Πρωτοχρονιά ενός σπιντάκια (Φώντας Φ.)

Ήταν απογευματάκι προς βράδυ και καθώς ο Χρήστος γύριζε, ως συνήθως με το μετρό, σπίτι του, ακούμπησε για λίγο το κεφάλι του στο τζάμι του βαγονιού και κουρασμένος καθώς ήταν, αποκοιμήθηκε.

Η ιστορία φυσικά δεν τελειώνει εδώ, όμως κάλλιστα θα μπορούσε να τελειώσει η αφήγηση της και να ασχοληθούμε όλοι μας με πιο σημαντικά πράγματα. Παρόλα αυτά δε συμβαίνει έτσι. Αυτό σε πρώτη φάση γιατί ο ύπνος του Χρήστου έφτασε στο τέλος του, μόλις λίγα δεκάλεπτα μετά τη βύθιση του στην αγκαλιά του Μορφέα. Μια βροντερή φωνή, που είχε πάντως και μια νότα λύπησης μέσα στις λέξεις που άρθρωνε τον είχε ταράξει:

«Σηκωθείτε κύριε! Τέρμα!»

Ήταν ο οδηγός του συρμού που διέκοπτε βίαια τον ύπνο του. Δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να μουρμουρίσει ένα «συγνώμη» κι ένα «ευχαριστώ» και να εξαφανιστεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Καθώς ανέβαινε τις κυλιόμενες ένιωσε για λίγο το βλέμμα του υπαλλήλου που τον ξύπνησε καρφωμένο πάνω του. Λυπήθηκε για την εικόνα που έδινε, αλλά αποφάσισε να μη δώσει σημασία.

«Σκατά!», σκέφτηκε τελικά όταν βγήκε έξω απ’ το σταθμό. Τον είχε πάρει ο ύπνος και εξαιτίας αυτού κατέληξε στο τέρμα της γραμμής. Τη σιχαινόταν αυτή τη στάση εδώ και χρόνια και αν και πέρναγαν από εκεί λεωφορεία που τον πήγαιναν σπίτι του, αυτός την απέφευγε όποτε μπορούσε. Προτιμούσε τις δυο προηγούμενες που του κόστιζαν μια ελαφριά καθυστέρηση κάθε φορά, αλλά δεν συνεπάγονταν πικρές αναμνήσεις.

«Εμ, βέβαια», μίλησε πάλι στον εαυτό του. «Τέτοιο σκουπίδι που έχω καταντήσει είναι λογικό να κοιμάμαι συνέχεια στο μετρό. Δε θα αργήσει η μέρα που αντί να κοιμάμαι, θα κλέβω ή ακόμα χειρότερα θα ζητιανεύω απ’ τους υπόλοιπους επιβάτες. Ή το πιο χείριστο! Θα μουρμουρίζω μόνος μου, ενημερώνοντας με κραυγές τους υπόλοιπους στο βαγόνι για το ποιο ιστορικό πρόσωπο μιλάει διαμέσου μου σε αυτό το δρομολόγιο».

Μικρότερος και σα φοιτητής ο Χρήστος τους έκανε χάζι τους τρελούς του μετρό. Με τα χρόνια όμως άρχισαν να τον απωθούν και να τον φοβίζουν. Δεν είχε περάσει άλλωστε ούτε βδομάδα από τότε που είχε πετύχει, στο Σύνταγμα και σε ώρα αιχμής μια καλοκάγαθη γριούλα που τον πλησίασε κι άρχισε να του μιλάει, να του φωνάζει περισσότερο, για το Θεό, που όλα τα έβλεπε και δε θα άφηνε τα παιδιά του, τους Έλληνες, να πάνε χαμένα. Το μίλησε επίσης για το πόσο πίστευε στο “Πας μη Έλλην, βάρβαρος” που ήταν και η αγαπημένη της φράση απ’ την αρχαιότητα.

«Μα υπάρχει τίποτα πιο σοφό να πει κανείς, μετά από αυτό;», τον είχε ρωτήσει.
«Και γιατί το πιστεύετε;», είχε απαντήσει αυτός ξεχνώντας για λίγο πως αυτό που κάνεις στο συγκεκριμένο μέσο είναι να βαδίζεις έναν Γολγοθά, γεμάτο προσπάθεια να αγνοήσεις τους παρανοϊκούς, διαγνωσμένους και μη επιβάτες του συρμού. Σε περίπτωση αποτυχίας έβαζες υποψηφιότητα για να γίνεις εσύ ο επόμενος, ολοκαίνουργιος τρελός του μετρό.

«Το “Πας μη Έλλην, βάρβαρος” είναι η πιο σοφή φράση στον κόσμο!», είχε επιμείνει τότε η κυριούλα.
«Δε διαφωνώ, αλλά γιατί;», είχε ρωτήσει ξανά ο Χρήστος.
«Μα φυσικά γιατί το είπαν οι αρχαίοι Έλληνες! Άντε αγόρι μου, στο καλό και καλές γιορτές εύχομαι, ο Θεός μαζί σου». Και είχε χωθεί στον επόμενο συρμό λήγοντας τη συζήτηση.

Περπατούσε λοιπόν ο Χρήστος στο δρόμο για το σπίτι του μιας και βαρέθηκε να περιμένει λεωφορείο και θυμόταν αυτό το περιστατικό.

«Άνθρωποι που τεκμηριώνουν το άριστο μιας άποψης με επίκληση στην αυθεντία, κάποιου, όλως τυχαίως αυτού που την είπε; Τελείως παλαβό!», σχολίασε ο Χρήστος. «Όμως…», συνέχισε, «…αυτή η τρελή ήταν η μοναδική που μου ευχήθηκε μέχρι τώρα για τις γιορτές, ποιος ξέρει; Ίσως να υπάρχει κάτι μέσα τους που τους κάνει πιο καλούς από τους φυσιολογικούς ανθρώπους».

Όπως και να είχε όμως, ο Χρήστος είχε ξενερώσει για τα καλά μετά τη ενθύμηση του συμβάντος.

«Άλλη μια πρωτοχρονιά που έρχεται και εγώ είμαι μόνος!», κλαψούρισε.

Κι έτσι φτάνουμε στο δεύτερο και πιο σημαντικό απ’ τους δύο λόγους που η αφήγηση της ιστορίας συνεχίζεται. Πλησίαζε πρωτοχρονιά του 2017, λίγες ώρες είχαν μείνει για την αλλαγή του χρόνου κι ο Χρήστος ένιωθε να τον κατακλύζει ένα συναίσθημα μοναξιάς και εγκατάλειψης.

