ΤΖΑΝΚ ΦΙΞΙΟΝ (Άλεξ Κοάν)

Ήτανε ένα όμορφο, ηλιόλουστο φθινοπωρινό απόγευμα κάποιας Πέμπτης και, όπως κάθε Πέμπτη, ο Πέτρος ο Χάλιας είχε ξεχυθεί στα κακόφημα στενά του κέντρου προς αναζήτηση ενός γραμμαρίου πρέζας.
Ήτανε κάμποσοι μήνες τώρα που ο Πέτρος είχε μπλέξει μ’ αυτά. Ξες τώρα, αφραγκίες, ανεργίες, καυγάδες με γονείς και συγγενείς, αγαμίες, φρίκες, καταθλίψεις, κακές παρέες και λοιπά. Ε δε θες και πολύ. Μια ευκαιρία σου δίνεται, σου λέει ένας φίλος ή ένας φίλος φίλου αυτό κι αυτό, θα παίξει στουφ, ψήνεσαι έτσι για μια δοκιμή, λες ντάξει, σιγά, και τι θα γίνει με μια φορά, κλάιν, ρουφάς τις πρώτες μυτιές και συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτό που μόλις ήπιες. Λες και ανακάλυψες το νόημα της ζωής, το νόημα της ζωής σου, διότι καταλαβαίνεις, όσο κι αν δεν ψήνεσαι να γίνεις ζέος, πώς καμία εμπειρία, κανένα σκηνικό, καμία άλλη ουσία δε θα σε κάνει να νιώσεις τόσο υπέροχα όσο η πρέζα. Ξέρεις πως, ό,τι κι αν γίνει από δω και στο εξής, η εμπειρία εκείνη της ζουζούς θα παραμείνει για πάντα η ομορφότερη εμπειρία της ζωής σου. Ξέρεις πως τίποτα δε θα την ξεπεράσει, ξέρεις πως η ηδονή και η απόλαυση που σου δωσε δε θα ξεχαστεί ποτέ. Ε, κι όσο τα σκέφτεσαι και τα ξανασκέφτεσαι όλα αυτά πέφτεις στα κλασσικά τριπάκια – τι είχα και τι έχασα, και ντάξει, μπορώ να πίνω μια στο τόσο χωρίς να εθιστώ, και υπάρχουν τόσα και τόσα πρεζάκια που μια χαρά έζησαν και πέθαναν και σε μεγάλη ηλικία κι όλα αυτά. Ε και τυχαίνει κι ένα ακόμα σκηνικό με την παρέα και παίζει πάλι στουφ, και την επόμενη βρίσκεσαι στην πλατεία να κανονίζεις με το κονέ του φίλου του φίλου σου, που σας έφτιαξε εκείνη την πρώτη φορά.
Ε και κάπως έτσι είχε κυλήσει κι ο Πέτρος ο Χάλιας. Το να είχε φέρει τ’ άλλο, και πλέον ο Πετράκης είχε γίνει ζάκιας. Αν και ντάξει, για να είμαι δίκαιος δεν ήτανε τόσο ακραία χωμένος στη φάση, όχι ακόμα τουλάχιστον. Δηλαδή είχε θέσει ένα πρόγραμμα στον εαυτό του και γενικά το τηρούσε. Συγκεκριμένα, έπινε μόνο ένα γραμμάριο τη βδομάδα – κάθε Πέμπτη γινόταν το ρεφίλ – κάνοντας μάλιστα και αποχή κάθε Τετάρτη. Επίσης, δεν έπινε ποτέ πριν τις τρεις το μεσημέρι και ποτέ μετά τις πέντε το χάραμα, και, το σημαντικότερο, είχε ορκιστεί πως ποτέ δε θα μπηγε βελόνι μες στις φλέβες του. Αυτός ήταν ο βασικός και απαράβατος κανόνας. Ποτέ σουτ, μόνο μύτη. Από μικρός τις φοβότανε εξάλλου τις ενέσεις και, παρόλο που χε ακούσει για τρελά σκηνικά με σύριγγες και βελόνια κι είχε πιάσει τον εαυτό του να σκέφτεται να κάνει και μια τέτοια δοκιμή, συγκρατιότανε. Όχι, αυτόν τον κανόνα θα τον τηρούσε μέχρι το τέλος, δεν υπήρχε περίπτωση. Μύτη και πάλι μύτη. Εξάλλου, δε θα χε και καμιά μεγάλη διαφορά, σιγά, αυτά τώρα που λένε για τα βελόνια είναι οι κλασσικές υπερβολές των πρεζέων. Πάνω κάτω το ίδιο θα ταν, απλά λίγο πιο άμεσο. Ε κλάιν μάιν δηλαδή.
