Περίεργο είναι
πως η κάθε γλώσσα σου
θυμίζει τον πιο σπουδαίο
και πιο αιώνιο τρομπετίστα,
τον σπάνιο εκείνο μουσικό
που παίζει μονάχα χάραμα, πρωί
και ποτέ δεν έχει μάθει θεωρία και νότες.
Το ξημέρωμα κείνης της άχρονης στιγμής,
γαλάζιο φως από τα μάτια μου
που φτάνει στο παντζούρι.
Μια άτονη κραυγή,
ένα βλέμμα από χαλάζι,
χαμογελάς στο διάδρομο αμυδρά,
τα δόντια σου φράουλες σ’ άγονη γη,
σε ξερή εξοχή και άμμο,
έρημο πλημμυρισμένη σε μαύρη πληγή Αράβων,
κόκκινη σαν κρασί φτιαγμένο σ’ ένα κάστρο,
με ήλιο και βλέφαρα χωμάτινα,
και μια θνητή κι αδύναμη ψυχή
κάποιου σχεδόν αγγέλου ψηλά, πάνω.
Η θάλασσα
στα πόδια σου
σε γλείφει
γυμνή
μ’ αλάτι
κι όστρακα
που λαμπυρίζουν
και κάτι κοχύλια μικρά
που φέγγουν
μόνα
σα φωτιά
σα στάχτη
σε φυτά, ελιές και κέδρους.
Δεν ακούς;
Είναι ένα κλάμα ευτυχίας,
μια γαλήνη απόγνωσης,
μια φλόγα στο βωμό
του παγανιστικού κι αδιάφορου θεού
που από πάντα σπινθηρίζει.
Γελάει.
Εκείνος ο θεός κι εσύ μαζί του.
Σπουργίτι που χτίζει τη φωλιά του,
νόστιμο αυτάκι και γλυκό,
τα χρυσαφένια σπίτια,
νερό, νερό να πιω, να κλείσω
τούτη τη γκρίζα καγκελόπορτα,
να σπάσω όλα τα σίδερα που τη στηρίζουν,
να πνίξω τον κάθε δείκτη ρολογιού,
για να περάσεις μέσα.
Στους στάβλους του Αυγεία
θα μπω να καθαρίσω
να μη σου μυρίσει η κοπριά,
ν’ ακουμπήσεις πάνω στ’ άλογα
τα κεραμιδένια δάχτυλα σου –
μα να προσέχεις μη σου σπάσουνε,
ακούς;
Μες σ’ έναν άτακτο ρυθμό,
μια προσευχής της πείνας,
μια σπιθαμή στο διάστημα,
σπιθαμή ξανθή σαν τα μαλλιά σου,
στάσου μέχρι να βγει
η πρώτη ακτίδα ηλίου,
από τον λόφο πίσω
κι ας μη μιλήσω ποτέ ξανά
στην κοφτερή σου ανάσα.
Δεν πειράζει.
Μαθαίνουμε κι οι δυο.
Κι ας είναι όλα τόσο απλά,
και τόσο χάρτινα σα φίδια,
σαν άγαρμπα και φτερωτά πουλιά
που ακόμα δεν ξέρουν να πετάξουν.
Κι ας είναι.
Μα κι όμως,
περίεργο είναι,
πως κάθε λάμψη μέσα σου
φτάνει τόσο πολύ να με φωτίζει.