Κύρια προέλευση του εν λόγω συναισθήματος ήταν φυσικά η προσωπική του ζωή. Για λίγο καιρό όλα έμοιαζαν να του πηγαίνουν καλά, καθώς είχε αρχίσει να τραβιέται πάλι με μια πρώην του, που όπως λίγοι και καλοί ήξεραν δεν είχε σταματήσει ποτέ να του αρέσει. Για να λέμε την αλήθεια το κορίτσι τον είχε διεκδικήσει με σθένος κι αποφασιστικότητα και μετά από μήνες στενής πολιορκίας (στην οποία, όπως έλεγε ο ίδιος, αντιστεκόταν για ιδεολογικούς λόγους) ενέδωσε. Το τι ακολουθεί, το φαντάζεται εύκολα ο καθένας. Πλέον δεν υπήρχε περίπτωση να δει κάποιος τον Χρήστο χωρίς να είναι γεμάτος δαγκωματιές, τσιμπήματα, σημάδια από ζώνη και κυρίως όλα αυτά που αφήνουν πίσω τους τα γυναικεία χέρια όταν σε γδέρνουν.

Τι είχε πάει στραβά λοιπόν; Ε, για να είμαστε ειλικρινείς ο Χρήστος είχε αποφασίσει να φύγει λίγο πριν τα Χριστούγεννα απ’ την Αθήνα, για να περάσει λίγες μέρες με την αγαπημένη του. Δεν περίμενε τίποτα συναρπαστικό, ούτε είχε και τρομαχτικά μεγάλα σχέδια, μιας και είχε επιτέλους (και πολύ αργά στη ζωή του μάλλον) μάθει πως για μερικά πράγματα δεν πρέπει να καταβάλεις, στα φανερά τουλάχιστον, την οποιαδήποτε προσπάθεια αλλά να περιμένεις να ωριμάσουν μόνα τους. Ο Χρήστος ήθελε απλά να περάσει μερικές όμορφες στιγμές με την καλή του.

Φυσικά οι απόψεις και οι επιθυμίες δεν ταυτίζονται πάντα.

Μετά λοιπόν από ένα πολύωρο, πολυέξοδο (γιατί ήταν και λίγο γύφτος και τα σκεφτόταν κάτι τέτοια ο φίλος μας) ταξίδι ο Χρήστος είχε φτάσει ως την πόρτα που έμενε το πολύ αγαπημένο του εκείνο πρόσωπο και την είχε χτυπήσει.

«Πρέπει να μιλήσουμε!», ήρθε η απάντηση, αντί για κάτι όπως «Γεια σου!» ή «Καλημέρα».
«Να μιλήσουμε, ξέρω γω…», είχε απαντήσει και καλά άνετα ο Χρήστος.
«Γενικά την όλη φάση με το κέρατο πως τη βλέπεις;», τον ρώτησε εκείνη με τη μία.
«Εεε…», έκανε να απαντήσει αυτός συνειδητοποιώντας αυτόματα το λάθος του να κουβαληθεί ως εκεί.

Στη συνέχεια ακολούθησε μια συζήτηση πάνω στην οποία υποτίθεται το ζευγάρι θα εξομολογούταν, ο ένας στο άλλο, τι παραβάσεις είχε κάνει την περίοδο που ήταν μαζί, ως προς το μονογαμικό του πράγματος. Ο Χρήστος δε θέλησε να μιλήσει για τον εαυτό του, μόνο κάθισε και απορημένος άκουγε την αγαπημένη του να του μιλάει για τις δικές της μικρές, τόσες δα, ατασθαλίες. «Κρίμα», σκέφτηκε ο Χρήστος. «Νόμιζα ότι είχαμε χωρίσει επειδή έκανα κάτι εγώ κι όχι για αυτό το λόγο».

Ασχέτως ηθικής ή όχι κρίσης, για διάφορους λόγους ο φίλος μας είχε επιλέξει τότε να μη το κάνει μεγάλο ζήτημα άσχετα αν, σαν αγοράκι κι αυτός, ένιωθε τον εγωισμό του να βαράει κόκκινο. Από καιρό σκεφτόταν άλλωστε ορισμένα θλιβερά τέλματα που έχουν δυνάμει οι σχέσεις και στα οποία καταλήγουν αν τις αντιμετωπίσεις όντως σα σχέσεις κι όχι σαν κατοικίδια σκαντζοχοιράκια για παράδειγμα. Όλα αυτά τον έκαναν να πει εντέλει:

«Ε γενικά είσαι τελείως για τα μπάζα, αλλά μπορούμε να το ξεχάσουμε».
«Αλήθεια το λες;», είπε εκείνη με ειλικρινή εκτίμηση στη φωνή της.
«Ναι μωρέ», πρόσθεσε κατόπιν σκέψης και ενός νεοαποκτηθέντα πόνου στο στομάχι ο Χρήστος. «Δεν τρέχει τίποτα για τέτοια ψιλοπράγματα, εφόσον υπάρχει αγάπη, διάθεση για προσπάθεια…».

Τέλος πάντων για να μην μακρηγορούμε, το ζευγάρι μας έμεινε τελικώς κάποιες μέρες μαζί, πέρασε πολύ καλύτερα σε σχέση με τότε που ήταν κανονικό ζευγάρι και γενικώς αν και υπήρχε κάτι δυσάρεστο στην ατμόσφαιρα, όλα πήγαιναν καλά.

Μέχρι που η κοπέλα ξεκαθάρισε πως καμία διάθεση δεν είχε να προσπαθήσει για τίποτα. Όχι για σχέσεις και τέτοια… γενικά να προσπαθήσει για το οτιδήποτε.

«Μα…», σχολίαζε ξανά και ξανά απορημένος ο Χρήστος. «Τότε για ποιο λόγο όλα αυτά; Για ποιο λόγο τόση διεκδίκηση, τόσες αχρείαστες εξομολογήσεις, τόση ψυχική ταλαιπωρία; Γιατί απλά δε τα αφήναμε όπως ήταν τα πράγματα; Τι κερδίσαμε; Γιατί έπρεπε να συμβεί όλο αυτό το τσίρκο;»

Η κοπέλα δεν ήξερε να απαντήσει στις κάπως φορτικές και πιεστικές ερωτήσεις του Χρήστου και το είχαν αφήσει εκεί το θέμα. Χώρισαν για πάντα οι δρόμοι τους.

Λυπηρό.

Για εκείνον ήταν δε λυπηρό σε βαθμό που να πάει λίγο καιρό μετά μέχρι το σταθμό του τραίνου μήπως και πετύχει το εν λόγω “πρόσωπο”. Θα χρησιμοποιούσε οπωσδήποτε τραίνο περνώντας απ’ την Αθήνα και «αν ο Θεός είναι μαζί μου, θα την πετύχω όταν θα ετοιμάζεται να επιβιβαστεί».

