτι μου και όταν είχα ακόμα σπιντ, μου είχε ρίξει δυο-τρεις γραμμές κάτω. Αφού δε τη σκότωσα τότε, αποφάσισα πως θα ήταν η δικιά μου γάτα και εγώ το αφεντικό της και έκτοτε της τα συγχωρούσα όλα, παίζαμε λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, την τάιζα και τα σχετικά. Και μπορεί να μην ήμουν ο καλύτερος ιδιοκτήτης, αλλά οι μόνες φορές που έβγαινα απ’ το σπίτι πλην των βασικών μου αναγκών ήταν για την τροφή και την άμμο της.
Πέρναγε ο καιρός λοιπόν, η παρακμή άπλωνε τα σκοτάδια της πάνω μου και εγώ δεν έδινα δεκάρα, ίσως ήμουν, είχα αρχίσει να το σκέφτομαι όντως, πάρα πολύ άρρωστος και έπρεπε να δω έναν γιατρό να μου γράψει τίποτα. Μα η ιδέα ότι θα έπρεπε να κόψω τα ναρκωτικά για πάντα με τρομοκρατούσε και δεν ήθελα να πάω σε γιατρό, έτσι το καθυστερούσα. Με τα πολλά, μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο και όλως περιέργως το σήκωσα.
«Νιάου!», ακούστηκε η φωνή της Χριστίνας.
Η Χριστίνα ήταν, όχι γάτα αλλά κοπέλα. Ωστόσο ήταν, υποτίθεται, η δικιά μου κοπέλα. Τα είχαμε από απόσταση, αυτή έμενε σε ένα χωριό χωρίς ρεύμα και γάλα στη Μακεδονία και εγώ σε μια βλαχοπλούσια περιοχή της Αθήνας, στα βόρεια προάστια. Οι καταβολές μας αυτές μας είχαν ταιριάξει, βρεθήκαμε έγινε το κακό, άρχισαν οι έρωτες, οι γκρίνιες, οι αγάπες, οι ζήλιες, η ευτυχία και η φρίκη. Όλη αυτή η γνωστή ιστορία που ταλανίζει τον άνθρωπο από γεννησιμιού του σε αυτόν τον πλανήτη.
«Μιάου», νιαούρισα και εγώ «Τι κάνεις μωρό μου;»
«Καλά! Μάντεψε;»
«Μου αγόρασες…»
«Δεν έχει να κάνει με ναρκωτικά»
Απογοητεύτηκα. Δεν ήταν η πρώτη φορά σε αυτή τη σχέση.
«Μμμμ», έκανα τάχα ότι σκέφτομαι, είχα βαρεθεί ήδη.
«Έρχομαι να σε δωωωωωωωωω», τσίριξε η Χριστίνα.
«Α ωραία, πότε με το καλό;»
«Το Σάββατο, μα δε χαίρεσαι;»
«Ναι φυσικά και χαίρομ…»
«Το λες πολύ αδιάφορα»
«Εεε, μισό να βιντεοσκοπήσω τις τούμπες που κάνω και να στις στείλω στο skype»
«Καλά Διονύση, τα λέμε», είπε και το κλείσε.
Μάλλον θα ερχόταν.
Ξεκίνησα λοιπόν και εγώ να καθαρίζω το σπίτι. Δεν ήταν εύκολο. Παντού μακαρόνια, σκατά, τρίχες και κυρίως κατάθλιψη. Έχετε καθαρίσει ποτέ σπίτι με κατάθλιψη; Οι σχετικά φυσιολογικοί –και άρα οι πιο ψυχοπαθείς- άνθρωποι εκεί έξω δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει να ζητάς από έναν καταθλιπτικό να καθαρίσει τα πιάτα. Η κατάθλιψη, η απόγνωση για τη ζωή, μετατρέπει απαραίτητα και ευχάριστα πράγματα σε αδιάφορα και μίζερα, άρα φανταστείτε τι κάνει στα πράγματα που είναι έτσι κι αλλιώς αδιάφορα και μίζερα.
Παρόλα αυτά μάζεψα λίγο, όπως-όπως βέβαια γιατί δεν ήμουν και για πολλά. Σκέφτηκα να μαγειρέψω κάτι να την περιμένει, μετά σκέφτηκα, άμα πεινάει θα παραγγείλουμε.
Έφτασε χαρούμενη βραδάκι Σαββάτου, εγώ που εκείνη τη στιγμή έβαζα ήχους για γάτες να παίζουν στον υπολογιστή για να τρομάξω τη Λίμα, διέκοψα με λύπη αυτή την ασχολία, που ήταν ότι πιο ευτυχισμένο είχα κάνει για μέρες για να της ανοίξω και να κουβαλήσω τις βαλίτσες της. Αγκαλιές και φιλάκια και όρκοι για αιώνια αγάπη. Αλλά για να είμαι δίκαιος είχε κωλάρα. «Θεέ μου τι κώλος είναι αυτός. Πάπαπαπα, μακάρι να με παντρευτεί κάποτε.» σκέφτηκα και παραλίγο να με πιάσουν τα νευτικά τικ του σπιντ πάλι. Εκείνο το βράδυ λοιπόν παίξαμε με τη γάτα και φάγαμε μπέργκερ, σεξ δεν κάναμε είχε περίοδο. Τι έκπληξη.
Πέσαμε στο κρεβάτι.
«Βρωμάει εδώ», μου είπε.
«Ναι», απάντησα.
«Θεέ μου, έχει κατουρήσει η γάτα!».
