Είχαμε αποφασίσει να πάμε για ένα χαλαρό ποτάκι. Ζούσαμε βέβαια σε καιρούς που δεν υπήρχε πια η έννοια του χαλαρού ποτού. Το καλύτερο που μπορούσες να ελπίζεις ήταν να μην πιείς κάποιο πανάκριβο ημιπαράνομο δηλητήριο που θα σου σέρβιραν, ενώ δίπλα σου γινόταν κάποιος φόνος ή βιασμός. Μπορούσες με το κατάλληλο αντίτιμο να πιείς ένα πανάκριβο νερωμένο ουίσκι και επιπλέον αντί για οπτική επαφή με τα παραπάνω θλιβερά περιστατικά να έχεις μονάχα ακουστική.
Για να είμαστε δίκαιοι όμως και πριν τον πόλεμο έτσι ακριβώς ήταν τα πράγματα. Θυμάμαι στα νησιά της χώρας, πχ Σαντορίνη ή Πάρο, δε μπορούσες να βγεις καλοκαίρι χωρίς να γίνει ένας βιασμός στο παραδίπλα μαγαζί. Και μετά έτρεχαν οι μισοί που ξέρανε ποιος βίασε ποια να τα καλύψουνε, ενώ οι άλλοι μισοί γκρινιάζανε γιατί δεν βίασαν οι ίδιοι. Στα μέρη μας δεν είχε φτάσει ο φεμινισμός, ώστε να σχηματιστεί μερίδα αντρών που προσπαθεί να πηδήξει με το να κυνηγήσει το βιαστή, άρα αυτές ήταν πάνω κάτω οι καλοκαιρινές κατηγορίες αντρών. Υπήρχα και εγώ και οι παρέες μου πάντα, που κοιτάγαμε σιωπηλοί το ποτό μας. Αν δεν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος μέχρι Αγίους θα μας είχαν κάνει, το πιστεύω.
Τώρα όμως η χώρα είχε διαλυθεί για τα καλά. Φαινόταν το πράγμα από καιρό. Οικονομική κρίση, ανεργία, απεργίες. Ο κόσμος κοίταζε το τομάρι του για δεκαετίες, όμως αυτό το τομάρι άρχισε να σαπίζει και δε μπορούσε να τον τρέφει πια. Όταν τέλειωσαν τα φθηνά ναρκωτικά και το κράτος δε μπορούσε πλέον να πληρώνει για έναν μικρό έστω αριθμό ογκολόγων και ψυχιάτρων, άρχισαν οι πρώτες συγκρούσεις. Δεν ήταν καθαρός πόλεμος, δεν υπήρχαν ξεκάθαρα στρατόπεδα, παρατάξεις και στόχοι. Υπήρχε βέβαια η κυβέρνηση στην Αθήνα και οι Κομμουνιστές που είχαν την έδρα τους στην ανταρτομάνα Θεσσαλία. Αυτά ήταν τα μόνο πράγματα που θύμιζαν τον προηγούμενο εμφύλιο. Κατά τα άλλα οι πόλεις και τα χωριά άλλαζαν συνέχεια χέρια, συχνά όχι κατόπιν σύγκρουσης αλλά με τελείως γελοίες αιτίες, όπως πχ ποιος ήταν σε θέση να εγγυηθεί τη διεξαγωγή του επόμενου αγώνα του πρωταθλήματος. Γιατί πρέπει βέβαια να πούμε και αυτό, ότι το πρωτάθλημα έπαιζε μεγάλο ρόλο στον δεύτερο ελληνικό εμφύλιο, με τη μεγάλη μάζα όσων στρατολογήθηκαν σε διάφορα πόστα να είναι οπαδοί ή φίλοι κάποιας μικρής ή μεγάλης ομάδας.
Έτσι γνωρίστηκα με τους συντρόφους μου. Ας τα πάρουμε απ’ την αρχή όμως. Το πρωτάθλημα είχε τελειώσει, και οι στρατιωτικές, οπαδικές και πολιτικές συγκρούσεις είχαν παραλύσει όλη την Αττική στην οποία ζούσα. Δεν υποστήριζα καμία απ’ τις μεγάλες ομάδες, αλλά μια μικρή που μετά βίας είχε επιβιώσει στην πρώτη κατηγορία του τοπικού της Αθήνας. Στις εξέδρες δεν ήμασταν ποτέ πάνω από πενήντα οπαδοί πλην της περίπτωσης ενός ιστορικού τελικού κυπέλου για το τοπικό Αθηνών, το οποίο και σηκώσαμε μετά από μια εμφατική νίκη με 3-0. Ήμασταν λίγοι αλλά καλοί, οι μοναδικοί στα βόρεια προάστια που δεν ήμασταν από πλούσιες οικογένειες. Ήμασταν περήφανα το πιο μορφωμένο λούμπεν προλεταριάτο των βούπου. Ονομαζόμασταν «Γάτες».
Τα γραφεία του συνδέσμου ήταν σπίτι μου. Μαζευόμασταν όταν έλειπαν οι γονείς μου.
«Πιάσε μια μπύρα», μου είπε ο Μιχάλης. Του την έδωσα χωρίς να πιω ούτε γουλιά. Το αλκοόλ κατέστρεφε τον άνθρωπο.
«Είναι η τελευταία», του είπα. «Και έμαθα ότι δεν βρίσκεις άλλες, ούτε στις κάβες, ούτε στα σούπερ-μάρκετς, ούτε στα περίπτερα».
«Πακέτο», μου απάντησε.
Κανείς δεν είπε τίποτα. Σε έναν πόλεμο, ξέραμε όλοι καλά, πως η πρώτη απώλεια ήταν το αλκοόλ και το χαρτί υγείας.
«Για όλα φταίνε οι δεξιοί», σχολίασε κάποιος απ’ το βάθος στρίβοντας σάπιο, αγρινιώτικο καπνό, «Ο Σαμαράς, αυτός ο φονιάς…».
«Ω σκάσε επιτέλους!», είπαμε όλοι ταυτόχρονα. Οι Γάτες ήταν αριστερές αλλά δεν αντέχαμε να ακούμε τις εμμονές του τύπου με το Σαμαρά. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που ήταν πρωθυπουργός αυτός ο μαλάκας.
