Φαγούρα 1: Πρεζάκυνθος

Είχα μόλις γυρίσει από τη Ζάκυνθο και αισθανόμουν το χειρότερο κουρέλι του κόσμου χωρίς μάλιστα καν να τραγουδάω. Οι διακοπές ήταν ήδη πίσω μου και αντί να ξεκουραστώ κατάφερα να γυρίσω σχεδόν άρρωστος. Στο πλοίο αποφάσισαν να μη σβήσουν ποτέ τα φώτα ενώ παγιδευμένος όπως ήμουν ανάμεσα σε δυο παρέες από ομοφυλόφιλους και τσιγγάνους (ή ίσως και ομοφυλόφιλους τσιγγάνους) πήρα πρέφα πως δεν επρόκειτο να κοιμηθώ. Επόμενη κίνηση ήταν να πάρω τα πράγματα μου και να πάω στο κατάστρωμα του πλοίου, κάθισα δίπλα σε μια γυναίκα, κορίτσι πράγμα δηλαδή, που είχε λίγα παραπάνω κιλάκια, αλλά φορούσε μαύρα κοκάλινα γυαλιά και είχε μαγουλάκια. Το μόνο πράγμα που μ’ αρέσει περισσότερο από τα κοκάλινα γυαλιά σε αυτή τη ζωή είναι οι ριζογκοφρέτες, οι μύτες και τα μάγουλα.
«Θες να κάτσουμε μαζί για το υπόλοιπο ταξίδι; Κανείς μας δεν έχει παρέα έτσι κι αλλιώς».
«Ναι και δεν σκοπεύω να αποκτήσω τώρα».
«Έχεις αγόρι στην Αθήνα;».
«Έχω». (σιγά μην είχε)
«Τι θα έλεγες να εκμεταλλευτούμε το ότι είναι στην Αθήνα και όχι εδώ;».
«Με ψήνει λιγότερο κι απ’ την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο».
Καταλαβαίνοντας λοιπόν ότι είχα να κάνω με κομμουνίστρια μάζεψα διακριτικά τα πράγματα μου και πήγα και κάθισα πίσω στους τσιγγάνους και τις πουστάρες. «ΔΕ ΣΟΥ ΚΑΤΙΣΕ ΤΟ ΚΟΜΕΝΑΚΙ;» με ρώτησε ένας από δαύτους, του έδειξα το βιβλίο μου «Διηγήματα από το Άουσβιτς», το κοίταξε, αδιαφόρησε, μη γνωρίζοντας προφανώς γραφή ή ανάγνωση και συνέχισε να κάνει την ίδια φασαρία με πριν. Δεν κοιμήθηκα ποτέ όπως σας είπα.
Κατά τις οκτώ με εννιά το βραδάκι ήμουν πια στην Αθήνα, απίστευτα κουρασμένος και απογοητευμένος. Είδα το «κομενάκι» να κατευθύνεται προς ένα ταξί και προχώρησα και εγώ προς τη στάση του λεωφορείου. Ανυπομονούσα να κοιμηθώ.
Χτύπησε το τηλέφωνο.
«Έχει συναυλία θα ‘ρθεις;»
Ήταν ο Χρήστος. Ο Χρήστος ήταν πανκης από τα παιδικά του χρόνια ακόμα και είχα να τον δω από πριν φύγω διακοπές. Κάποτε είχαμε πει ότι θα γράφαμε ένα βιβλίο μαζί. Δε το κάναμε ποτέ γιατί άνηκε στα άτομα που αγαπούσα. Ίσως τον αγαπάω πιο πολύ απ’ ότι πρέπει.
«Παίζεις και εσύ;», τον ρώτησα.
«Ναι έλα».
Με βαριά καρδιά του το υποσχέθηκα. Έκλεισα το κινητό. Μπήκα στο λεωφορείο, χασμουρήθηκα και μισή ώρα αργότερα ήμουν στον προορισμό μου. Το λεωφορείο δεν είχε θέσεις και έτσι παραπατούσα όρθιος σε όλη τη διαδρομή.
Είδα το Χρήστο να με χαιρετάει από μακριά.
«Τι λέει ρε μαλάκα μου;», με ρώτησε.
«Αλητείες».
«Πώς τα πέρασες;».
«Δε γάμησα».