Και τελοσπάντων, εκείνη την Πέμπτη είχε φάει πακέτο απ’ το κλασσικό κονέ κι ήταν σε μια κατάσταση λίγο περίεργη. Εντωμεταξύ ο άλλος ο μαλάκας ενώ ήξερε ότι ο Πέτρος ψωνίζει κάθε Πέμπτη απόγεμα από ένα τζικάκι, εκείνη την Πέμπτη είχε αποφασίσει να το σπρώξει όλο λίγο νωρίτερα και να μην κρατήσει ούτε δυο γραμμούλες καβάτζα – έτσι, μόνο για να του τη σπάσει, για να τον ρίξει στη χαρμάνα. Αλλά ντάξει τώρα, τι περίμενες δηλαδή κι απ’ τον πρεζέμπορα; Στ’ αρχίδια του όλα. Του τα ζητήσανε και τα δωσε, τόσο απλά. Ας έπαιρνε να κανονίσει πιο νωρίς, δεν του φταίει ο τύπος που τον πήρε τηλ τελευταία στιγμή. Κι έτσι λοιπόν ο Πέτρος είχε φάει όλες τις πιάτσες να βρει λίγο σταφάκι να γιάνει – διότι, μην ξεχνάμε, ήταν και η δεύτερη μέρα αποχής και είχε ήδη αργήσει πολύ να γίνει και να επιστρέψει στο πρόγραμμα του, και τα στερητικά είχαν ήδη αρχίσει να βαράνε. Λίγο ιδρώτας, λίγο άγχος, λίγο καρδιοχτύπι, μια μαυρίλα ψυχολογική και τα λοιπά. Όχι τόσο άσχημα ακόμα, αλλά τα πράματα θα ζόριζαν πολύ αν δε γινόταν σύντομα. Αλλά, του πούστη, τι διάολο συνέβαινε σήμερα; Τι Νομική είχε πάει, τι Τοσίτσα, τι Βάθης, τι Ομόνοια, τι Πεδίον – τίποτα. Δεν έβρισκε ΤΙ-ΠΟ-ΤΑ! Μόνο έναν μαύρο είχε πετύχει, μια κλασσική φάτσα εκεί στα Εξάρχεια, κι αυτός είχε βιαστεί να του ξεκαθαρίσει πως «μόνο κόκα εγκώ φίλο, μόνο κόκα.» Τι στον πούτσο; Λες να χε γίνει καμιά επιχείρηση σκούπα στην Αθήνα και να μην είχε πάρει χαμπάρι; Δε μπορούσε να καταλάβει. Πραγματικά, ήταν λες και βρισκότανε ξαφνικά στο δεκαπενταύγουστο, παρέα με τον Τσίου. Μα ήταν Νοέμβρης! Τι στον πούτσο;..
Είχε αρχίσει να βαράει μπιέλα, κι η παράνοια έμπαινε όλο και πιο βαθιά μέσα του, έφτανε σχεδόν στο κέντρο του εγκεφάλου. Τα μάτια του βουρκώνανε, κι όταν κάθισε σ’ ένα παγκάκι να ξεκουραστεί ένιωσε να τον διαπερνά μέχρι το κόκκαλο ένα τρομερό κρύο, μια παγωνιά, ένα ψύχος. Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη κι άρχισε να ψάχνει τις επαφές του. Είναι απίστευτο πόσες άχρηστες επαφές μπορεί να χει ένας άνθρωπος στο κινητό του, άτομα που ούτε που θυμόταν ποια ήταν η τελευταία φορά που χε μιλήσει, μα θα χαν περάσει μήνες, χρόνια, δεκαετίες. Κάτι παλιοί συμμαθητές, κάτι παλιές γκόμενες, κάτι παλιές άκρες για φούντα, κάτι άκυροι, κάτι ονόματα που τα χε διαγράψει τελείως απ’ τη μνήμη του, ούτε που του έλεγαν πια τίποτα, ούτε που είχε ιδέα ποιοι ήταν όλοι αυτοί. Ακόμα και τον αριθμό του παππού του είχε μέσα, που χε πεθάνει προ τριετίας. Μα τουλάχιστον είχε και κάποια χρήσιμα τηλέφωνα, όπως πχ το τηλέφωνο του Χρήστου.
Ο Χρήστος ήταν κι αυτός μέλος της αρχικής πρεζοπαρέας. Και μάλιστα, αρκετά πιο ακραίος απ’ τον Πέτρο, μιας και για μια περίοδο είχε πέσει κυριολεκτικά με τα μούτρα, έπινε κάθε μέρα, όλη μέρα, αύξανε συνεχώς την ποσότητα, είχε σουτάρει και μερικές φορές, κυριολεκτικός πρεζέος δηλαδή. Παρόλα αυτά, τον τελευταίο καιρό, θα ταν κανάς μήνας τώρα, είχε ξεκόψει. Και απ’ τη ζούζου και απ’ την παρέα, κατ’ ανάγκη, μιας και το ένα έφερνε πάντα το άλλο. Οπότε είχανε πολύ καιρό να μιλήσουν οι δυο τους. Θα μου πεις τώρα, γιατί τότε ο Πέτρος να πάρει τηλ τον Χρήστο που χε ξεκόψει και όχι κάποιον άλλον από την παρέα; Και θα σου πω κι εγώ ότι με τους άλλους δυο της παρέας που συνέχιζαν να πίνουν είχε σπάσει, μετά από έναν άσχημο καυγά, όταν ανακάλυψε συγκεκριμένα ότι του χαν ψειρίσει ένα πενηντάρικο απ’ το σπίτι, μια φορά που αράζανε και την πίνανε μαζί. Ε και δεν έψηνε να μιλήσει με κάποιον απ’ αυτούς. Επιπλέον, ο Χρήστος ήταν ο πιο κοινωνικός της παρέας και ο πιο χωμένος στη φάση, τότε τουλάχιστον, οπότε είχε περισσότερες πιθανότητες, ακόμα και τώρα που χε κόψει, να χει κάποια άκρη που δεν ήξερε κανείς άλλος. Δεν έχανε και τίποτα δηλαδή αν του κανε μια κλήση.