«Υπάρχει τρόπος να μην μας λείψει ποτέ ξανά τίποτα», έκανε δειλά-δειλά ο Μήτσος, ο Κόπρος απ’ το βάθος. Τον φωνάζαμε έτσι γιατί ακολουθούσε το σύνδεσμο στα πάντα με σκυμμένο κεφάλι. Προτού τον ενθαρρύνουμε, κάτι που συνήθως ήταν απαραίτητο, συνέχισε μόνος του να μιλάει: «Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΠΕΙΡΑΙΑ, δηλαδή ο Πρόεδρος του, χρειάζεται κόσμο για να φυλάει τις αποθήκες. Έρχονται όπλα για το στρατό μας, οι Κομμουνιστές έχουν αρπάξει τα τελευταία δύο φορτία με αντιαρματικές ρουκέτες και η Κυβέρνηση νοίκιασε σε αυτόν την ασφάλεια του λιμανιού. Το μεροκάματο είναι πολύ καλό και θα έχουμε τσάμπα αλκοόλ και τον καπνό μας. Επιπλέον για όποιον θέλει, μπορεί να προσληφθεί ως μισθοφόρος στο στρατό γιατί οι απώλειες είναι μεγάλες».
Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας. Είχαμε φτιάξει τις Γάτες για να γλυτώσουμε απ’ τη σαπίλα του να υποστηρίζεις και να ανακατεύεσαι με κόσμο που εμπορεύεται άσχημα πράγματα, όπως για παράδειγμα αντιαρματικές ρουκέτες. Και τώρα ο Κόπρος ήθελε στα αλήθεια να μας κάνει υπάλληλους αυτής της σαπίλας που φέτος γιόρταζε το 12ο συνεχόμενο πρωτάθλημα της. Δεύτερη είχε η έρθει Αθλητική Ένωση Κυκλάμινων (Πάρου) και αμέσως μετά η Αθηναϊκή Ισχύς, η οποία βέβαια υποβιβάστηκε στα καπάκια, λόγω σχέσεων οπαδών της με το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Σπάσαμε στο ξύλο τον Κόπρο και συνεχίσαμε τη συνέλευση. Μιας και ήμουν ο κύριος υπεύθυνος για την εκδίωξη του από τις Γάτες έπρεπε να βρω μια άλλη λύση για τις μπύρες και τα τσιγάρα μας.
«Αφήστε με να κάνω μερικά τηλέφωνα…», τους είπα.
***
Έτσι ξεκίνησε. Ως ένωση ανθρώπων με διαφορετικές καταβολές από διαφορετικούς συνδέσμους εν μέσω εμφυλίου πολέμου. Ξέραμε ότι δεν ήμασταν δεξιοί φυσικά αλλά μέχρι εκεί. Τα υπόλοιπα θα τα βρίσκαμε στην πορεία. Η ιδέα μας ήταν να φτιαχτεί μια ομάδα, ένας σύνδεσμος η «Αόρατη Αποστροφή» θα λεγόταν, που θα περιφρουρούσε τους αγώνες ποδοσφαίρου από μπράβους, παρακρατικούς, ασφαλίτες και μαφιόζους. Ξέραμε πολύ καλά πως η κυβέρνηση δε θα μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο αν έχανε τους οπαδούς. Και εμείς θα φροντίζαμε να τους χάσει.
Αλλά βεβαίως αυτό το ρομαντικό όνειρο ηττήθηκε λίγο μετά, όταν κηρύχθηκε επιστράτευση, όταν κινήθηκαν τα τανκς, όταν λεηλατήθηκαν χωριά, όταν τα ίδια τα περίχωρα της Αττικής ισοπεδώθηκαν. Από όλη την Αόρατη Αποστροφή μείναμε τρία άτομα. Εγώ, γνωστός στους κύκλους μου και ως «Χιλ», που εκπροσωπούσα στην Αόρατη Αποστροφή τις Γάτες. Πριν τον εμφύλιο είχα προσπαθήσει να εκδώσω μια νουβέλα με τίτλο «ΔΕ ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΕΣΥ ΑΝ ΘΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΑΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΕΝΤΑΞΕΙ;», ιδέα που απέτυχε. Έπειτα ήταν ο «Μιν», ένα νέο, ψηλό, γεροδεμένο παλικάρι που ασχολούνταν περισσότερο με την ποίηση και εκπροσωπούσε το σύνδεσμο της «ΑΘΗΝΑΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ», της τρίτης ομάδας του πρωταθλήματος. Τέλος ήταν ο «Νικ», απ’ τα ΚΥΚΛΑΜΥΝΑ-ΠΑΡΟΥ, ένα σύνδεσμο της Α.Ε.Κ-ΠΑΡΟΥ που ξεκίνησε στο Μαρούσι, μεταφέρθηκε στη Βοστώνη και τελικά κατέληξε στα Γιάννενα, χωρίς να καταλάβει κανείς το πότε ή το γιατί στο ενδιάμεσα. Μαζί είχαμε γράψει ένα καταπληκτικό βιβλίο παλιότερα, «Πώς να παραγγείλετε ναρκωτικά από το ΙΝΤΕΡΝΕΤ και να μην σας πιάσουν». Δυστυχώς αν και βρήκαμε εκδοτικό, αναγκαστήκαμε να αποσύρουμε την κυκλοφορία γιατί την ίδια περίοδο η αστυνομία με έψαχνε για μια υπόθεση εμπορίας MDMA και δε θέλαμε να έχουν περισσότερα στοιχεία απ’ όσα ήδη είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν.
***
Έτσι είχαν λοιπόν τα πράγματα και είχαμε απομείνει οι Χιλ, Μιν και Νικ, πρώην λογοτέχνες, αντιδεξιοί και ποδοσφαιρόφιλοι σε μια Ελλάδα που είχε παραδοθεί στις φλόγες του εμφυλίου πολέμου. Θα μας ρωτήσετε τώρα. Γιατί δεν παίρνατε ένα όπλο να πάτε να πολεμήσετε και εσείς τους δεξιούς; Θα σας απαντήσω.
Πρώτα απ’ όλα το ιδεολογικό κομμάτι. Αν και είχαμε ξεκαθαρίσει τι δεν ήμασταν, δεν είχαμε ξεκαθαρίσει τι ήμασταν. Είχαμε φυσικά κάποιες σταθερές, όπως μια αποστροφή προς την ιδέα της ατομικής ιδιοκτησίας. Όμως και αυτό χώραγε συζήτηση, άλλος έλεγε να τα ισοπεδώσουμε όλα και να φτιάξουμε παραλίες που θα πίνουμε μπάφους, άλλος να φτιάξουμε ρομπότ για να δουλεύουν για εμάς, άλλος δεν ενδιαφερόταν και τόσο, αρκεί να σφάζαμε τους μικροαστούς και να βιάζαμε τις κόρες τους. Υπήρχε τέλος η άποψη πως όλα ήταν ψέμα, πως ήμασταν κομμάτι ενός βιντεοπαιχνιδιού και τίποτα απ’ όσα κάναμε δεν είχε σημασία. Ποικιλία θέσεων δηλαδή που εμπόδιζε τη συγγραφή ενός κοινού μανιφέστου αλλά έδινε αφορμή για καλές, ευχάριστες, συντροφικές στιγμές. Που ήταν και το και το πιο σημαντικό άλλωστε.
