Εμείς στο σπίτι μας δεν είχαμε ποτέ πορσελάνες -μας έλειπε η αριστοκρατική καταγωγή- ή μάλλον δεν έλειπε, είχε χαθεί κάπου στα χρόνια -ο προπάππους ήταν πλούσιος και μορφωμένος, έχασε τα λεφτά του για να σωθεί -στις γκόμενες τα έφαγε μην λες ψέματα στα παιδιά. Στο σπίτι μας ήταν πάντα κακό να λέμε ψέματα εκτός αν ήταν ψέματα που αγκαλιάζουν και γλύφουν τις πληγές. και κάτι Χριστούγεννα σπάσαμε όλες τις μπάλες για το δέντρο -η έλλειψη πορσελάνης σήμαινε και έλλειψη καλών τρόπων, αν και πάντα μας φαίνονταν αντιαισθητικά τα σπασμένα πιάτα πάνω σε πίστες- κι είπαμε ψέματα πως καμία δεν στεναχωρήθηκε που μείναμε χωρίς στολίδια. Ήταν μια κίνηση εκδίκησης φυσικά, ευνουχίσαμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο και μετά στολίσαμε μια μήτρα από κόκκινη γιρλάντα στην βιβλιοθήκη. Την βγάλαμε αργότερα, αισθάνονταν άβολα οι επισκέπτες, οι άντρες κυρίως, βέβαια και μετά όποιος άντρας έμπαινε στο σπίτι καθόταν στην άκρη του καναπέ ή έμπαινε μόνο σε ένα δωμάτιο και πάντα μίλαγε χαμηλόφωνα. Εμάς το σπίτι μας έδιωχνε τους άντρες αφού πρώτα τους πιπίλαγε τον λαιμό και τους έκανε να κλαίνε, κι εμείς, στεκόμασταν στο κατώφλι της πόρτας, πάντα με μια μικρή χαρά, μόνο καμιά φορά κάποια από εμάς δάκρυζε λίγο και μετά είχε νεύρα – δεν της μιλάγαμε τότε, την αφήναμε, και έπειτα σφίγγαμε τα χέρια μας και σαν όρκο λέγαμε θα τα καταφέρουμε, πάντα τα καταφέρνουμε, και η Θεά πάνω από το κεφάλι μας γέλαγε και έβαζε τα κλάματα από τα γέλια. Εμείς στο σπίτι μας μετράγαμε τις χρονιές με την δουλειά ή και με την ανεργία και πάντα λέγαμε “του χρόνου θα πάρουμε πορσελάνες και κολονάτα ποτήρια και κηροπήγια” “να βγάλεις το καλό σερβίτσιο” και γελάγαμε γιατί εμείς στο σπίτι μας δεν είχαμε ποτέ καλό σερβίτσιο μόνο πάντα κάποια άνεργη ή κάποια στο όριο της ανεργίας ή κάποια συμβασιούχα ή κάποια που δεν τις κόλαγαν ένσημα ή κάποια με πρησμένα πόδια ή κάποια με κρίσεις πανικού ή κάποια που δεν ξέρει τι θέλει να κάνει στην ζωή της. Εμείς στο σπίτι μας δεν είχαμε πορσελάνες μόνο μια συναδέλφισσα κάποια στιγμή μας είχε φέρει κάτι κούπες δώρο από την Βουλγαρία, ήταν άρρωστος ο εγγονός της ή κάτι τέτοιο και κάτι πόδια με σπασμένες φλέβες φρόντισαν να πάρει άδεια, όμως ποτέ δεν τα χρησιμοποιούμε είναι στο πάνω ντουλάπι γιατί εμείς στο σπίτι μας ότι χρησιμοποιούμε το σπάμε, το πετάμε κάτω με δύναμη, του φωνάζουμε, εμείς στο σπίτι μας μάθαμε πως δεν είναι κακό να σπας, παρά μόνο να προσέχεις τα μικρά μικρά γυαλιά που μένουν κάτω από το χαλί, που κρύβονται δίπλα στα ντουλάπια της κουζίνας, πάντα να προσέχεις τα γυαλιά όταν σπας αλλιώς σπάσ’ τα όλα, σπάσε μέχρι και τις πορσελάνες που δεν έχουμε, σπάσε την ιστορία του προπάππου σου που ήρθε από τον Πόντο και η κάθε εγγονή λέει άλλη ιστορία -ξεπεσμένες μαρκησίες- καμιά δεν παραδέχεται πως η ιστορία μας είναι ραγισμένη όπως θα ήταν και οι πορσελάνες μας, αλλά ποτέ σκονισμένη πάντα την φυσάμε και την ξεσκονίζουμε, εμείς στο σπίτι μας έχουμε για ξεσκονόπανα ληγμένες συμβάσεις και απολύσεις, άγριες ματιές αφεντικών και κυβερνήσεων εμείς στο σπίτι μας γλείφουμε την σκόνη με την γλώσσα και μετά δοκιμάζουμε το γλυκό πριν τελειώσει, πάντα ανυπόμονες, εμείς στο σπίτι μας πάντα βιαζόμαστε και πάντα αργούμε, έχουμε πάντα πολλές δουλειές, εμείς στο σπίτι μας ποτέ δεν προλαβαίνουμε κι όμως βρίσκουμε μια στιγμή να αναρωτηθούμε αν ο προπάππους μας είχε πορσελάνες αν η γιαγιά μας ήξερε τι πάει να πει προλετάρια αν η μητέρα μας, μας αγαπάει στ’ αλήθεια, αν κάνει να πιούμε το γάλα που έχει λήξει. Εμείς στο σπίτι μας γρατζουνάμε τα χέρια μας και λέμε πως φταίει η γάτα, ξεχνάμε πως δεν έχουμε γάτα και νιαουρίζουμε το βράδυ, δαγκώνουμε το μαξιλάρι μας και κλαίμε στα κρυφά, παρακαλάμε την Θεά να είναι καλή μαζί μας, να βγουν καλές οι εξετάσεις, να πάει καλά η συνέντευξη, να πετύχει το παιδί στις πανελλήνιες.
εμάς
στο σπίτι μας
πιο πολύ μας λείπουν οι πορσελάνες
παρά η Θεά
One thought