«Όχι», απάντησα πάλι.
«Τότε κατούρησες εσύ».
«Δε νομίζω».
«Εγώ εδώ δεν κοιμάμαι, να αλλάξεις σεντόνια και κουβέρτες».
Τι θα κάνατε στη θέση μου; Ότι έκανα και εγώ. Σηκώθηκα, άλλαξα σεντόνια και κουβέρτες και διάλεξα μια υπέροχη μικρή ροζ κουβερτούλα για μένα, ουδέν κακόν αμιγές καλού.
«Αυτοί οι λεκέδες στο μαξιλάρι;» με ρώτησε
«Ναι ξύπνησα ένα πρωί και νόμιζα ότι το γατί είχε ξεράσει, γιατί βρήκα εμετό και σε άλλα μέρη του σπιτιού»
«Αλλά δεν ήταν της γάτας;»
«Όχι ήταν δικά μου, δηλαδή μπορεί να μπήκε και κανένας ανώμαλος στο σπίτι και να ξέρναγε από πάνω μου, πάντως νομίζω πως είναι δικά μου»
«Τι θα πει νομίζω;»
«Θα πει ότι δε με θυμάμαι να ξερνάω ούτε να σηκώνομαι ούτε να πίνω αλκοόλ ούτε ναρκωτικά ούτε να τρώω μέχρι σκασμού ούτε να βάζω δάχτυλο» είπα με ταχύτητα.
«Είσαι με τα καλά σου;»
«Έλα άραξε έχει στεγνώσει» απάντησα.
Κοιμηθήκαμε αγκαλιά. Είχε όντως στεγνώσει.
Την άλλη μέρα ξύπνησα, εκείνη κοιμόταν ακόμα.
«Μωρό μου θες πρωινό»
«Μμμμ», έκανε ευχαριστημένη
«Τέλεια, δώσε μου λεφτά να πάω να πάρω»
«Μμμμ», έκανε δυσαρεστημένη
Τελικά μου έδωσε.
Πήγα και ψώνισα γάλα, κουλούρια και μπόλικη αγάπη. Περίμενα ένα φιλί, μια αγκαλιά όταν μπήκα μέσα στο σπίτι. Άνοιξα την πόρτα και…
«ΒΡΩΜΑΕΙ ΓΑΤΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ»
«…»
«ΝΑ ΠΑΣ ΝΑ ΜΑΖΕΨΕΙΣ ΤΑ ΣΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΑΤΑΣ ΣΟΥ ΤΩΡΑ»
«Ε, αυτό πάει πολύ» , σκέφτηκα «ΛΟΙΠΟΝ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΗ ΑΚΟΥ ΝΑ ΔΕΙΣ» άρχισα να φωνάζω και εγώ «ΠΩΣ ΤΗΝ ΕΧΕΙΣ ΔΕΙ; ΑΜΑ ΔΕ Σ’ΑΡΕΣΕΙ Η ΓΑΤΑ ΜΟΥ ΠΑΡΕ ΠΟΥΛΟ ΑΠΟ ΕΔΩ ΜΕΣΑ». Αναρωτιέμαι τώρα που τα γράφω αν έφταιγε η κατάχρηση σπιντ για όλα αυτά που είπα. Χμ. Και για τα δικά της τι φταίει;
«ΘΑ ΦΥΓΩ», μου απάντησε «ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΜΕ ΑΠΕΙΛΕΙΣ ΟΤΙ ΘΑ ΜΕ ΔΙΩΞΕΙΣ, ΘΑ ΦΥΓΩ, ΑΧΑΡΙΣΤΕ».
«ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΑΧΑΡΙΣΤΗ ΠΟΥ ΘΕΣ ΝΑ ΑΛΛΑΞΩ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΗΛΙΘΙΑ ΚΑΚΟΜΑΘΗΜΕΝΑ ΓΟΥΣΤΑ ΣΟΥ», αλλά δεν την είπα μικροαστή γιατί όντως, μέχρι τότε τουλάχιστον, δεν ήταν.
Αυτή κοντοστάθηκε και μου είπε ήρεμα. «Όταν τα φτιάξαμε δεν ήθελα να βλέπω ψίχουλο, και χθες κοιμήθηκα σε ένα μαξιλάρι με εμετό, εσύ όταν γνωριστήκαμε απλά βαριόσουν να κάνεις μπάνιο κάθε μέρα, τώρα έχεις ένα σπίτι αποθήκη και ένα μπάνιο υπόνομο»
Και έβαλε τα κλάματα.
«Είναι άρρωστο αυτό που σου συμβαίνει», μου είπε.
«Εντάξει», απάντησα ήρεμα και εγώ. «Μαζεύεις τα πράγματα σου και φεύγεις αν δεν σ’ αρέσει»
Τα μάζεψε και έφυγε. Πρόλαβε και μου αγόρασε φαγητό όμως. Για λίγο ήταν εντάξει. Μετά μια αφόρητη δυστυχία μπήκε απ’ το παράθυρο. Βρώμαγε πολύ η δυστυχία. Πήγα στο μπάνιο να κατουρήσω.
Η γάτα είχε χέσει πάνω στο πλυντήριο.
Τα μάζεψα, τα πέταξα, της άλλαξα άμμο, μπήκα στο δωμάτιο μου και έβαλα να παίξω κάνα παιχνίδι στον υπολογιστή. Μέσα μου παρακαλούσα να πάρει σύντομα τηλέφωνο να τα βρούμε.

 

(Φώντας Φ.)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s