Το μεγάλο πρόβλημα ωστόσο ήταν πως, εγώ προσωπικά, ήμουν κάτι παραπάνω από δειλός. Για να είμαστε ακριβείς ποτέ δεν ένιωθα άνετα με την ιδέα του προσωπικού ρίσκου και της αυτοθυσίας. Ναι οι κομμουνιστές είχαν δίκιο, αλλά υπήρχε στα αλήθεια κάτι πρωτότυπο σε αυή τη δήλωση; Όποια σελίδα της ελληνικής ιστορίας κι αν σηκώσεις, ό,τι σκατά κι αν κουβαλάς μες το κεφάλι το λιγότερο που πρέπει να κάνεις είναι να ψιθυρίσεις, έστω κι ανόρεχτα, πως οι κομμουνιστές έχουν δίκιο. Σε αυτό τον τόπο πραγματικά οι δεξιοί του γαμήσαν τη μάνα. Μιλάμε για χώρα που οι αρχιεργάτες της δεξιάς κλέβουν τα εργαλεία από τις κρατικές αποθήκες, τα πουλάνε, βγάζουν για χρόνια λεφτά έτσι κι έπειτα κατηγορούν τους γύφτους όταν τους κόβουν ένα πορτοκάλι από τα δέντρα. Ναι η κομμουνιστική επανάσταση είναι η μόνη λύση, αλλά θα χρειαστεί πολλούς νεκρούς. Και εγώ δε θέλω να πεθάνω. Δε θέλω καν να το ρισκάρω. Όχι ότι η ζωή είναι ωραία ή έστω υποφερτή, αλλά πραγματικά αυτές οι ιαχές τύπου «Εμπρός αδέρφια για την ελευθερία!» με κάνουν να ανατριχιάζω. Γι’ αυτό κατέληξα να αράζω σε ύποπτα μπαρ με χαμηλό φωτισμό με τύπους να μου φωνάζουν «Εμπρός, σπάσε καμιά γραμμή!».
***
Τέλος πάντων! Μετά από περιπλάνηση ημερών, βρεθήκαμε οι τρεις μας μπροστά από ένα μπαρ σε μια μικρή επαρχιακή πόλη δυτικά της Θεσσαλονίκης. Δεν ξέρουμε ποιος ελέγχει την πόλη αλλά υποπτευόμαστε πως είναι από αυτά τα μέρη που είναι ουδέτερα στον πόλεμο και ελπίζουν, αφελώς μάλλον, να διατηρήσουν την αυτονομία τους και μετά τη λήξη του εμφυλίου. Στο μεταξύ κερδοσκοπούν απ’ το λαθρεμπόριο και κάνουν χοντρό νταλαβέρι με όλες τις πλευρές. Μπαίνοντας στην πόλη βλέπεις δεξιούς, με τα χαρακτηριστικά τους κόκκινα αμάνικα και τα στρατιωτικά μπλε παντελόνια, κομμουνιστές που κάθονται στις άκρες των καφενείων και συζητάνε με κόσμο και σκόρπιους αναρχικούς που περιπολούν οπλισμένοι. Απ’ ότι καταλάβαμε οι αναρχικοί έχουν αναλάβει την περιφρούρηση αυτής της πόλης. Οι αναρχικοί περιφρουρούν πολλές μικρές πόλεις στην Ελλάδα χωρίς να ενδιαφέρονται για την κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα. Θα φανεί στο τέλος, αν θα τους βγει σε καλό, προς το παρόν φαντάζομαι ελπίζουν σε μια μορφή κοινοτικής οργάνωσης την οποία θεωρούν προοδευτική απ’ τη φύση της. Άσε που αμείβονται καλά για τον κόπο τους.
Μπαίνουμε μέσα στο μπαρ. Για καλή μας τύχη παίζει χαλαρή μουσική. Λίγα ποτά, αλλά πολλά λεφτά μετά ήμαστε χαλαίοι, βλέπουμε παντού πρόβατα και άστρα αλλά κανένα νόημα για τις ζωές μας. Ήμαστε πρακτικά τρεις συγγραφείς με ελάχιστα υλικά μέσα, νομάδες σε μια Ελλάδα που σπαράζεται απ’ τον Εμφύλιο. Τι θα κάνουμε;
Ρίχνω την ιδέα να αλλάξουμε κλάδο. Μπορούμε να ασχοληθούμε με μια άλλη τέχνη. Η πρόταση μου αρέσει σε όλους, μιας και έχουμε κάτι μήνες να βγάλουμε γκόμενα απ’ τα ποιήματα μας (αν και για κάποιο λόγο όσοι μας ξέρουν, γαμάνε αρκετά από αυτό). Ο ψηλός προτείνει να γίνουμε επαγγελματίες DJ και να παίζουμε σε μαγαζιά, ο Νικ δείχνει να συμφωνεί, αλλά θα του άρεσε και μια καριέρα ραππερ. Περιμένω να τελειώσουν για να μιλήσω. «Παιδιά!» λέω, με έμφαση, «Κάνουμε κύκλους/ μέσα στη νύχτα /και η φωτιά/ μας καταβροχθίζει», πετάω, απαγγέλλοντας τους γνωστούς στίχους του Τζαμ Στρύχνερ, νεοσαιξπηρικού θεατρολόγου του 20ου αιώνα. Αυτό τους τραβάει την προσοχή.
«Είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να ασχοληθούμε με τη ζωγραφική!», καταλήγω. Με κοιτάνε ύποπτα.
«Ξεκόλλα επιτέλους ρε μαλάκα, πεθαίνει κόσμος εκεί έξω, σταμάτα να ασχολείσαι μαζί της».
«Ναι ρε», μου λέει, στην αρχή με περισσότερη συγκατάβαση ο ψηλός αλλά έπειτα γυρίζει να κοιτάξει μια γυμνή τύπισσα με ψεύτικο πέος που χορεύει δίπλα μας για να μη με βρίσει. Μου κρατάνε κακία, γιατί τώρα τελευταία είμαι λιγάκι στον κόσμο μου. Στην τελευταία πόλη που περάσαμε οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού και των δεξιών πολιτοφυλακών προκάλεσαν δεκάδες χιλιάδες θύματα και πρακτικά φύγαμε κυνηγημένοι. Δεν είχα ασχοληθεί με τίποτα από αυτά, μάλιστα είχα σκοντάψει σε ένα απανθρακωμένο πτώμα γράφοντας ένα ερωτικό ποίημα. Όταν αγαπάς δε σε απασχολούν οι εμφύλιοι και οι ανθρώπινες απώλειες.