Το τηλέφωνο άρχισε να δονείται – το είχε πάντοτε στη δόνηση ο Χρήστος, για να χρησιμοποιεί σαν δικαιολογία το ότι δεν το άκουσε, όποτε δεν ψηνόταν ν’ απαντήσει. Μα, παραδόξως, ενώ εκείνη την ώρα καθότανε στο μισοσκόταδο του παιδικού του δωματίου, στο πατρικό του, και χάζευε φωτογραφίες ανήλικων κορασίδων στο φέησμπουκ, μόλις είδε το όνομα στην οθόνη το σήκωσε.
«Έεεελα ρε Πέτρακη, τι γίνεται;»
«Έλα ρε Χρήστο, καλά ρε, εσύ;»
«Καλά μωρέ κι εγώ, εδώ. Τι λέει, που χάθηκες;» – ερώτηση παγίδα ήταν αυτή, αφού δεν ήταν ο Πέτρος που χε χαθεί, αλλά ο ίδιος.
«Ε, εδώ μωρέ, ξέρεις, χαλαρά…»
«Ναι, ναι, ξέρω… Και για πες.»
«Να ρε συ, απλά παίχτηκε ένα πακέτο σήμερα, και… ξέρεις…»
«Πακέτο, ε;»
«Ναι, κι έλεγα μήπως, ξες, παίζει καμιά άκρη…»
«Ρε μαλάκα Πέτρο, σοβαρά τώρα; Με παίρνεις για να με ρωτήσεις αυτό το πράμα; Έχω ξεκόψει 27 μέρες τώρα από την πρέζα και με ρωτάς αν παίζει καμιά άκρη;»
«Σςςς, μην την λες αυτή τη λέξη απ’ το κινητό ρε φίλε… Εντάξει, απλά ρωτάω.»
«Τελοσπάντων, όχι ρε φίλε, δεν παίζει.»
«Α…»
«Νομική πήγες;»
«Και Νομική και Εξάρχεια και παντού, όλη την Αθήνα έχω φάει.»
«Και δε βρήκες τίποτα ρε μαλάκα;»
«Δε βρήκα ρε φίλε, δεν ξέρω τι έχει γίνει, δε βρήκα τίποτα.»
«Τι λες ρε; Περίεργο.»
«Πολύ περίεργο, δεν ξέρω τι έχει παιχτεί.»
«Μενίδι;»
«Στους τσιγγάνους;»
«Εκεί, στους γύφτους, ναι.»
«Ουφ, όχι, εκεί δεν πήγα ρε φίλε…»
«Ε δεν πας να δοκιμάσεις;»
«Λες, ε;»
«Ε ναι.»
«Ουφ, δεν ξέρω ρε φίλε. Το φοβάμαι λίγο να σου πω την αλήθεια, δεν έχω πάει ποτέ να γίνω από Μενίδι. Δεν ξέρω. Τι φάση είναι εκεί;»
«Ε τι φάση ρε μαλάκα; Καταυλισμός φάση. Τσαντίρια και λοιπά.»
«Αχά… Δεν ξέρω ρε…»
«Ε τι να σου πω ρε φίλε; Εγώ αυτό ξέρω. Αλλιώς πήγαινε από καναν Χουίτη να πάρεις καναν αλβανό.»
«Όχι ρε Χρήστο, τι λες; Ποιόν Χουίτη, ποιόν αλβανό; Τι είναι αυτά που λες ρε φίλε; Τι να μου κάνει ο αλβανός ρε, σου λέω εδώ έχω βγάλει πρόβλημα ρε φίλε, δεν είμαι καλά.»
«Ρε συ Πετράκη, σε καταλαβαίνω ρε φίλε, αλλά δε μπορώ να κάνω κάτι. Σου λέω, πήγαινε στο Μενίδι, κι εκεί λογικά θα γίνεις. Δε μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο.»
«Καλά ρε φίλε, εντάξει, έχεις δίκιο. Αυτό θα κάνω. Και πως θα τον βρω τον τύπο εκεί;»
«Λοιπόν, θα σου στείλω ένα μήνυμα σε πέντε λεπτά και θα σου εξηγήσω ακριβώς τι και πως. Οκέι;»
«Οκέι ρε Χρήστο, να σαι καλά, σ’ ευχαριστώ, το εκτιμώ.»
«Τίποτα ρε Πετράκη, μην το συζητάς. Λοιπόν, τα λέμε.»
«Έγινε ρε, να μιλήσουμε να κανονίσουμε να πάμε και για καμιά μπύρα καμιά μέρα.»
«Ναι ρε, θα το κανονίσουμε. Έλα, γεια.»
«Γεια. Το μήνυμα, ε! Μη με ξεχάσεις.»
«Ναι ρε, σε πέντε λεπτά. Άντε γεια.»
«Γεια.»