Φυσικά ο Θεός καθώς προετοιμαζόταν σε πυρετώδεις ρυθμούς για τον 2016ο εορτασμό των γενεθλίων του υιού του και για την αρχή του 2017ου έτους από αυτή την πολύ σημαντική για όλη την Αγία Οικογένεια επέτειο, αδιαφόρησε τελείως για το αίτημα του Χρήστου, ο οποίος τελικώς, αντί να βρει το κορίτσι, συνάντησε μόνο αγχωμένους σεκιουριτάδες, που για κάποιο λόγο έδειχναν να τον έχουν βάλει στο μάτι μετά την εικοστή πέμπτη φορά που έκανε πάνω κάτω τις αποβάθρες των τρένων.

Απογοητευμένος απ’ την αποτυχία του λοιπόν, το μόνο που έκανε ήταν να μπει στο μετρό και να γυρίσει σπίτι του. Ούτε σε αυτό τα πήγε πολύ καλά όμως, διότι όπως είδαμε και παραπάνω, τον πήρε ο ύπνος μες το συρμό. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς και δεν έμοιαζε να του πάνε πολύ καλά τα πράγματα.

«Στο διάολο!», σκέφτηκε ενώ περπατούσε. «Θα κλειστώ σπίτι μέχρι να αλλάξει η χρονιά, στα τσακίδια οι κοινωνικές υποχρεώσεις, είμαι χάλια. θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί!», αποφάσισε κι έπειτα κάθισε να στρίψει ένα τσιγάρο στο παγκάκι του δήμου που ήταν μπροστά του.

Ενώ κοίταζε με γουρλωμένα μάτια το κενό ένιωσε μια παρουσία, μια φιγούρα να κινείται κοντά του. Αρχικά αδιαφόρησε, όμως έπειτα η φιγούρα ήρθε και κάθισε δίπλα του. «Κανάς παλαβός θα είναι πάλι!», σκέφτηκε, αλλά γύρισε να δει από περιέργεια.

Και τότε την είδε.

***

Δεν ήταν βεβαίως η κοπέλα που περίμενε να βρει στο σταθμό του τρένου. Μακάρι στη ζωή να υπήρχαν όντως τέτοια ρομαντικά πλοτ-τουιστ, αλλά κάτι τέτοιο απλά δε συνέβαινε. Επρόκειτο τελικά για ένα κορίτσι που ήξερε κάποια χρόνια τώρα. Μάλιστα τον τελευταίο, σχεδόν ολόκληρο χρόνο αποτελούσε ένα απ’ τα λίγα πλατωνικά (στο βαθμό που υπάρχει κάτι τέτοιο), τσιμπήματα που είχε καταφέρει να αισθανθεί στην καρδιά του. Είχαν ωστόσο να μιλήσουν πολύ καιρό, πόσο μάλλον από κοντά. Για την ακρίβεια, όπως και με πολλές φίλες και φίλους του, ο Χρήστος είχε ξοδέψει το μεγαλύτερο διάστημα της σχέσης του με το άτομο που είχε τώρα δίπλα του, με το να μη του μιλάει επειδή το θεωρούσε τελείως παλαβό. Όποτε πάλι άλλαζε γνώμη κι ήταν πιο δεχτικός μαζί της, εκείνη αποφάσιζε να πιστέψει γι’ αυτόν τα χειρότερα. Το αποτέλεσμα ήταν να μην υπάρχει καμία ουσιαστική επικοινωνία.

Ήταν βέβαια όμορφη και φυσικά, τελείως πειραγμένη στα μυαλά της. Υπάρχει τίποτα καλύτερο;

«Πλάκα μου κάνεις…», της είπε ο Χρήστος, που δεν περίμενε να την ξαναδεί για κάνα χρόνο τουλάχιστον.
«Γεια σου Χρήστο», του είπε κι εκείνη χαμογελώντας. «Τι κάνεις;»
«Εεε… εδώ… Ξέρω γω; Καλά είμαι», απάντησε αυτός που είχε ολίγον τι, χαζέψει.
«Γρατζουνιές βλέπω…», παρατήρησε κοιτάζοντας τον.
«Ε…», απάντησε και αυτός αμήχανα. Κάποια μέρα θα γινόταν κι αυτός σα τα άλλα αγοράκια που διατυμπανίζουν τις υπαρκτές ή (πιο συχνά, ιδιαίτερα για εκείνον) φανταστικές επιτυχίες τους με το άλλο φύλο. Όμως η μέρα αυτή δε θα ήταν με τίποτα η σημερινή.
«Άσε καλά», συνέχισε η κοπέλα. «Για πες, παίζει κάνα καινούργιο φλερτ;», ρώτησε και του έκλεισε το μάτι.
«Μα», έκανε αυθόρμητα ο Χρήστος που συνήλθε λίγο στο μεταξύ. «Αφού ξέρεις πολύ καλά πως εσύ είσαι το φλερτ μου».

Αμηχανία και χαμόγελα κατανόησης κι απ’ τις δύο πλευρές.

«Έχω και εγώ γρατζουνιές πάντως!», τον πληροφόρησε εκείνη. «Αμέ! Να, δες!», είπε και σήκωσε τα μανίκια της.
«Τι τραβάω Θεέ μου;», αναρωτήθηκε ο Χρήστος χωρίς να χάσει το αποβλακωμένο χαμόγελο που είχε καρφωθεί στη φάτσα του. Κοιτάζοντας όμως πιο προσεκτικά τις γρατζουνιές, διαπίστωσε πως δεν προέρχονταν από άνθρωπο.
«Πήρες γάτα;», ρώτησε τέλος.
«Ε, ναι!», του απάντησε αυτή. «Τη λένε […] Δεν είναι υπέροχο όνομα;», τον ρώτησε.

Ο Χρήστος πίστευε πως τέτοια ονόματα ήταν χαζά, ωστόσο λιγότερο χαζά απ’ αυτά που στη γλώσσα της πιάτσας ή και στην επίσημη ιατρική ορολογία, σήμαιναν κάποιο ναρκωτικό, κάποιο δηλητήριο και γενικώς την κουλ χημική ένωση του μήνα. Ένα αποτέλεσμα τέτοιου βαπτίσματος ήταν για παράδειγμα ο “Μπούμπλε”, γάτος μιας νεαρής γειτόνισσας του Χρήστου που είχε καταφέρει να γίνει φοιτήτρια και το γιόρταζε κάνοντας κάθε πιθανή ανοησία. Ο καημένος ο “Μπούμπλε” αγνοούσε φυσικά πως το όνομα του ήταν το γνωστό ψευδώνυμο των υπνωτικών χαπιών “Vublegal”, που ήταν εξαιρετικά στη δουλειά τους, όμως η χαμηλή τους τιμή τα καθιστούσε την αγαπημένη προτίμηση των χρηστών ηρωίνης. Αυτό το τάργκετ γκρουπ, μοιραία στιγμάτιζε και τα ίδια τα χάπια και όσους τα αγοράζανε για άλλους λόγους πλην της… διασκέδασης.