«Όχι ακούστε!», επέμεινα εγώ. «Έχω ένα σχέδιο, μια ιδέα, ένα όραμα».
«ΡΕ ΘΑ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΩ ΡΕ», φώναξε ο Νικ. Ήταν ο πιο ενοχλημένος απ’ όλους, γιατί μέσα στον πανικό του εμφυλίου είχε χάσει πάνω από 10 bitcoins. Τρελό πακέτο γιατί ήταν ότι καλύτερο σε χρήματα έπαιζε. Με τη δραχμή να έχει χάσει κάθε αξία, αυτό που μετρούσε αμέσως μετά τα bitcoins ήταν κυρίως τα ναρκωτικά, το φαί, το αλκοόλ, αν ήξερες να επισκευάσεις κάτι, αν ήσουν γιατρός κι αν είχες μουνί.
Έφερα στο νου μου τον μεγάλο κομμουνιστή Ουίλιαμ Σαίξπηρ, να γράφει τους αθάνατους στίχους του: «Όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή/ κι όλοι οι γάτοι και οι γάτες/ είναι απλώς ηθοποιοί», που ήταν απόσπασμα από τον ύμνο της ομάδας μου και του συνδέσμου. Πήρα κουράγιο και συνέχισα:
«Δε χρειάζεται ταλέντο για να ζωγραφίσεις, δε χρειάζεται να έχεις κάτι να πεις ή να έχεις μορφωθεί πάνω στην ιστορία της τέχνης. Δεν χρειάζεται να έχεις ηθική ή αισθητική, δε χρειάζεται τίποτα βασικά. Το μόνο που μετράει είναι να ζωγραφίζεις με την καρδιά σου και η επιτυχία θα έρθει από μόνη της».
Με κοίταξαν άφωνοι.
«Θυμάσαι όταν πιστεύαμε κάτι αντίστοιχο για τη λογοτεχνία πριν δέκα χρόνια ρε;», με ρώτησε ο Νικ. «Είχες ανεβάσει μια ιστορία με ζόμπι σε μια σελίδα στο ΙΝΤΕΡΝΕΤ και έπειτα σκαρφάλωσες σε ένα τρένο την ώρα που ήταν σταθμευμένο κάπου στην επαρχεία και έγραψες σε κάθε βαγόνι με σπρέι, προτροπές προς τους επιβάτες να διαβάσουν την ιστορία σου και να ψηφίσουν ΛΑΟΣ στις εκλογές. Είδαμε και πάθαμε να σε βγάλουμε απ’ τη φυλακή. Ευτυχώς που σου φάνηκε αστείο να γράψεις υπέρ του ΛΑΟΣ κι όχι του ΚΚΕ, αλλιώς ακόμα μέσα θα ήσουν».
Γέλασα. Υπερασπιζόμουν ακόμα με όλη μου την καρδιά εκείνη την πράξη κι απορούσα πως δεν την είχα βάλει σε κανένα διήγημα μέχρι τώρα. Θα το έκανα κάποτε. Άσε που όντως το ΛΑΟΣ είχε ανέβει εκείνη τη χρονιά.
«Όπως και να έχει, χρειαζόμαστε κάτι πιο συγκεκριμένο», συμφώνησε με τον Νικ κι ο ψηλός.
«Τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους», είπα εγώ συνεχίζοντας να παραγγέλνω ποτά και να χαζεύω με τη σειρά μου την τύπισσα με το ψεύτικο πέος. «Έχω ήδη βρει το όνομα της ομάδας μας». Ανακοίνωσα. «“Ζωγραφικός Όμιλος ΜΕ ΚΑρδιά”, δηλαδή Ζ.Ο. ΜΕΚΑ»
«ΜΕΚΑ; Αυτό δεν είναι ο ιερός τόπος των μουσουλμάνων;».
«Ναι, με τη βοήθεια του Αλλάχ, το πινέλο μας θα κόψει τα κεφάλια των άπιστων!», δήλωσα.
«Λοιπόν τι λέτε;» ρώτησα. Με κοίταξαν.
Τσουγκρίσαμε.
Η ΜΕΚΑ έπινε λοιπόν τις ποτάρες της κατά παράβαση των εντολών του Θεού, και παράλληλα συζητούσαμε ποιες θα ήταν οι επόμενες κινήσεις μας ενάντια στο καλλιτεχνικό κατεστημένο. Δε μας ενδιέφερε στην παρούσα φάση ούτε να ζωγραφίσουμε, ούτε να ασχοληθούμε με τον εμφύλιο πόλεμο.
«Αρχικά θέλω να δηλώσω πως προτείνω η ομάδα μας να έχει φουλ θρησκευτικό χαρακτήρα, αλλά να είναι ταυτόχρονα υπέρ όλων των ηδονών της ζωής!», είπε ο ένας.
«Συμφωνώ απολύτως, και επιπλέον προσθέτω πως όλες αυτές τις ηδονές πρέπει να τις βλέπουμε με ένα πνεύμα ασκητικό, δηλαδή σαν κάτι μεταξύ νηστείας και Θείας κοινωνίας, τίποτα δεν είναι αρκετό για τη ΜΕΚΑ, όλα είναι πολύ λίγα τη ΜΕΚΑ, αλλά η ΜΕΚΑ δεν αρνείται ποτέ την ανάγκη της ηρεμίας και της ησυχίας».
«Ακριβώς-ακριβώς, η ΜΕΚΑ είναι μια προσευχή στο Θεό να μας κάνει άξιους να γίνουμε περισσότερο αχάριστοι απέναντι του!».
Τσουγκρίσαμε πάλι.
Ήμασταν τέρμα ζαλισμένοι. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού ανακοίνωσε απ’ το μικρόφωνο πως ακολουθεί παράσταση από τις ΚΡΕΙΖΙ ΓΚΕΡΛΖ ΓΟΥΙΘ ΚΟΥΕΣΙΟΝΜΑΡΞ.
Διακόψαμε τη συζήτηση για να δούμε τι παίζει. Στη σκηνή εμφανίστηκε αρχικά μια κοπέλα και μίλησε.
«Ε βασικά ντρέπομαι λίγο κάθε φορά που μιλάω σε κοινό», είπε.