«Πώς τα κατάφερες;».
«Της είπα από πριν πόσο την έχω».
«Και φοβήθηκε μην πονέσει;».
«Φοβήθηκε μάλλον μην δε νιώσει τίποτα;».
«Καλά και δεν την καθησύχασες;».
«Της είπα πως ούτε εγώ νιώθω τίποτα γι’ αυτήν άρα είναι δίκαιο»
«Χαχαχα, τι μαλάκας που είσαι Διονύση, έλα να σε κεράσω μια μπύρα».
Έπινα τη μπύρα και παρακολουθούσα το λαιβ που άρχισε. Το κινητό μου ξαναχτύπησε. Μήνυμα.
«Γύρισες;»
Ήταν η Ερατώ. Η Ερατώ ήταν μια τύπισσα που κάναμε απαίσιο σεξ, όταν κάναμε φυσικά, αλλά για κάποιο λόγο την είχα καψουρευτεί αφάνταστα πολύ. Δεν με έβλεπε σοβαρά κάτι που δε με πείραζε ιδιαίτερα γιατί έτσι κι αλλιώς ούτε η πρώτη γυναίκα της ζωής μου, η μάνα μου, δε με έβλεπε σοβαρά.
«Γύρισα».
«Διάβασα την ιστορία που έγραψες».
«Την Πρεζάκυνθο;».
«Ναι».
«Σ’ άρεσε;».
«Ναι αλλά θέλω να μιλήσουμε».
«Σε μια ώρα στην πλατεία κάτω απ’ το σπίτι σου;».
«Οκ».
«Οκ».
Βεβαίως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι ακριβώς. Την ώρα που προσπαθούσα να διασχίσω το πλήθος κόσμου που συνέρεε στην πλατεία και να φύγω από τη συναυλία ακούστηκε ένα δυνατό ΜΠΑΜ!.
«Μολότωφ» είπε κάποιος.
Ήταν ξεκάθαρο. Κάποιος την είχε πέσει χοντρά στους διοργανωτές. Γύρισα το βλέμμα μου και είδα τον Χρήστο να αρπάζει ένα παλούκι και να τρέχει προς την είσοδο. Άρπαξα και εγώ την τσάντα μου και έφυγα προς την αντίθετη πλευρά. Σκαρφάλωσα κάτι κάγκελα και την έκανα τρέχοντας. Χασμουρήθηκα. Ακόμα δεν είχα κοιμηθεί.
Με τα πολλά έφτασα στον τόπο του ραντεβού μου. Είδα την Ερατώ να με πλησιάζει από μακριά. «Τι κάβλα που είναι ακόμα!», σκέφτηκα νιώθοντας μια ενόχληση στη βερμούδα που φόραγα. Και πράγματι ήταν. Μπορεί να μη γαμιόμασταν καλά αλλά έτσι όπως περπατούσε με τον αέρα του σου ρίχνω ένα κεφάλι μεν, αλλά είμαι και φουλ στα κόμπλεξ δεν μπορούσα να μην την ερωτευτώ.
«Γιατί χάλασες το μαλλί σου;» (ήξερα να μιλάω στις γυναίκες).
«Δε σ’ αρέσει που το σκούρυνα;».
«Καλό είναι αλλά καστανόξανθο μ’ άρεσε περισσότερο».
«Ναι και εσύ πάχυνες».
«…»
Συνεχίσαμε να μιλάμε. Αγοράσαμε μερικές μπύρες και καθισμένοι σε ένα παγκάκι λέγαμε για τον έρωτα, τη λογοτεχνία, το σεξ, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες μας και τους χειρότερους μας φόβους κι απωθημένα.
Νύσταζα.
Κοίταξα το ρολόι. Πέρασε η ώρα, της είπα. Ναι, μου απάντησε και αυτή. Πάμε να κοιμηθούμε; Πάμε.
Πήγαμε.
Στο δρόμο πήραμε ένα διπλό στρώμα από κάτι κάδους σκουπιδιών. Χωθήκαμε σε μια παρατημένη κατάληψη που ευτυχώς δεν είχε τρύπες στους τείχους. Άπλωσα κάτι μπλούζες μου πάνω στο στρώμα και γδύθηκα. Άρχισα να της κάνω μασάζ. Νύσταζα όλο και περισσότερο. Έκανε αφάνταστη ζέστη.