«Ναι ωραίο είναι», της είπε.
«Χαίρομαι πολύ που σου αρέσει! Γενικά ήταν πολύ όμορφα που σε πέτυχα σήμερα… Λοιπόν… σε φιλώ… και να βρεθούμε!», του είπε εκείνη χαιρετώντας τον και συνεχίζοντας το δρόμο της με μικρούλικα, πεταχτά βήματα που θύμιζαν κουνέλι.

Ο Χρήστος έπαιξε μηχανικά με τον αναπτήρα του και έπειτα πήρε κι αυτός το δρόμο του.

***

Όταν πια έφτασε σπίτι, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ξαπλώσει στον καναπέ του σαλονιού και να στρίψει ένα καλό μπάφο. Προσπαθούσε να μην πίνει γενικά, καθώς είχε παρελθόν κατάχρησης των περισσότερων ουσιών που κυκλοφορούν στις 4-5 μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας. Όμως σα ξαφνικά να είχε όρεξη για χαβαλέ μέσα του.

Έφταιγε η απελπισία για την ερωτική ιστορία που μόλις είχε κλείσει στη ζωή του; Μπορεί.
Έφταιγε που συνάντησε την άλλη κοπέλα κι αυτό είχε επηρεάσει για κάποιο λόγο θετικά τη διάθεση του; Δεν ήταν κι απίθανο.

Το θέμα ήταν πως ο Χρήστος είχε αρχίσει στα σοβαρά να αναθεωρεί την ιδέα του να μείνει σπίτι, μόνος με την αλλαγή του χρόνου. Κι έτσι αποφάσισε εντέλει να ενταχθεί στη συνομοταξία εκείνη που περιλαμβάνει όσους και όσες κανονίζουν τελευταία στιγμή τι θα κάνουν στις γιορτές, αφού έχουν ξοδέψει βδομάδες να πρήζουν τους γύρω τους για το εμπορικό, θεαματικό χαρακτήρα της Πρωτοχρονιάς και την καταναλωτική υστερία της.

***

Μετά από πολλά αποτυχημένα τηλεφωνήματα, η λύση είχε τελικώς βρεθεί. Θα πέρναγε την Πρωτοχρονιά του στο Γνωστό, ένα μαγαζί αρκετά μακριά απ’ το σπίτι του που όμως είχε γίνει πλέον κάτι στα στέκι του. Θα είχε μαζί του τον φίλο του τον Πέτρο, τη Μαίρη, που ήταν δυστυχώς επίσης –μόνο- φίλη του και κάποια ακόμα παιδιά. Καθώς όμως όλοι οι παραπάνω θα έκαναν αλλαγή με τις οικογένειες τους, ο Χρήστος αναζήτησε παρέα για να μη μείνει μόνος του στο μεταξύ. Η μόνη που ανταποκρίθηκε ήταν η Λίζα, μια φίλη, που κάποτε ήταν φίλος του. Η Λίζα ήταν ένα υπέροχο άτομο, καμία σχέση με τον Χρήστο και την παρέα του αφού ήταν εξόχως παραγωγική στη ζωή της. Το μόνο αξιοπρόσεχτο πάνω της ήταν το γεγονός πως πριν ένα χρόνο είχε αλλάξει φύλο καθώς και κάτι κρίσεις άγχους που πέρναγε κατά τις οποίες ζούσε τελείως όπως ‘ναι.

«Ψήνεσαι;», την είχε ρωτήσει ο Χρήστος. «Πες μου σε παρακαλώ ναι, αλλιώς θα αναγκαστώ να μείνω μέσα!»
«Ναι ρε, εννοείται», του είχε πει αυτή και είχανε δώσει ραντεβού κάπου κεντρικά

***

Όταν βρεθήκανε, η ώρα είχε πάει 9 το βράδυ. Η Λίζα τον περίμενε έξω απ’ το μετρό.

«Έλα ρε τι κάνεις; Τι γίνεται;», τον είχε ρωτήσει.
«Που να στα λέω…», είχε ξεκινήσει ο Χρήστος και σε λιγότερο από μισή ώρα, είχε καταφέρει, μιλώντας ακατάπαυστα, να εξιστορήσει μήνες και μήνες της ζωής του.
«Μάλιστα, εγώ τι να σου πω από νέα… Kαλά είμαι!», είπε εκείνη.
«Από λεφτά πως πάς;»
«Κομπλέ! Πήραμε και ένα επίδομα που δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ με τη μάνα μου κι είμαστε μια χαρούλα».
«Τέλεια, άντε μπράβο… Για τον Πέτρο έχεις κανά νέο να μου πεις; Να προετοιμαστώ πριν τον δούμε».

Η Λίζα αναστέναξε. «Φαίνεται πως έχει πέσει με τη μούρη στην πρέζα».
«Σκατά…»
«Ε ναι, αλλά τι να κάνεις, προσπάθησες, του είπες δύο κουβέντες, δεν είναι δικιά σου ευθύνη από εκεί και πέρα».

Ο Χρήστος διαφωνούσε αναφορικά με το μερίδιο ευθύνης που είχε απέναντι στον Πέτρο. Ο Πέτρος μπορεί να σκόπευε να γίνει κανονικός πρεζάκιας, όμως ο Χρήστος ήταν αυτός που τον είχε βάλει να δοκιμάσει πρώτη φορά, κι όσο να ‘ναι, ένιωθε τύψεις.

«Δεν ξέρω ρε Λίζα…»
«Αν θες τη γνώμη μου Χρήστο, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να ξεκόψεις από αυτή την παρέα, δε θα σου βγει σε καλό, κι ούτε τους βοηθάς και σε τίποτα με την παρουσία σου, θα καταλήξεις ακόμα ένας που την πίνει παρέα με άλλους που την πίνουν, ό,τι χειρότερο.
«Ναι ίσως να κάνω κι έτσι».

Πες-πες, αφού περπατήσανε κάμποσο, βρέθηκαν στην Πατησίων. Με την κουβέντα ο Χρήστος είχε ηρεμίσει λιγάκι και είχε πάρει ακόμα περισσότερο τα πάνω του.