«Είμαστε μια αυτόνομη χορευτική ομάδα που φτιάχτηκε στα χρόνια του εμφυλίου και…»
«ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η…», φώναξα, ενώ προφανώς είχα σταματήσει να ακούω μουσικές, λόγια, να βλέπω τοίχους, να σκέφτομαι πράγματα. Κατά βάση ήμουν σπουδαγμένο και διαβασμένο παιδί από πριν τον πόλεμο και ήξερα να επεξεργάζομαι δεδομένα του περιβάλλοντος. Όλοι γύρω μου απορούσαν με το πως άδειαζε τελείως το μυαλό μου έτσι απότομα κάποιες φορές.
Οι φίλοι μου με κοίταξαν σαστισμένοι. Αν και ήταν και οι ίδιοι πιωμένοι κατάλαβαν που το πήγαινα το πράγμα. Τελικώς ο Νικ που με ήξερε και κάπως καλύτερα πετάχτηκε και με τράβηξε κάτω.
«Όχι ρε μαλάκα, δεν είναι. Ηρέμησε. Θα μας πετάξουν έξω. Χαλάρωσε σε παρακαλώ. Θα σκοτωθούμε. Κανονικά. Όχι όπως πριν τον πόλεμο. Όχι όπως στα διηγήματα. Κανονικός θάνατος που δεν υπάρχει συνείδηση έπειτα. Το χεις;».
«Μα την είδα», κλαψούρισα. «Είναι εκεί, χορεύει».
«Έλα μωρέ, παράτα τον!», πετάχτηκε ο ψηλός. «Στην πραγματικότητα δε του αρέσει καμία ρε, ζει για το σόου. Περφόμανς κάνει. Εγώ σε πιστεύω ρε», μου είπε, γυρίζοντας προς το μέρος μου. «Αυτή είναι. Πήγαινε να της μιλήσεις!».
«Τι του λες και εσύ τώρα», απάντησε θυμωμένα ο Νικ. Να σημειωθεί πως όλοι μας, μα περισσότερο εγώ τα είχαμε κοπανήσει και συνεχίζαμε να πίνουμε. Άρα ανεβοκατεβάζαμε τον τόνο της φωνής μας σε τυχαία σημεία της συζήτησης, για άκυρους λόγους ή μάλλον χωρίς κανένα λόγο.
«Αφού με πιστεύει ο Μιν εμένα μου φτάνει», είπα με θάρρος. «Και το γεγονός ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται δεν έχει καμία σχέση με τίποτα απ’ όσα λέμε. Δε δίνω δεκάρα για την ιστορία, το Θεό, το σύμπαν ολόκληρο και τους νόμους του, στα αρχίδια μου. Εγώ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, είμαι πιο σημαντικός απ’ όλη την κοσμική ύλη του κόσμου κι όλους τους άρρωστους παρανοϊκούς πανθεϊσμούς που έχετε φτιάξει εσείς οι τρελάρες. Πρέπει να πεθάνω; Σιγά μην πεθάνω. Αμ δε σφάξανε. Να φάτε γλαρόσουπα».
Και πίνοντας ένα ποτηράκι ακόμα. Τράβηξα προς τη σκηνή. Η μία χορεύτρια ήταν πολύ όμορφη, πολύ γλυκιά, πολύ ιδιαίτερη και όντως έμοιαζε στην κοπέλα που θυμόμουν απ’ την πόλη που είχαν ισοπεδώσει οι στρατιώτες. Πάω και της μιλάω λοιπόν. Για να δούμε τι ξέρει από μαρξισμό, δηλαδή από Σαίξπηρ.
Εγώ: Αλλά βέβαια ηδονή και δράση κάνουν το χρόνο να φαίνεται λίγος.
Αυτή: Ξόδευα άσκοπα το χρόνο μου
Ε. Τώρα ο χρόνος ξοδεύει άσκοπα εμένα.
Ε: Τι υπάρχει σ’ ένα όνομα;
Α: Έλα ντε. Αυτό που ονομάζουμε τριαντάφυλλο, με οποιοδήποτε άλλο όνομα θα μύριζε εξίσου ωραία.
Ε: Η αλήθεια κάνει το διάβολο να κοκκινίζει.
Α: Οι γελωτοποιοί συχνά αποδεικνύονται προφήτες.
Ε:Το πρώτο πράγμα που θα κάνουμε: Ας σκοτώσουμε όλους τους δικηγόρους.
Και κάπου εκεί, πρωτού πάω να τη φιλήσω, αν όχι στο στόμα, έστω στο μάγουλο, ήρθαν οι μπράβοι του μαγαζιού, δυο αναρχικοί δηλαδή και με πήραν σηκωτό να με πετάξουν έξω. Ευτυχώς λίγο πριν εκπληρώσουν την πρόθεση τους που εκτός απ’ τη λήξη του θεατρικού διαλόγου θα σήμαινε και ένα γερό χέρι ξύλο, η κοπέλα μεσολάβησε.
«Εντάξει δεν ενοχλεί, γλυκούλης είναι αφήστε τον, λογικά θα πληρώσουν σε λίγο και θα φύγουν. Ε;», είπε και κοίταξε παρακλητικά. Τι να πω και εγώ, συμφώνησα. Απήγγειλα ένα τελευταίο μαρξιστικό: «Κουράστηκα• να φύγω πια απ’ όλ’ αυτά εδώ πάνω! Αλλά θα μείνει η αγάπη μου μόνη της αν πεθάνω». Η αγάπη μου γέλασε. Ακόμα και οι μπράβοι χαμογέλασαν και έτσι γύρισα ασφαλής στο τραπέζι μας. Οι φίλοι μου ήταν εκεί.
«Άντε ρε μαλάκα, ήμασταν οριακά να επέμβουμε», μου είπαν και μου έδειξαν τα όπλα τους που είχαν γεμάτα και έτοιμα πλέον. Τα οπλίζαμε πλέον σπάνια γιατί παρόλο τον εμφύλιο είχαμε μείνει οι τελευταίοι στην Ελλάδα που δεν ξέρανε σκοποβολή.
Χαμογέλασα. Εξαιρετική ιδέα. Πιθανότατα αν έπεφτε έστω και μια σφαίρα εδώ, θα γέμιζε το μαγαζί δεκάδες νεκρούς και οι ταραχές θα επεκτείνονταν σε όλη την πόλη. Ήταν πραγματικοί φίλοι.
«Εντάξει παιδιά, τα κατάφερα και μόνος μου».
«Τι έγινε τελικά με την κοπέλα;».