Και το κλεισε. Ρε τον κακομοίρη τον Πετράκη, πολύ είχε στεναχωρηθεί που τον είχε ακούσει έτσι. Είχε μπλέξει για τα καλά. Κι η αλήθεια είναι πως είχε κι αυτός μερίδιο ευθύνης γι’ αυτό. Αυτός τον είχε κεράσει τη δεύτερη φορά που ήπιε, κι ήταν μαζί και την πρώτη, και παρόλο που εκείνη την πρώτη φορά δεν είχε κανονίσει ο ίδιος ο Χρήστος, ε και πάλι έφταιγε γιατί ήξερε κάτι παραπάνω, ήταν πιο ψαγμένος. Εξάλλου, όταν πρωτοήπιε ο Πέτρος, εκείνος έκλεινε ήδη σχεδόν μήνα κατάχρησης – έπρεπε να τον είχε προφυλάξει καλύτερα, δεν έπρεπε να τον αφήσει καν να δοκιμάσει. Μα τελοσπάντων, δε μπορούσε ν’ αναλάβει την ευθύνη και για την κατάντια του Πέτρου. Αρκετά προβλήματα είχε ο ίδιος για τον εαυτό του, δεν την πάλευε να σηκώσει και τα προβλήματα αλλονών στην πλάτη του.
Έγραψε το μήνυμα – ποιο λεωφορείο έπρεπε να πάρει, που να κατέβει, που ακριβώς να πάει, το όνομα του τύπου κλπ – το στειλε, κι επέστρεψε στο στόκινγκ δεκαπεντάχρονων του φουμπού. Τράβηξε μια καλή μαλακία με μια πρόχειρη συλλογή λίγων εικόνων που χε μαζέψει, κι έπειτα έβγαλε κι έστριψε και κάπνισε ένα τσιγάρο. Χάζεψε τον ήλιο που όλο και βυθιζόταν στον ορίζοντα από το παράθυρο. Η ώρα ήταν πέντε και κάτι. Άλλη μια μέρα που χε αφήσει να χαθεί δίχως να κάνει απολύτως τίποτα έφτανε προς το τέλος της. Άλλη μια κενή και βαρετή μέρα. Ούτε καν τις αγγελίες δεν είχε κοιτάξει σήμερα. Μα κι όταν τις κοιτούσε, τι καταλάβαινε; Τέσσερις θέσεις σερβιτόρας για νέες κι εμφανίσιμες κοπέλες, μια για ντελιβερά με δικό του μηχανάκι, δυο για λάντζα, η μια στο Μαραθώνα κι η άλλη στην Κερατέα. Ποιος καριόλης πάει για φαΐ στην Κερατέα; Και μερικές άλλες δουλείες τελοσπάντων που ο Χρήστος δε μπορούσε να κάνει καν αίτηση γιατί απαιτούσαν πτυχίο πανεπιστημίου, που δεν είχε, αφού τη σχολή την είχε παρατήσει στο δεύτερο έτος. Στ’ αρχίδια του. Σκότωσε τη γόπα στο τσίγκινο κουτάκι των καπρίς που χρησιμοποιούσε για τασάκι κι έβγαλε να στρίψει άλλο ένα.
«Τουρούν!» ακούστηκε κάποια στιγμή ο ήχος του μέσσεντζερ. «Ελα ρε τι κανεις? Παμε για κανα καφε?» έγραφε το μήνυμα. Ήταν ο παλιόφιλος του ο Μάικ, που τώρα τελευταία, που ο Χρήστος έκανε την προσπάθεια του να ξεκόψει μια και καλή απ’ αυτό το διάολο τη ζουζού, είχε γίνει κολλητός του. Απ’ το γυμνάσιο κάνανε παρέα, συμμαθητές στο ίδιο τμήμα και τα ρέστα. Ε, και κλασσικά όπως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, μια χάνονταν, μια βρίσκονταν, και πάλι απ’ την αρχή. Γενικά, δηλαδή, ήταν απ’ αυτές τις φιλίες που ντάξει, σίγουρα υπάρχει μια χημεία, κάποια κοινά ενδιαφέροντα, κάποιες κοινές εμπειρίες, κάποια κοινά χαρακτηριστικά κλπ, αλλά ο κύριος λόγος που διατηρούταν ακόμα και κράταγε στα χρόνια ήταν η γεωγραφική ευκολία. Δηλαδή ο Μάικ έμενε ένα τέταρτο μακριά απ’ τον Χρήστο – στο πατρικό του κι αυτός. Ε, κι απλά αν κάποιος απ’ τους δυο μετακόμιζε σε άλλη περιοχή, πιθανότατα εκεί θα τέλειωνε και η μεταξύ τους σχέση.
Αλλά ντάξει, ήταν ωραίος τύπος ο Μάικ, συμπαθητικός, ενδιαφέρων άνθρωπος, και, κατά κανόνα, ευχάριστος. Λίγο περίεργος βέβαια – μα και ποιος δεν είναι περίεργος τη σήμερον ημέρα; Ήτανε πάντως λίγο μπερδεμένο τυπάκι, λίγο αναρχοφασέος, λίγο χασίκλας, λίγο σταρχιδιστής και ταυτόχρονα και λίγο πολιτικοποιημένος, λίγο σταλίνας, λίγο διαβασμένος, έγραφε που και που στα κρυφά και κανα ποίημα, γενικά λίγο απ’ όλα. Αλλά ωραίος τύπος. «Ne re,» απάντησε ο Χρήστος. «Pame sto gnosto?»
«Στο γνωστο σε μιση ωρα.»