«Πάω να κάνω ένα μπάνιο», μου είπε.
«Θες να κάνουμε μαζί;».
«Όχι».
«Οι φίλοι το συνηθίζουν».
«Δε συνηθίζω να τσιμπουκώνω φίλους μου».
«Καλά βρε Ερατώ μου».
Πήγε έκανε το μπάνιο της και γύρισε να ξαπλώσει πλάι μου. Εγώ έσταζα απ’ τον ιδρώτα, εκείνη απ’ το νερό.
«Πιστεύεις ότι θα αλλάξει ο κόσμος;» με ρώτησε.
«Ναι», απάντησα. Γιατί να μη το πίστευα δηλαδή; Τόσα ισλαμικά κινήματα κέρδιζαν διαρκώς έδαφος. Κάποια μέρα ο σάπιος δυτικός πολιτισμός θα κατέρρεε και τότε…

Την κόλλησα πάνω μου και χάιδεψα τα μικρά της στήθη. Φιληθήκαμε. Νύσταζα. Έβαλα το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια της. Νύσταζα. Άφησε μια σιγανή κραυγούλα και εγώ προχώρησα μέσα από το στριγκάκι της.
«Όχι», μου είπε λιτά και μου γύρισε την πλάτη.
Κοίταξα το ταβάνι, με κοίταξε και αυτό ήταν.
«Νιώθω λίγο άσχημα», της είπα.
«Είναι φυσιολογικό», μου απάντησε και κοιμήθηκε.
Σηκώθηκα. Έκανε πολύ ζέστη για να την παλέψω. Βγήκα έξω, πήγα στο κοντινότερο χοντογκάδικο και παράγγειλα έναν καφέ. Ο ιδιοκτήτης με είδε αναμαλλιασμένο.
«Γάμησες;».
«Όχι».
«Κανείς δε γαμάει σε αυτά τα μέρη».
Πήρα τον καφέ και άφησα φιλοδώρημα 30 λεπτά. Κατηφόρισα προς το κοντινότερο μετρό, περίμενα υπομονετικά να ανοίξει. Μπήκα μέσα. Δεν κατάφερα να κοιμηθώ στη διαδρομή. Έφτασα τέλος πάντων στην στάση που πέρναγε το λεωφορείο για το σπίτι μου. Στάθηκα τυχερός και ήταν ήδη εκεί. Ανέβηκα. Βρήκα θέση. Λίγη ώρα μετά είχα αποκοιμηθεί.
Ένα χαστούκι με ξύπνησε. Ήταν η οδηγός του λεωφορείου.
«Δεν ξέρω τι έχεις πάρει αλλά μην πεθάνεις εδώ μέσα»
«Καλά», της απάντησα, «Θα προσπαθήσω».
Έφτασα σπίτι μου, έχωσα με κόπο τα κλειδιά στην πόρτα και ανέβηκα τις σκάλες, σωριάστηκα στο κρεβάτι. Χτύπησε το κουδούνι.
«Θα έφεραν Ριζοσπάστη» σκέφτηκα. Ο Ριζοσπάστης ήταν το επίσημο όργανο της κεντρικής επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Τελικά ήταν η θεία μου.
«Άκου Διονύση, πωπω Θεούλη μου τι χάλια είναι αυτά που έχεις, ο Λόρδος ψόφησε και κάποιος πρέπει να τον πετάξει».
Ο Λόρδος ήταν η αγαπημένη μου γάτα απ’ αυτές που ταΐζαμε απ’ την γειτονιά. Χοντρός, γλυκούλης, κοκκινωπός και έξυπνος. Μόλις γάμησε τα πρώτα του θηλυκά στράφηκε συνειδητά στα μικρά αρσενικά γατάκια της γειτονιάς. Τον συμπαθούσα και η απώλεια του θα μου κόστιζε πολύ, ειδικά στο μέλλον.
«Εντάξει» είπα.
Κατέβηκα στον κήπο με το μποξεράκι, έπιασα το Λόρδο απ’ την ουρά και τον πέταξα στα σκουπίδια. Γύρισα στο κρεβάτι μου. «Ειρήνη ημίν!» σκέφτηκα και κοιμήθηκα.

(Φώντας Φ.)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s