«Νομίζω με βλέπει σα φίλο».
«Κλασσικά πράγματα».
«Ναι μωρέ, only ΜΕΚΑ things, βάλε μου ένα ποτηράκι».
Μου βάλανε.
Πιάσαμε μια κάπως πιο ήρεμη κουβέντα για το πώς και που θα γινότανε η επόμενη αγωνιστική μεταξύ του πρωταθλητή Ελλάδας, ΓΙΓΑΝΤΑ ΠΕΙΡΑΙΑ και της ομάδας της Λαμίας, ΕΚΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΤΡΑΠΗ. Ήταν σημαντικός αγώνας γιατί αν η ομάδα του ΓΙΓΑΝΤΑ έχανε, θα έπεφτε στη δεύτερη θέση. Δύσκολο να συμβεί, όμως οι διαιτητές της Λαμίας δεν έπαιρναν γραμμή απ’ την κυβέρνηση ως προς τα σφυρίγματα, από την αρχή του εμφυλίου μέχρι σήμερα.
«Η Λαμία εδώ και καιρό δεν ελέγχεται από τον εθνικό στρατό».
«Ποιός την έχει; Άκουσα ότι οι Κομμουνιστές αποχώρησαν επίσης κάνα δυο μήνες τώρα».
«Ε λοιπόν φίλοι μου», χαμογέλασα εγώ που ήξερα λεπτομέρειες και έβγαλα απ’ την τσάντα μου μια πολιτική-αθλητική εφημερίδα (ήταν ένα και το αυτό πλέον), «Η Λαμία παραχωρήθηκε απ’ τους Κομμουνιστές σε μια φεμινιστική, αυτόνομη οργάνωση, την ΠΕΤΡΟΛΕΖ, με αντάλλαγμα να περάσουν τα ανταλλακτικά για το εργοστάσιο όπλων του ΚΚΕ στο Βόλο και να λήξει η απεργία των αναρχικών εκεί και επιπλέον…»
«Μαλάκα μου έχει γίνει πολύ περίπλοκο όλο αυτό».
«Ναι…», συμφώνησα.
«Εσείς θα μείνετε πρώτη κατηγορία στο τοπικό πάντως;»
«Οπωσδήποτε», είπα εγώ με αισιοδοξία. «Μπορεί να μην υπάρχουν Γάτες πλέον, αλλά φυτέψαμε τους σπόρους μιας κουλτούρας που θα ανθίσει κάποτε. Φοβούνται τη μέρα που ο νεανικός οπαδικός εγελιανισμός θα ξεχύνεται με καραμπίνες στα γήπεδα και θα σπέρνει τον πανικό στην αμορφωσιά, στην βλακεία αλλά κυρίως στη μαφία και στη δεξιά».
«Στην υγειά μας λοιπόν!».
«Στην υγ…».
Έφτυσα πάνω στον ψηλό.
Ήταν εκεί, ήταν πάνω στη σκηνή. Αυτή τη φορά δεν έφταιγε το αλκοόλ ή οτιδήποτε άλλο. Το χορευτικό πρόγραμμα είχε τελειώσει και τώρα για λογαριασμό του μαγαζιού μίλαγε ένας κλόουν. Όχι ένας γλυκούλης, ενδιαφέρον, χαρούμενος κλόουν, αλλά ένα διεστραμμένο, πουλημένο σαδιστικό καθήκι. Ήταν ο Κόπρος!
«Τι έγινε ρε μαλάκα; Γιατί χλόμιασες;», με ρώτησαν οι φίλοι μου.
«Τον βλέπετε αυτόν εκεί που περιμένει να μιλήσει στο μικρόφωνο; Λοιπόν αυτόν τον είχαμε στο σύνδεσμο. Όταν άρχισε να υπάρχει έλλειψη βασικών αγαθών στην Αττική, ήθελε να γίνουμε μπράβοι αυτού του μεγαλομαφιόζου που έχει τον πρωταθλητή Ελλάδος μη χέσω. Τότε τους είχαν φάει οι κομμουνιστές κάτι φορτία με όπλα στο λιμάνι και αυτός έκλεισε ντιλ με την κυβέρνηση για τα επόμενα. Προθυμοποιήθηκε μέχρι και να προσλάβει αντιφασίστες οπαδούς με καλό μεροκάματο. Οπαδοί όπως ο Κόπρος ήταν χαρακτηριστικό δείγμα υπανθρώπων που δέχτηκαν να γίνουν τσιράκια του κράτους, της κυβέρνησης, της δεξιάς και φυσικά του ΓΙΓΑΝΤΑ ΠΕΙΡΑΙΑ».
«Και πως αντιδράσατε όταν σας το πρότεινε;»
«Τον σαπίσαμε στο ξύλο», είπα περήφανα. «Στις Γάτες είχαμε πολλά προβλήματα αλλά ηθικής δεν είχαμε ποτέ. Πες μας ό,τι γουστάρεις, αλλά όχι μπράβους. Πως μας ξέφυγε ο Κόπρος και τον βάλαμε μέσα, αυτό είναι άλλο θέμα. Απορώ τι κάνει εδώ».
«Θα το μάθουμε. Βάζε ποτό στο μεταξύ».
Δύο τύποι της αναρχικής φρουράς του μαγαζιού έφεραν τότε στη σκηνή ένα κλουβί. Από μέσα του ακουγόταν να παλεύει κάτι, όμως τι ήταν, δε μπορούσα να δούμε. Υποθέταμε πως επρόκειτο για ένα άγριο ζώο, όμως μια κουρτίνα κάλυπτε όλη την επιφάνεια. Η φρουρά άφησε το κλουβί και αποχώρησε.
Τότε μίλησε ο Κόπρος.
«Σύντροφισσες και σύντροφοι…», ξεκίνησε.
«ή όποιο άλλο φύλο είστε», σχολίασα ειρωνικά μην πιστεύοντας την μεταστροφή του.
«ή όποιο άλλο φύλο και σεξουαλικός προσανατολισμός σας κάνει να αισθάνεστε άνετα. Δυστυχώς οι ταξικοί περιορισμοί κληροδότησαν σε μερικές από εμάς, το πλέον φτωχό λεξιλόγιο και δε μπορώ να σας καλύψω σε μία μου ομιλία. Θέλω ωστόσο να αισθάνεστε όσο το δυνατόν πιο άνετα. Θα κάνουμε το παν απόψε ώστε να είναι ο χώρος ένα αληθινό safespace για όλες».
«Έλα Χριστέ και Παναγιά!», είπα κάνοντας το σταυρό μου. «Δε το ζω αυτό το πράγμα».