«Egine ta leme ekei.»
Μπήκε λοιπόν ο Μάικ για ένα γρήγορο ντουζάκι, βούρτσισε και τα δόντια του, στέγνωσε, φόρεσε ένα σώβρακο, ένα τζιν, ένα μπλουζάκι και το καλό του το φούτερ του το μαύρο και ξεκίνησε για το γνωστό καφέ – που βασικά δεν ήταν καν καφέ, αλλά ένας φούρνος, που χε και τραπεζάκια να κάτσεις κι έδινε το φρέντο 1,40 και τον διπλό ελληνικό 1,20. Ο Μάικ έφτασε ακριβώς στην ώρα του και πήρε έναν ελληνικό σκέτο, ο Χρήστος ένα τέταρτο πιο μετά, και το παιξε νες μέτριο. Είχε βάλει λίγη ψύχρα απόψε και δεν ψήθηκε κανείς τους για κρύο καφέ. Χαιρετηθήκανε και τα λοιπά. Βγάλανε τα καπνοσύνεργα απ’ τις τσέπες τους και στρίψανε ταυτόχρονα τσιγάρο. Πήραν γουλιά απ’ τους καφέδες τους και τ’ άναψαν.
«Και για πες ρε κανά νέο,» έσπασε σε κάποια φάση τη σιωπή ο Μάικ.
«Ε τι να πω ρε φίλε; Δεν έχω και κανα νέο. Όπως τα ξέρεις, πάντα. Ηρεμία.»
«Καμιά δουλειά μήπως βρήκες;»
«Μπα… Εσύ;»
«Μπα, τίποτα… Και να σου πω την αλήθεια ρε Χρήστο έχω σταματήσει πια και να ψάχνω. Έχω απελπιστεί.»
«Κι εγώ το ίδιο ακριβώς ρε φίλε. Καμία ελπίδα.»
Για να λέμε πάντως και την όλη αλήθεια, η φαμίλια του Μάικ ήταν σε πολύ καλύτερη μοίρα απ’ τη φαμίλια του Χρήστου. Και ναι, σίγουρα, τ’ άκουγε κι αυτός τα μπινελίκια του που δεν είχε βρει ακόμα μια δουλειά να ξεκουμπιστεί επιτέλους απ’ το σπίτι – λες και ήταν στο χέρι του ξέρω γω – αλλά γενικά οι δικοί του την πάλευαν καλύτερα, δεν τους ήταν ιδιαίτερο βάρος να συντηρούν ακόμα το μοναχογιό τους.
«Χάλια ο νες,» είπε σε κάποια φάση ο Χρήστος. “Μέτριο λες, γλυκό τον κάνουνε…»
«Πόσο τον έχουνε το νες;»
«1,20.»
«Α, ντάξει, καλά είναι. Όσο και τον ελληνικό.»
«Ναι.»
Ο Μάικ δεν ήξερε τίποτα για την πρέζα, δεν του χε πει πότε τίποτα. Δεν ήταν ότι θα φρίκαρε ή τίποτα τέτοιο, ήταν ανοιχτόμυαλος άνθρωπος, θα καταλάβαινε, απλά δεν υπήρχε και κάποιος ιδιαίτερος λόγος να το μάθει. Ειδικά τώρα που χε κόψει.
«Έχεις κανονίσει τίποτα γι’ απόψε;» ρώτησε ο Μάικ.
«Μπα. Γιατί;»
«Θα βγω μωρέ με μια φίλη πιο μετά, κι έλεγα αν θες να ρθεις παρέα.»
«Φίλη; Για πες ρε,» έκανε και χαμογέλασε.
«Ναι, δεν την ξέρεις.»
«Φίλη ή;..»
«Όχι, φίλη, φίλη…»
«Α. Μπα, σ’ ευχαριστώ ρε φίλε, αλλά δεν ψήνω, προτιμώ να γυρίσω σπίτι να δω καμιά ταινιούλα, χαλαρά. Δεν είμαι και για πολλά έξοδα γενικά.»
«Όπως θες ρε, πάντως κι εμείς, μη φανταστείς, πλατεία θ’ αράξουμε, θα πιούμε καμιά μπύρα, κανα τσιγάρο, χαλαρή φάση, όχι πολλά πολλά.»
«Ναι, κατάλαβα. Μπα, άσε ρε φίλε, δεν είμαι σε φάση. Θ’ αράξω σπίτι.»
«Όπως θες ρε Χρήστο… Και για πες, είδες καμιά καλή ταινία;..»
«Είδα μια του Κουροσάβα, ναι, άκου…»
Και τελοσπάντων, μες στην κουβέντα η ώρα πέρασε, οι καφέδες τελείωσαν, το τασάκι παραγέμισε με γόπες και οι δυο φίλοι, αφού πρώτα κοίταξαν τα ρολόγια των κινητών τους, αποχαιρετήθηκαν και σπάσανε. Ο Χρήστος πήρε το δρόμο για το σπίτι του, ο Μάικ για την πλατεία, όπου σύντομα θα συναντιόταν με τη φίλη του τη Μαίρη.