«Να είχαμε να πιούμε και τίποτα όμως ε; Καλή φάση θα ήταν για απόψε».
«Ναι, αλλά τι; Άσε που έχουμε ελάχιστα λεφτά, κρατάω είκοσι ευρώ και δε θέλω να τα δώσω όλα».
«Χμ, ναι και εγώ το ίδιο, αλλά απ’ την άλλη είναι Πρωτοχρονιά απόψε».
«Μάλιστα…»
«Άσε με να κάνω μερικά τηλέφωνα», ζήτησε ο Χρήστος και η Λίζα, χωρίς πολύ όρεξη, δέχτηκε.

***

Λίγα τηλέφωνα μετά, το αποτέλεσμα ήταν τζίφος. Κανείς δεν είχε σταφ πάνω του κι όσοι λίγοι είχαν, σκόπευαν να το καταναλώσουν με την αλλαγή του χρόνου. Καμία όρεξη δεν είχαν να το μοιραστούν με τον Χρήστο.

«Λίγο σπιντάκι ζητάω ρε γαμώτο, μια-δυο καλές γραμμές να αλλάξει η χρονιά».
«Απ’ ότι φαίνεται, θα πρέπει να τη βγάλουμε με αλκοόλ…»
«Όχι απαραίτητα!», απάντησε ο Χρήστος.
«Δηλαδή τι θα κάνουμε;»
«Υπάρχει πάντα η λύση να πάμε μέχρι το Πεδίον να γίνουμε».
«Μα είναι τελείως σκατά το Πεδίον, κι είναι βράδυ. Άσε που και δεν έχει καν σπιντ εκεί».
«Ναι το ξέρω», έκανε ο Χρήστος, «Όμως μπορούμε κάλλιστα να πάρουμε ένα δεκάευρω σίσα».
«Όχι ρε φίλε, ας το αποφύγουμε σε παρακαλώ».
«Δεν έχει καμία διαφορά το σίσα απ’ το σπίντ!», αντέτεινε ο Χρήστος. Κι ό,τι διαφορά υπάρχει είναι υπέρ του σίσα και μόνο.

Ο Χρήστος μπορεί να είχε σταματήσει νωρίς-νωρίς την πρέζα, αλλά το σίσα είχε έρθει για να μείνει στη ζωή του. Με τα πολλά έπεισε τη φίλη του.

«Εντάξει», είπε η Λίζα, «Αλλά δε θα πάρεις πρέζα, το υπόσχεσαι;»
«Φυσικά», δεσμεύτηκε κάπως δυσαρεστημένα είναι η αλήθεια ο Χρήστος.

Κι έτσι ανηφόρησαν προς το πεδίον. Γιορτινές μέρες κι η πιάτσα αντί να έχει στηθεί μέσα στο πάρκο σε κάποια σκοτεινή γωνία, καταλάμβανε όλη την εξωτερική πλευρά του, ενώ ξεκινούσε απ’ το μέρος που βρισκόταν η στάση των ΚΤΕΛ.

«Σκατά!», σχολίασε ο Χρήστος βλέποντας όλο αυτό το πλήθος, που έμοιαζε με καραβάνι νεκροζώντανων να μαζεύεται σε πηγαδάκια, να καπνίζει και να μιλάει σε δεκάδες γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών. «Είναι στα αλήθεια το πιο απαίσιο μέρος του κόσμου εδώ».
«Μπορούμε πάντα να φύγουμε», σχολίασε η Λίζα.
«Μπα, αφού ήρθαμε…», απάντησε ο Χρήστος και πλησίασε έναν τύπο που στεκόταν μπροστά από μια παρέα ζάκια.

«Τι θες φίλε;», τον ρώτησε εκείνος.
«Σίσα! Δέκα ευρώ».
«Εντάξει», είπε ο τύπος κι άρχισε να γεμίζει το σακουλάκι που κουβαλούσε απ’ το σπίτι του ο Χρήστος. Κάποια στιγμή σταμάτησε να γεμίζει.

«Ναι…», σχολίασε αμήχανα ο Χρήστος. Ήταν εμφανές πως ο τύπος τον έκλεβε, όμως ήθελε να φύγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από εκείνο το μέρος.
«Μισό λεπτό!», πετάχτηκε ένας κατάχλωμος, αδύνατος από το βάθος. «Φτου σου ρε γαμώτο! Θα φάμε φέρμα», σκέφτηκε η Λίζα.

Ο τύπος που είχε φωνάξει, έφτασε δίπλα στη Λίζα και στο Χρήστο. Έπειτα έπιασε τον τύπο που έκανε το ντιλ απ’ τον ώμο και τον πήρε παραδίπλα.

Θεωρητικά θα ήταν μια καλή ευκαιρία να το σκάσουν χωρίς να πληρώσουν. Πρακτικά ήταν τελείως ηλίθιο σχέδιο, που πιθανότατα θα κατέληγε σε μαχαιριές και έτσι δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα.

Έπειτα από λίγο, ο ντίλερ και ο τύπος που τον είχε πάρει παράμερα επέστρεψαν.
«Άκου φίλε», είπε στον Χρήστο εκείνος που έδινε το σίσα. «Αυτό που αγόρασες, αξίζει 7 ευρώ, όχι 10».

Ο Χρήστος έδωσε το δεκάευρω. Παρόλα αυτά δεν έγινε καμία κίνηση για να του επιστραφούν τα τρία ευρώ. Κυριάρχησε για λίγο η αμηχανία και κανείς δε μιλούσε σε κανέναν.

«Ωραία…», είπε εντέλει ο Χρήστος. «Δώσε μου και λίγο πρέζα και είμαστε εντάξει». Το πρόσωπο του ντίλερ φωτίστηκε και έδωσε γρήγορα-γρήγορα ένα μικρό καφέ βραχάκι στον πελάτη του. Έπειτα έφυγε σχεδόν τρέχοντας.

Προτού προλάβουν όμως να κάνουν το ίδιο ο Χρήστος με τη Λίζα, πετάχτηκε μπροστά τους εκείνος ο τύπος που είχε κρατήσει στο πλάι τον ντίλερ.

«Να σου μιλήσω λίγο ιδιαιτέρως φίλε;», ρώτησε. «Αμάν, θα μας φάνε λάχανο», σκέφτηκε ο Χρήστος. Ο τύπος μπροστά του είχε εμφανή χαρακτηριστικά από ανατολικό μπλοκ, πιθανότατα Ρουμάνος και έδειχνε καλοστεκούμενος για πρεζόνι.
«Ναι… Ξέρω γω; Εντάξει», είπε ο Χρήστος. Ο Ρουμάνος τους τράβηξε προς μια παρέα που καθόταν κοντά στη στάση των ΚΤΕΛ. Έπειτα άρχισε να μιλάει.
«Εμένα με λένε Φρανκ», είπε. «Αυτό που αγόρασες είναι για 5 ευρώ, όχι για 10. Αν δεν είχα επέμβει δε θα σου έδινε καν την πρέζα που αγόρασες».
«Αγόρασες πρέζα;», ρώτησε η Λίζα αηδιασμένη, αλλά αμέσως το σκέφτηκε καλύτερα και σταμάτησε.
«Να τον ακούς τον Φρανκ», πετάχτηκε ένας απ’ την παρέα μπροστά τους. Ήταν ένας μεσήλικας νέγρος που κρατούσε περασμένη στον ώμο του μια πατερίτσα. «Αυτή τη φορά δε σε κλέψανε πολύ, όμως στο μέλλον…».