«Ρε απ’ ότι φαίνεται δεν είναι ακριβώς μαγαζί εδώ, το παρεξηγήσαμε γιατί είχαμε πιεί», μου είπε ο Νικ.
Κοίταξα γύρω μου. Ναι ήταν σαφές. Ήταν ο αναρχικός χώρος της πόλης κι όχι κάποιο κέντρο διασκέδασης. Οι ένοπλοι που είχα δει ήταν η περιφρούρηση κι όχι μπράβοι. Κι ο Κόπρος; Ο Κόπρος απλά παρασιτούσε στον καινούργιο χώρο που του πρόσφερε κάλυψη ή ακόμα χειρότερα δούλευε για το κράτος. Αλλά θα εμπιστευόταν το κράτος έναν τέτοιο ρόλο στον Κόπρο; Αποκλείεται, δεν περισσεύανε λεφτά στην κυβέρνηση των Αθηνών. Η πρώτη εξήγηση ήταν πιο ικανοποιητική. Υιοθετώντας τη σωστή ρητορική, ρούχα και στα πλαίσια μιας πόλης που δεν κινδύνευε ούτε απ’ τη φτώχεια, ούτε απ’ τον πόλεμο για την ώρα ο Κόπρος είχε γλυτώσει απ’ την πιθανότητα να τον τιμωρήσει κάποιο απ’ τα δεκάδες στρατόπεδα που είχαν σχηματιστεί κατά τον πόλεμο, αν όχι για τα εγκλήματα, τότε για τη μαλακία που έδερνε το κεφάλι του.
Έβραζα αλλά έμεινα στη θέση μου. Ο Κόπρος συνέχισε.
«Ξέρουμε ότι όλες εδώ είστε καταπιεσμένα. Έτσι θελήσαμε να σας διασκεδάσουμε για απόψε με το εξής θέαμα. Μετά τον χορό που απολαύσατε από την χορευτική μας ομάδα, την οποία ευχαριστούμε όλες, θα έχετε την ευκαιρία να ξεσπάσετε ενάντια σε έναν αληθινό εχθρό, έναν εχθρό που παρουσιάζει τις ζωές όλων σας εδώ σαν μη άξιες να βιωθούν. Ορίστε λοιπόν».
Και τράβηξε την κουρτίνα που κάλυπτε το Κλουβί.
Χρειάστηκε να πεταχτούν πάνω μου δύο ζευγάρια χέρια, αυτά των φίλων μου για να μην πεταχτώ όρθιος ή να μην κινηθώ προς το όπλο μου. Το παιδί στο κλουβί το ήξερα και μου έκανε εντύπωση που δεν τον ήξεραν και οι άλλοι δύο. Συμμετείχε στην Αόρατη Αποστροφή. Ήταν αντιφασίστας μάλιστα. Εντάξει του χειρίστου είδους εδώ που τα λέμε. Ήταν οπαδός μιας μεγάλης ομάδας της Βόρειας Ελλάδας, με το όνομα ΠΑΝΟΥΚΛΑ, αλλά δεν τον ένοιαζε το ποδόσφαιρο όσο να τραμπουκίζει μαγαζάτορες μαζί το σύνδεσμο του για τσάμπα ποτά και καλό χαρτζιλίκι. Αυτά στην αρχή, μετά το πράγμα εξελίχθηκε σε κανονική επιχείρηση, όμως καθώς πάντα βοήθαγε στα αντιφασιστικά και γενικώς προκαλούσε προβλήματα μόνο σε έχοντες περιουσία ποτέ δε με ενόχλησε η παρουσία του. Άσε που δεν πληρώναμε ποτέ όταν βγαίναμε μαζί του.
«Αυτός εδώ ο τύπος είναι φασίστας και όλα τα σχετικά που συνοδεύουν αυτό το ρόλο», είπε χαιρέκακα ο Κόπρος. Είναι δικός σας. Θα είναι απολύτως δικός σας σε πέντε λεπτά, επιτρέψτε μου ένα μικρό διάλλειμα.
Κατέβηκε απ’ τη σκηνή.
Γύρισα προς τους φίλους μου. Ήμουν στα πρόθυρα του αμόκ.
«Παιδιά κοιτάξτε να δείτε, αυτός εκεί ο τύπος είναι τελείως μαλάκας ναι, αλλά μια φορά φασίστας δεν είναι. Σε αντίθεση με τον κλόουν από εδώ που όντως ήθελε να πείσει μια ολόκληρη ομάδα αντιφασιστών οπαδών να γίνουν φασίστες και μπράβοι, η ζωή έχει έρθει τα πάνω κάτω, όλα είναι εικόνες, τίποτα δεν έχει νόημα πια».
«ΓΑΜΩ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΣΑΣ! ΟΤΑΝ ΒΓΩ ΑΠΟ ΕΔΩ ΘΑ ΣΑΣ ΓΑΜΗΣΩ ΤΗ ΜΟΥΝΑ!», ούρλιαζε προς το κοινό εντωμεταξύ ο αιχμάλωτος.
«Έχεις δίκιο», είπε ψιθυριστά ο Νίκ, «Αλλά τι να κάνουμε;».
«Ας τον βγάλουμε έξω, πρότεινε χαλαρά ο ψηλός.
Κοιταχτήκαμε.
«Εγώ ψήνομαι», μας διαβεβαίωσε.
«Όντως τώρα;» τον ρώτησα, ηρεμώντας κάπως.
«Ναι ρε, ολόκληρος εμφύλιος έχει γίνει και δεν έχουμε ρίξει μια σφαίρα, αρχίζω να ντρέπομαι, ας προκαλέσουμε έστω κάτι…»
«Σωστό κι αυτό», πρόσθεσε ο Νικ.
«Για αισθητικούς πάντα λόγους ε;», είπα εγώ.
Κανείς δε μίλαγε. Άρπαξα το όπλο μου απ’ την τσάντα. Το τράβηξα έξω.
«Σηκωθείτε!», είπα. «Πάμε! Για τη ΜΕΚΑ!». Δέκα δευτερόλεπτα τζετ λακ μετά με ακολουθούσαν και οι άλλοι δύο.
«Όλα θα πάνε καλά!», μου είπε ο ψηλός, βλέποντας με να προπορεύομαι αλλά να τρέμω και σα το ψάρι ταυτόχρονα. Παράδιπλα μας τραπέζια που μας έβλεπαν άρχισαν να αδειάζουν.
«Ο κόσμος είναι ένα στρείδι που θ’ ανοίξει με το ξίφος μου, του απάντησα στα κλασσικά μαρξιστικά μου.