Η αλήθεια πάντως είναι πως, ανεξάρτητα απ’ το τι έλεγε, τη Μαίρη δεν την έβλεπε σα φίλη. Εκείνη τον έβλεπε σα φίλο. Η Μαίρη ήταν το μεγάλο του κόλλημα. Δεν τολμούσε να το πει βέβαια, αλλά ναι, μέσα του το ήξερε, η Μαίρη ήταν ο έρωτας της ζωής του. Κι όπως συμβαίνει συνήθως με τους έρωτες, έτσι κι αυτός ήταν απόλυτα μονόπλευρος. Όσο και να της την έπεφτε, άλλο τόσο αυτή τον χίωνε. Έτσι απλά και βασανιστικά. Έτσι απλά. Και το χειρότερο δεν ήταν η απόρριψη, όχι, αυτό μπορούσε να το καταπιεί. Όσο την είχε δίπλα του, έστω και σα φίλη, όσο μπορούσε να αγγίζει την ομορφιά της, έστω και μόνο με τα μάτια του, όσο άκουγε την τόσο γλυκιά φωνή της, όσο την είχε, έστω κι έτσι, στη ζωή του, την άντεχε την ερωτική απόρριψη. Αρκούσε που ήταν δίπλα του, αυτό του ήταν αρκετό. Αλλά όχι, δεν ήταν και για κείνη. Εκείνη ήθελε να τον βασανίσει κι άλλο. Εκείνη ήθελε να τον βλέπει να υποφέρει.
Εξάλλου δε γινόταν να μην το είχε καταλάβει, ήταν αδύνατο να μην το βλεπε στα μάτια του, το πόσο την αγαπούσε. Σίγουρα ήξερε. Αλλά δεν την ένοιαζε. Γι’ αυτό και κάθε φορά το κύριο θέμα της κουβέντας της ήταν οι διάφοροι γκόμενοι που την πηδούσαν κάθε τόσο. Κάθε φορά και κάποιος άλλος. Κάθε φορά η ίδια ιστορία με διαφορετικό πρωταγωνιστή. Και ντάξει, οκέι, ως ένα βαθμό το δεχότανε – ελεύθερο πνεύμα, αναρχική στον έρωτα, λίγο χίπισσα, ναι, ήταν ανυπότακτος άνθρωπος η Μαίρη, το καταλάβαινε, αν δεν ήταν εξάλλου έτσι δε θα την αγαπούσε τόσο, εντάξει. Αλλά δεν μπορούσε να το χωνέψει ότι κάθε φορά έπρεπε να του εξηγεί πως ήταν ο γκόμενος, και πόση την είχε, σε τι στάση την πήρε, και πως την έγλειφε, και αν του δωσε κώλο ή όχι κι όλα αυτά, λες κι ήταν ο γκέι φίλος της. Ε όχι ρε πούστη! Ε όχι κι έτσι ρε γαμώτο! Θα μου πεις βέβαια τώρα, γιατί καθότανε ο Μάικ και το περνούσε όλο αυτό το μαρτύριο και δεν ξέκοβε απ’ την τύπισσα μια και καλή να ηρεμήσει; Και θα σου πω κι εγώ ότι, αφενός, άμα έχεις φάει τέτοιο κόλλημα το να ξεκόψεις είναι απλά μια κουβέντα και σε καμία περίπτωση δεν είναι τόσο εύκολο όσο μπορεί ν’ ακούγεται. Και αφετέρου, επειδή ο Μάικ, παρόλο που αυτό δεν ήθελε να το παραδεχτεί ούτε στον εαυτό του, βαθιά μέσα του ήλπιζε πώς κάποτε η Μαίρη θα σοβάρευε, θα καταλάβαινε πως δεν μπορεί να συνεχίσει τη ζωή της έτσι. Ε και πια θα το βλεπε, πως ο μόνος άνθρωπος που πραγματικά την αγαπούσε και που μπορούσε να σταθεί δίπλα της και να τη στηρίξει στα δύσκολα, ήταν αυτός. Ναι, κάποια στιγμή θα το καταλάβαινε.
Η Μαίρη έπιασε το κινητό της κι έστειλε ένα μήνυμα στο Μάικ, του είπε πως θ’ αργούσε λίγο. Είχε γίνει ένα ατύχημα στη Μεσογείων και το λεωφορείο είχε κολλήσει στην κίνηση. Έφτασε στην πλατεία είκοσι λεπτά αργοπορημένη. Παρ’ ότι είχε αρχίσει να βάζει ψύχρα τις τελευταίες νύχτες υπήρχε ακόμα αρκετός κόσμος που άραζε στις εξέδρες και τα παγκάκια. Ο Μάικ την περίμενε στα σκαλάκια, μοναχός του, πίνοντας μια Βεργίνα. Είδε τη Μαίρη να πλησιάζει και της χαμογέλασε αυθόρμητα. Εκείνη έφτασε δίπλα του και τον αγκάλιασε.
«Τι κάνεις;» τον ρώτησε γλυκά.
«Καλά μωρέ, εσύ;»
«Καλά κι εγώ. Περιμένεις ώρα;»
«Εε, όχι τόσο, κανά δεκάλεπτο.»
«Α. Πολύ γρήγορα την ήπιες τη μπύρα τότε.»
«Ε, ναι, ντάξει, ξέρεις, άμα πίνεις μόνος πίνεις πιο γρήγορα… Και τώρα που το πες, θα πάω να πάρω άλλη μια. Θες;»
«Άσε, πάω εγώ, θέλω να πάρω και καπνό. Βεργίνα;»
«Ναι. Κάτσε, μισό.» Έκανε να βγάλει τα ψιλά απ’ την τσέπη του.