Και ξαφνικά η Λίζα και ο Χρήστος περικυκλώθηκαν από μια παρέα πρεζονιών που όλα τους ήθελαν να μαλώσουν τον Χρήστο για το γεγονός πως άφησε εκείνον τον τύπο να τον κλέψει. «Πρόσεχε τα λεφτά σου αγόρι μου!», του είπε ο Φίλ, ένας γέρος με μούσια που έφταναν ως το πάτωμα.

«Προσέχω, αλλά ξέρετε…», έκανε να δικαιολογηθεί ο Χρήστος. «Πάντα όταν ψωνίζω εδώ, έχω σα δεδομένο ότι κάποιος θα με κλέψει λιγάκι».
«Και γιατί; Δεν υπάρχει λόγος!», του απάντησε με γουρλωμένα μάτια ο Φρανκ που τελικά ήταν όντως Ρουμάνος.
«Έεε…», έκανε με αμηχανία ο Χρήστος.
«Τέλος πάντων!», μεσολάβησε ο νέγρος με την πατερίτσα. «Εντάξει, απλά άλλη φορά να προσέχεις. Κι αφού σε κλέψανε, θα σε κεράσουμε εμείς», σχολίασε και γέμισε ένα κρακ πάιπ. Έπειτα το πρόσφερε.

Ο Χρήστος μισούσε τα κρακ πάιπ και δεν καταλάβαινε γιατί δεν το πίνανε από τη μύτη. Δέχτηκε όμως.

«Εσύ γιατί δε θες;», ρώτησε ο Φρανκ τη Λίζα. «Αδερφή είσαι;»
«Τι να σου πω και σένα τώρα…», απάντησε εκείνη.

Με τα πολλά το πάιπ πήρε φωτιά και ο Χρήστος άρχισε να ρουφάει τον καπνό.

«Όχιιιιιι!», ούρλιαξε ο Φρανκ. «Το κάνεις λάθος!»
«Δεν πειράζει», είπε ήρεμα ο νέγρος, «Το παιδί είναι μικρό και κάνει λάθη, πρώτη του φορά είναι».
«Ε όχι και πρώτη μου φορά!», έκανε να πει ο Χρήστος αλλά τελικώς δε μίλησε.
«Φαίνεσαι καλό παιδί…», σχολίασε ο νέγρος. «Είσαι από εξωτερικό;»
«Όχι… Έλληνας είμαι».
«Αποκλείεται! Σίγουρα θα έχεις ζήσει στο εξωτερικό».
«Όχ… Βασικά ναι! Έχω ζήσει μερικά χρόνια στην Τσεχία», απάντησε ο Χρήστος. Ψέμματα φυσικά για να κλείσει η συζήτηση.
«Φαίνεται! Είδες που στο είπα. Εγώ που με βλέπεις, έχω γυρίσει το μισό κόσμο, Αφρική, Γαλλία, Τουρκία… Μόνο στην Ελλάδα βρήκα το Θεό όμως».
«Μάλιστα».
«Να σε ρωτήσω κάτι, πως σε λένε φίλε μου;»
«Χρήστο».
«Και μήπως έχεις αμάξι Χρήστο να με πετάξεις μέχρι το σπίτι, γιατί πονάνε πολύ τα πόδια μου;»
«Ε… βασικά όχι και εμείς θέλουμε να φύγουμε, με τα πόδια πάντα»
«Κρίμα, πολύ κρίμα. Λοιπό αντίο σας!»
Και ο νέγρος αγκάλιασε τον Χρήστο, ψιθυρίζοντας του στο αυτί: «Καλή Χρονιά!».

Η Λίζα και ο φίλος της, ευχήθηκαν και αυτοί για τη νέα χρονιά στην παρέα που κάθονταν και έπειτα κατηφόρισαν μακριά.

***

Φτάνοντας κοντά στο «Γνωστό», το μαγαζί που ήταν να κάνουν πρωτοχρονιά, η Λίζα και ο Χρήστος διαπίστωσαν πως ήταν κλειστό και θα άνοιγε κατά τις 12 30-1 παρά.
«Ας κάτσουμε καλύτερα πλατεία», πρότεινε ο Χρήστος κι αφού πήραν καφέ από ένα σάπιο, ανοιχτό 24/7 μαγαζί, ξαπόστασαν σε ένα παγκάκι.

«Περίεργα πράγματα ρε συ», σχολίασε ο Χρήστος.
«Ναι. Νομίζω ότι δεν έπρεπε να αγοράσεις πρέζα όμως», απάντησε η Λίζα.
«Ω, δε βαριέσαι τώρα. Πάει, τέλειωσαν τα κουλά περιστατικά, πες μου τα υπόλοιπα νέα σου».
«Το μόνο ιδιαίτερο που έχω να σου πω, είναι πως δε μου μιλάει πια ο Λευτέρης»
«Και γιατί; Σου έχει θυμώσει επειδή δε του κάθισες;»
«Όχι δεν είναι αυτό, απλά όπως ξέρεις τα έχει με μια φίλη μου».
«Ωραία και που είναι το κακό;»
«Μου κρατάει κακία επειδή της είπα να μη κάνει κάτι μαζί του».
«Και γιατί έκανες κάτι τέτοιο;»
«Ε ξέρεις, η πρώην του ήταν επίσης γνωστή μου, μου είχε πει πως έχει πολλά κόμπλεξ και θεώρησα σωστό να τα μάθει κι αυτή προτού το προχωρήσει σοβαρά μαζί του».
«Χαχαχα! Κακώς ανακατεύτηκες, αλήθεια τι της είπες ακριβώς;»
«Ε, να», σχολίασε κάπως πιο ένοχα τώρα η Λίζα. «Της είπα ότι την έχει μικρή κι αυτό του δημιουργεί κάποια θέματα».
«Σοβαρά τώρα;»
«Ναι»
Ο Χρήστος ξέσπασε στα γέλια. «Είσαι τυχερή που απλώς δε σου μιλάει. Που ακούστηκε να πηγαίνεις στην κοπέλα του άλλου ή ακόμα χειρότερα, σε αυτή που θέλει να γίνει κοπέλα του και να σχολιάζεις για την πούτσα του».
«Ίσως να έχεις δίκιο αλλά…»
«Καλά-καλά, δε με ενδιαφέρει και τόσο. Πολύ αστείο πάντως, πάντα τέτοια!»