Κανείς δε μας εμπόδισε να φτάσουμε ως τη σκηνή. Ίσως επειδή ήμασταν οπλισμένοι σαν αστακοί να δείχναμε πιο απειλητικοί απ’ ότι μπορούσαμε πραγματικά να γίνουμε. Ανεβήκαμε πάνω.
Ο κόσμος είχε πέσει κάτω απ’ τα τραπέζια αλλά συνέχιζε να μας παρακολουθεί με τα μάτια και τα αυτιά του. Σκέφτηκα για λίγο να τους μιλήσω για το Χέγκελ, για τον Ακινάτη, για το ότι δεν είναι ντροπή να μην συγκρατείς το που σπουδάζει η άλλη, ούτε σημαίνει πως δεν την προσέχεις όταν μιλά. Να πω για τον Κάφκα, τον Ντεμπόρ, τον Κουζάνους, τους νεκρούς του Εμφυλίου, τα ντέρμπι του χάθηκαν από γαμημένα σφυρίγματα, από ανίκανες διοικήσεις, τους προπονητές που άξιζαν να μείνουν στην ομάδα, τον Σελίν και τη μιζέρια που δεν αποβάλλεται εύκολα όσους τίτλους κι αν πάρεις…
«ΣΑΣ ΕΧΩ ΟΛΟΥΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΥΣ ΣΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΜΟΥ!», είπα τελικά. Άνοιξα το κλουβί πυροβολώντας την πόρτα. Εκείνη τη στιγμή γύριζε κι ο Κόπρος που δεν είχε πάρει πρέφα τι είχε συμβεί.
«Εμείς φεύγουμε!», του ανακοίνωσα. Με κοίταξε, με αναγνώρισε. Σίγουρα φοβήθηκε μην τον σκοτώσω, κάτι που σίγουρα μπορούσα να κάνω, αλλά τέτοια σκουπίδια δε τα σκοτώνεις, είναι ήδη νεκρά, ζούνε νεκρά και πεθαίνουν νεκρά. Αν κανένας τριγύρω τους δεν προσέχει ότι είναι σκουπίδια δεν έχει καμία σημασία και τόσο το χειρότερο για δαύτους. Μια πόλη που είναι περήφανη για το ότι δε μαζεύει τα σκατά της, δε τη βοηθάς να φτιάξει ομάδες καθαριότητας, την αφήνεις στη μοίρα της και καλή τύχη. Άλλωστε κατά βάθος γούσταρα που η μόνη σφαίρα που έριξα σε όλο τον πόλεμο ήταν για να σπάσω ένα κλουβί. Μέχρι στιγμής φυσικά.
«Θα τα πούμε Κόπρε, μια οικογένεια ήμαστε!», πρόσθεσα. Και με γοργό βήμα, οι τέσσερεις μας πλέον, το σκάσαμε απ’ την πίσω πόρτα του μαγαζιού. Εκεί είχε διάφορα παρκαρισμένα αμάξια. Κλέψαμε το πρώτο που είχε κλειδιά πάνω του.
«Κι αν κάποιο είναι συντρόφου;», με ρώτησε ο Νικ και κατουρηθήκαμε σχεδόν στα γέλια. Πραγματικά στα παπάρια μας. Οι τύποι οριακά θα άρχιζαν να κάνουν ανθρωποθυσίες αν τους άφηνες κάνα χρόνο ακόμα».
«Αν όμως ήταν κανονικός φασίστας στη θέση του θα είχες πρόβλημα;».
Δεν απάντησα τίποτα. Συνέχισα να οδηγάω. «Πού πάμε τώρα;» ρώτησε ο νέος μας καλεσμένος όταν πια είχαμε βγει απ’ την μικρή πόλη. Σταμάτησα το αμάξι. «Φοβάμαι πως εσύ κατεβαίνεις εδώ φίλε μου», του είπα και χαμογέλασα ευγενικά. Οι φίλοι μου έδειχναν να συμφωνούν.
«Μα…», έκανε αυτός, «Τέλος πάντων… ναι καταλαβαίνω, εντάξει».
Κατέβηκε.
Συνεχίσαμε.
«Αλήθεια, όντως που πάμε τώρα;», ρώτησε ο ψηλός. «Είμαστε ταπί τελείως».
«Πάμε κάπου, να μην έχει πολύ πόλεμο, να πουλήσουμε το αμάξι και να ζήσουμε καλά λίγο καιρό, έχω κουραστεί με όλα αυτά τα καμένα σκηνικά, χρειάζομαι ξεκούραση», απάντησα.
«Πάμε Θράκη; Κομοτηνή για παράδειγμα που έχω ακούσει τα καλύτερα».
«Όχι μη του βάζεις ιδέες», πετάχτηκε ο Νικ, «Γιατί θα πίνει πάλι τον κώλο του και θα φαντάζεται κοκκινομάλλες που γνωρίζει από παλιά στα μπαρ που θα πηγαίνουμε».
«Υπόσχομαι ότι δε θα συμβεί κάτι τέτοιο», είπα κοκκινίζοντας ελαφρά και κοιτάζοντας τον δρόμο που ξανοιγόταν μπροστά μας.
«Μα, αφού είσαι πρεζάκιας ντράμα κουίν ρε μαλάκα».
«Αυτές είναι».
«Κι αυτές».
«Άρα που πάμε;».
«Πάμε Ροδόπη; Είναι ήσυχα. Και με τη ΜΕΚΑ μπορούμε να στήσουμε μια μικρή ένοπλη μουσουλμανική κίνηση ανεξαρτησίας βασισμένη στη ζωγραφική. Αν πάει πολύ άσχημα φεύγουμε».
«Ακούγεται ό,τι πρέπει ρε φίλε για να ηρεμίσουμε, μέσα».
«Ναι κομπλέ, μέσα και εγώ. Να σου πω, παίζει να σταματήσουμε κάπου να κατουρήσω όμως;».
«Βασικά σταματάμε τώρα; Γιατί θέλω να γράψω κάτι να ανεβάσουμε στο ΙΝΤΕΡΝΕΤ».
«Ωραία ναι, παρκάρω. Τι θες να γράψεις;».
«Ένα κείμενο για όσα έγιναν με τίτλο…
Ανάληψη Ευθύνης Για Την Απελευθέρωση Ενός Φασίστα.
«Οκεί σταματάω εδώ».
«Λίγο πιο εκεί, εδώ μπορεί να με δει κάποιος να κατουράω».
«Είμαστε στη γαμημένη εθνική οδό και έχουμε εμφύλιο ρε μαλάκα».
«Σταμάτα να με κρίνεις».