«Μου τα δίνεις μετά,» είπε η Μαίρη κι έφυγε για το περίπτερο. Ένιωθε το βλέμμα του Μάικ καρφωμένο στα καστανά και μακριά μαλλιά της όσο περπατούσε. Πήρε τις μπύρες από το ψυγείο και έναν ολντ χόλμπορν άσπρο. Ο περιπτεράς την κόζαρε και χαμογέλασε. Της είπε κάτι – δεν κατάλαβε καλά τι. Την ήξερε. Σχεδόν κάθε βράδι την έβλεπε, και κάθε φορά κάτι της έλεγε, κάποιο αστειάκι, κάτι, μα εκείνη ποτέ δεν καθόταν λίγο παραπάνω να του πιάσει την κουβέντα, εκτός από μερικές φορές που ταν μαζί της ο Μάικ. Επέστρεψε, έδωσε τη μπύρα στο φίλο της, κάθισε δίπλα του, βγάλανε κι οι δυο τους αναπτήρες τους και τις ανοίξανε. Έπειτα του ζήτησε ένα φιλτράκι κι έστριψε ένα τσιγάρο. Ακολούθησε κι ο Μάικ. Τ’ ανάψανε.
«Και για πες,» της έκανε, «τι λέει;»
«Ε, καλά μωρέ, τα κλασσικά, τίποτα καινούριο.»
«Τίποτα;»
«Ε, τίποτα… Εκτός από ένα παιδί, τις προάλλες…»
«Ωχ, καλά, άσε.»
«Ε, εσύ με ρώτησες…»
«Η σχολή πώς πάει;» Η Μαίρη σπούδαζε στο ΦΠΨ, στο Καποδιστριακό.
«Ε, ντάξει, καλά. Λογικά, αν πάει καλά σ’ αυτή την εξεταστική τώρα που έρχεται, το επόμενο εξάμηνο παίρνω πτυχίο.»
«Έκτο έτος είσαι, ε;»
«Έκτο, ναι.»
«Και πόσα χρωστάς;»
«Εννιά.»
«Α, ντάξει, μια χαρά είσαι.»
«Ναι. Και θα δώσω τώρα τα πέντε, και άλλα τέσσερα τον Ιούνιο.»
«Και γιατί δεν τα δίνεις όλα μαζί τώρα;»
«Γιατί δε θα τα περάσω όλα. Τώρα θα συγκεντρωθώ στα πέντε, θα περάσω, κι έπειτα άλλα τέσσερα και τέλος. Άσε που ένα εξάμηνο ακόμα στη σχολή δεν με χαλάει, δε θα ναι κι άσχημα.»
«Χαχα, ε αυτό να μου πεις, και που θα τελειώσεις δηλαδή τι θα καταλάβεις; Σάμπως θα βρεις δουλειά;»
«Σέρβις σε κανά καφέ, στην καλύτερη.»
«Ε, αυτό ακριβώς… Πάντως, να ξέρεις, εγώ σε σένα θα ρχομαι να πίνω τον καφέ μου και θα σου αφήνω και καλά τιπς.»
«Μμμ, σ’ ευχαριστώ πολύ…»
«Έλα, πλακίζω.» Η Μαίρη σκότωσε το τσιγάρο κι έβγαλε καπάκι να στρίψει άλλο ένα. Ο Μάικ της έδωσε δυο μπάρες από τα φιλτράκια του, για να χει.
«Λέω μήπως προς χριστούγεννα πάω καμιά εκδρομούλα, κανά τριήμερο, κανά Παρνασσό ξερώ γω.»
«Παρνασσό; Για σκι;»
«Ε, και για σκι, ναι, γιατί όχι;»
«Κάνεις σκι;»
«Έκανα πιο παλιά, ναι, ξέρω να κάνω. Εσύ;»
«Μπα, δεν έχω δοκιμάσει ποτέ;»
«Ψήνεις να ρθεις μαζί μου;»
«Στον Παρνασσό;»
«Ε ναι, τι λέμε;»
«Με τι λεφτά;»
«Έλα μωρέ Μαίρη τώρα, σιγά τα λεφτά που θέλει για Παρνασσό.»
«Ε δε θέλει για να πας, αλλά που θα μείνεις; Θα κάνεις κάμπινγκ μες στα χιόνια;»
«Ε ντάξει μωρέ, κανά ξενοδοχείο, για δυο νύχτες, σιγά.»
«Πανάκριβα θα ναι!»
«Ε ντάξει ρε Μαίρη, στα βάζω εγώ τα λεφτά, σιγά.»
«Μπα, δε νομίζω, δύσκολο…»
«Καλά, μια ιδέα είπα… Μπορούμε να πάμε και πουθενά αλλού, δε χρειάζεται να πάμε Παρνασσό ντε και καλά, μπορούμε να τσεκάρουμε κανά φθηνότερο μέρος.»
«Καλά ρε συ Μάικ, θα δούμε, κάτσε να ρθουν πρώτα τα χριστούγεννα καταρχάς, και βλέπουμε μετά… Δεν είναι πάντως τώρα καιρός για ταξίδια…»
«Γιατί, τι έχει ο καιρός;»
«Κρύο, αυτό έχει.»