Η Λίζα χαμογέλασε και έκανε να πει κάτι, όμως την πρόλαβαν.

«Συγνώμη, μήπως ξέρετε πως μπορώ να πάω Σύνταγμα;», ακούστηκε μια φωνή. Η Λίζα και ο Χρήστος γύρισαν προς το μέρος της κι αντίκρισαν έναν περίεργο τύπο, με αλβανόφατσα και μπουκλωτά μαύρα μαλλιά, που φορούσε λευκό πουκάμισο, ανοιχτό στο στήθος. Στα χέρια του κρατούσε μια κιθάρα.

«Στο Σύνταγμα;», επανέλαβε ο Χρήστος την ερώτηση.
«Ναι εκεί. Δε με νοιάζει να βγάλω πολλά λεφτά, ίσα-ίσα ένα εικοσάευρο, δε τα θέλω όλα δικά μου, καταλαβαίνετε».

Η Λίζα και ο Χρήστος που δεν καταλάβαιναν τίποτα, χρειάστηκαν πολύ ώρα για να βγάλουν άκρη με αυτόν τον νέο τους επισκέπτη. Απ’ ότι φαίνεται ήταν περιπλανώμενος οργανοπαίχτης απ’ την Κέρκυρα που είχε έρθει να μείνει λίγες μέρες στην Αθήνα και τον φιλοξενούσε ο γαμπρός του.

«Μη νομίζετε πως επιβαρύνω και πολύ, είμαι διακριτικό άτομο. Τρεις βδομάδες μόνο έχω που μένω σε αυτόν», είχε πει.

Με τα πολλά, αφού του εξήγησαν πως τέτοια ώρα, το μετρό έχει πια κλείσει για Πρωτοχρονιά, ο τύπος κάθισε παραδίπλα κι άρχισε να τραγουδάει γρατζουνώντας την κιθάρα.

Προτού προλάβει να σχολιάσει κάτι ο Χρήστος, χτύπησε το κινητό του. Άγνωστο νούμερο.

«Παρακαλώ;»
«Ναι Χρήστο εσύ; Είμαι ένας φίλος της Μαίρης που θα ερχόταν μαζί της αλλά τελικά μου το ακύρωσε τελευταία στιγμή και δε τη βρίσκω στο τηλέφωνο, μήπως μπορώ να έρθω να σας βρω κάπου γιατί είμαι ήδη στο σημείο που είχαμε δώσει ραντεβού».
«Ναι αμέ, είμαστε…».

***

Τώρα βέβαια ο Χρήστος δεν την πολυέτρωγε αυτή την ιστορία με το φίλο της Μαίρης. Στανταράκι θα ήταν γκόμενος της ή τύπος που ήθελε να γίνει γκόμενος της. Με τη Μαίρη αυτές οι δύο κατηγορίες δε ξεχώριζαν και πολύ μεταξύ τους, εκτός αν επρόκειτο για τον ίδιο το Χρήστο.

Με τα πολλά είχαν τελικώς κινήσει να τον βρούνε. Τους περίμενε σε μια στάση λεωφορείων κοντά στο «Γνωστό».

«Χρήστος».
«Λίζα».
«Χάρηκα που σας γνωρίζω παιδιά!», είχε πει χαμογελώντας ο τύπος. «Εγώ είμαι ο Πλάτωνας».
«Ο γνωστός φιλόσοφος;», χαμογέλασε ο Χρήστος.
«Χαχα, μου το λένε συνέχεια όμως όχι, λοιπόν που κάθεστε;»
«Πουθενά ακόμα, σε μια πλατεία είμαστε εδώ κοντά, έλα».

Με το που κάθισαν, κοντά πάντα στον περιπλανώμενο οργανοπαίχτη, ο Πλάτωνας έστριψε ένα τσιγάρο και το πρόσφερε στην παρέα. Στρίβοντας το, έπεσε απ’ την τσέπη του μια υπερβολικά γεμάτη ζελατίνα χόρτο».

«Να τα μας», σκέφτηκε ο Χρήστος, ενώ ο Πλάτωνας ζητούσε συγνώμη και τη μάζευε.
«Να σου πω ρε φίλε», πετάχτηκε ο τύπος που έπαιζε την κιθάρα. «Το πίνεις όλο αυτό ή το πουλάς;»
«Κυρίως το δίνω σε φίλους, αλλά επίσης καπνίζω, πουλάω λίγο, ξέρεις. Eίναι πολύ σωστό χορταράκι δικέ μου», απάντησε ο Πλάτωνας με ψυχραιμία και γύρισε το τσιγάρο στον οργανοπαίχτη. Αυτός τράβηξε μια γερή τζούρα.
«Δεν είναι κακό», είπε χαμογελώντας μέχρι τα αυτιά. «Όμως ξέρετε τι λείπει; Τι θα ήθελα;»
«Τι;», αναρωτήθηκαν όλοι.
«Λίγη πρέζα ρε παιδιά».

Κανείς δεν απάντησε.

«Μη μου πείτε πως δεν έχετε δοκιμάσει ζουζού Πελοποννήσου!»
«Και τι είναι αυτό ρε φίλε;», ρώτησε γελώντας ο Πλάτωνας.
«Η ζουζου Πελοποννήσου, είναι η καλύτερη πρέζα στην Ελλάδα, μόνο στην Πελοπόννησο μπορείς να τη βρεις».
«Εντάξει, αν ποτέ περάσω από εκεί θα ζητήσω», απάντησε ο Πλάτωνας.
«Δηλαδή δεν έχετε ε;»
«Δεν έχουμε τέτοια εδώ, όχι».

Ο τύπος αναστέναξε και παράτησε την κιθάρα. «Και ξέρετε τι μου λείπει εδώ τόσες μέρες Αθήνα;», είπε κοιτώντας τον Χρήστο.

«Καμιά ένεση;», ρώτησε αυτός νευρικά.
«Καλέ όχι, πουτάνες φίλε μου! Μπουρδέλα! Ψάχνω να γαμήσω πουτάνες και δε βρίσκω!»
«Τι να σου πούμε και εμείς…»
«Μπορείς να δοκιμάσεις στο Μεταξουργείο», πρότεινε ο Πλάτωνας.
«Τι είναι αυτό;»
«Είναι το μέρος που βρίσκεις πουτάνες!»
«Είναι εδώ κοντά;»
«Όχι», έκανε με λύπηση ο Πλάτωνας που προφανώς θα ήθελε πολύ να δει τον τύπο να πηγαίνει στο μπουρδέλο. «Είναι μερικές στάσεις μετρό μακριά μας, Μεταξουργείο λέγεται ο σταθμός».
«Ώχου!», διαμαρτυρήθηκε ο πλανόδιος, «Όλα στην Αθήνα είναι πολύ μακριά από μένα, τίποτα δε βρίσκω. Στο σπίτι μου όλα είναι κοντά και αρκεί να περπατήσεις λιγάκι για να τα βρεις».
«Έχετε μπουρδέλα στην Κέρκυρα;», ρώτησε ο Χρήστος.
«Παντού υπάρχουν μπουρδέλα!», απάντησε αυτός και γύρισε το τσιγάρο.

***

Στο μεταξύ, είχαν μαζευτεί και οι υπόλοιποι που περιμένανε, έφτασαν νωρίς σχετικά, αφού δεν είχαν κάνει τελικά αλλαγή του χρόνου στα σπίτια τους. Έτσι το παρεάκι όπως είχε σχηματιστεί, άρχισε να μιλάει και να ασχολείται διασκεδάζοντας κυρίως με τον πλανόδιο κιθαρίστα που είχε βγει για να βγάλει το νυχτοκάματο.

«ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ!», ακούστηκε μια φωνή που δεν ήταν κανενός απ’ την παρέα.

Γύρισαν όλοι προς τα εκεί αγχωμένοι. Άλλος γιατί πούλαγε χόρτο, άλλος γιατί είχε πάνω του, άλλος γιατί είχε πάνω του πρέζα και σίσα. «Μπορεί να πάει τόσο σκατά η φάση;», αναρωτήθηκε ενδόμυχα ο Χρήστος.

Όμως αντί για μπάτσος, πηγή της φωνής ήταν ένας μαυρούλης, πιθανώς πακιστανός που στεκόταν μπροστά τους. Ήταν αρκετά αποκρουστικός ως θέαμα, καθώς τα ρούχα του ήταν σκισμένα, φόραγε παντόφλες και έσταζαν σάλια απ’ το στόμα του. Το κεφάλι του απ’ τις ντάγκλες αδυνατούσε να κρατηθεί σε μια θέση για πάνω από δύο δευτερόλεπτα. Έμοιαζε όντως με μπάτσο κατά κάποιον τρόπο.

«ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ!», ξαναείπε.

Όλοι βάλανε τα γέλια, ακόμα κι ο ίδιος ο Πακιστανός.

«Τσιγάρο!», ζήτησε. Του έδωσε ένα ο Πλάτωνας και του το άναψε. Αμέσως όμως του έπεσε κάτω. Τα χέρια και το στόμα του Πακιστανού τρέμανε. Ο Πλάτωνας το σήκωσε και του το έδωσε, όμως και πάλι έπεσε κάτω μιας και ο τύπος δε μπορούσε να καταφέρει και πολλά πράγματα.

«Ας μη του δώσουμε άλλο», σχολίασε ο Χρήστος, που διασκέδαζε. Το σκηνικό του θύμιζε διάφορους φίλους του άλλωστε.
«Ναι», συμφώνησε ο Πλάτωνας, «Τσάμπα θα πάει».

Κι ενώ γελούσανε, ο Πακιστανός ήρθε και στάθηκε κολλητά μπροστά τους.
Αμέσως έκανε το σταυρό του εμφατικά και κοιτάζοντας το ρολόι της εκκλησιάς, είπε:

«CAPTAIN-POLICE-PAKISTAN!»

Και έκανε να απομακρυνθεί προς το μέρος που ήταν παρατημένη η κιθάρα του οργανοπαίχτη. Εκείνος πετάχτηκε και την κράτησε στα χέρια του. Τελικώς ο Πακιστανός απομακρύνθηκε τόσο που δε μπορούσαν πια να τον δουν.

«Συγνώμη, αποκάλεσε τον εαυτό του αξιωματικό της αστυνομίας του Πακιστάν στα αγγλικά;», ρώτησε η Λίζα.
«Απ’ ό,τι φαίνεται, άκουσες πολύ σωστά».
«Και έκανε το σταυρό του;»
«Ναι», απάντησε ο Χρήστος.
«Μισό λεπτό παιδιά!», πετάχτηκε ο Πλάτωνας. «Είναι 12 και 2 λεπτά, άλλαξε ο χρόνος! Ευτυχισμένο 2017 σε όλους!».

Ακολούθησαν μερικά σφυρίγματα και τσουγκρίσματα μπύρας. Έπειτα η παρέα αποφάσισε να κατηφορίσει σιγά σιγά προς το μαγαζί που θα πέρναγε το βράδυ της.

«Αντίο!», είπε ο τύπος με την κιθάρα προς το μέρος του Χρήστου. Εκείνος τον κοίταξε λυπημένα. Ήξερε πως η χρονιά που μόλις ξεκινούσε θα ήταν άσχημη, δε μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο παρά άσχημη κι όμως εξακολουθούσαν να υπάρχουν μέσα στους δρόμους της Αθήνας, οι πιο άκυροι, μυστήριοι κι αστείοι χαρακτήρες που πέντε πάνω, πέντα κάτω, υποφέρανε περισσότερο απ’ ότι αυτός.

«Να σου πω ρε φίλε λίγο», του είπε ο Χρήστος. «Έλα μαζί μου».

Αυτός τον ακολούθησε και καθίσανε μόνοι τους σε μια άκρη όπου κανείς δε τους έβλεπε.

«Πώς σε λένε λοιπόν;», ρώτησε ο Χρήστος. «Νίκο», του απάντησε ο άλλος.
«Λοιπόν Νίκο…», είπε ο Χρήστος και αφού έβγαλε απ’ την τσέπη του τις ζελατίνες με την πρέζα και το σίσα τις πρόσφερε στο χέρι του τύπου που αποχαιρετούσε. «Σου εύχομαι καλή χρονιά!».

Ο Νίκος τον αγκάλιασε με ευγνωμοσύνη.

«Εγώ», του είπε, «Θα είμαι κάθε μέρα εδώ αν θες να μου φέρεις τίποτα».
Ο Χρήστος γέλασε, «Εντάξει, θα το δούμε!», είπε εντέλει και πήγε προς το μέρος των άλλων για να ξεκινήσουν για το «Γνωστό».

«Λοιπόν θα πιούμε τίποτα καλό απόψε παιδιά;», ρώτησε ο Πλάτωνας. Η Λίζα και ο Χρήστος κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, χαμογέλασαν συνωμοτικά και έψαξαν να δουν τι λεφτά τους περισσεύανε για μπίρες».

«Μπα!», απαντήσανε και οι δυο τους μαζί.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s