«Καλά, ντάξει, ό,τι θες… Απλά, λέω… Να πιούμε κανά τσιγάρο;»
«Αμέ. Έχεις;»
«Έχω, πώς δεν έχω; Ο Μάικ να μην έχει σταφ;»
«Χαχα, ναι, σωστά, ο Μάικ δεν ξεμένει ποτέ.»
«Εμ, τι;» Έβγαλε τα σύνεργα, κόλλησε μια διφυλλιά, η Μαίρη του φτιαξε μια τζιβάνα, έριξε μέσα λίγο ταμπάκο και λίγο φου, το στριψε, το γλειψε, το κόλλησε, το χτύπησε στην πέτρινη επιφάνεια που καθόντουσαν να το στουμπώσει και το σκασε. Το ήπιαν, το σκότωσαν, ο Μάικ σηκώθηκε να φέρει άλλες δυο μπύρες, γύρισε και συνεχίσαν την κουβέντα τους περί ανέμων και υδάτων. Κάθε φορά πάντως που η Μαίρη πήγαινε να μιλήσει για κάποιο γκόμενο, ο Μάικ την έκοβε γρήγορα γρήγορα – φαινόταν αποφασισμένος αυτή τη φορά. Κι εκείνη λοιπόν μετά από δυο-τρεις προσπάθειες δεν ξανανέφερε τίποτα γκομενικό, φοβούμενη μην του γυρίσει κανένα λαμπάκι και της κάνει καμιά ερωτική εξομολόγηση μες στο βράδι. Έπειτα ήπιανε ένα ακόμη. Η ώρα περνούσε, η Μαίρη θα χε καπνίσει καμιά εικοσαριά τσιγάρα μέσα σε δυο ώρες, ο Μάικ κάπως λιγότερα. Κάποια στιγμή της τελειώσαν και τα χαρτάκια. Πήγε πάλι περίπτερο, πήρε κι άλλες δυο μπύρες.
«Τελευταία για μένα,» είπε του φίλου της καθώς την άνοιγε. «Πρέπει να φύγω όπου να ναι.»
«Που θα πας;»
«Παίζει ένα πάρτι στο Πολυτεχνείο.»
«Πάρτι; Τρανσοφάση;»
«Δεν είμαι σίγουρη, φαντάζομαι ναι. Ψήνεις να ρθεις;»
«Ποιός άλλος θα ναι;»
«Κάτι φίλοι, δε νομίζω ότι τους ξέρεις.»
«Α, φίλοι…»
«Ναι… Α, θα ναι κι ο Πλάτωνας.»
«Ο φιλόσοφος;»
«Χαχα, γελάσαμε κι απόψε.»
«Έλα, ποιος Πλάτωνας; Τον ξέρω;»
«Νομίζω τον είχες γνωρίσει μια φορά, σ’ ένα πάρτι πάλι.»
«Χμμ, ίσως… Τώρα που το λες κάτι μου λέει τ’ όνομα. Αλλά δε θυμάμαι καλά.»
«Ναι, τελοσπάντων. Τι λες, θα ρθεις;»
«Μπα, άσε μωρέ. Είμαι και λίγο κουρασμένος σήμερα, καλύτερα να πάω σπίτι.»
«Καλά, ό,τι θες. Παίζει να βρούμε και μουντού πάντως.»
«Μουντού, ε; Μπα, όχι, δεν ψήνομαι για κραιπάλες απόψε, άσε. Δεν έχω και φράγκα για μουντού κιόλας.»
«Α, για να πας εκδρομή Παρνασσό έχεις φράγκα, για μουντού όχι, ε;»
«Ε δεν έχω τώρα πάνω μου εννοώ ρε Μαίρη.»
«Καλά ντε, μην τσαντίζεσαι.»
«Ε δεν τσαντίζομαι… Απλά, λέω…»
Τελοσπάντων, τελείωσαν τις μπύρες, κάπνισαν και κάμποσα τσιγάρα ακόμα, ο Μάικ έδωσε και δυο μπάρες εξτρά στη Μαίρη, της έδωσε κι ένα παπαδάκι να το στρίψει αργότερα, όταν θέλει, κι αποχαιρετήθηκαν, και τραβήξανε δρόμους αντίθετους.
Η Μαίρη έφτασε στη στάση. Τι περίεργο παιδί κι αυτός ο Μάικ… Ο ορισμός του ανθρώπου που όσο τον φτύνεις τόσο κολλάει. Τι κι αν του μιλούσε για γκόμενους, για γαμήσια, τι κι αν δεν τον έπαιρνε τηλέφωνο, δεν του απαντούσε καν τις μισές φορές στα μηνύματα του, τίποτα. Δεν έπαιρνε χαμπάρι. Και ντάξει, καλό παιδί ήτανε, συμπαθητικός και γλυκούλης πολύ, ωραίος για παρέα, αλλά ερωτικά δε μπορούσε να τον δει, τι να κάνει; Κι εξάλλου αυτός ήθελε σχέση, φαινότανε, φαινότανε πως είχε κολλήσει άσχημα, αλλά η Μαίρη δεν ήταν σε τέτοια φάση, που και να ήτανε, και πάλι δε θα μπορούσε να δει έτσι τον Μάικ. Απλά δε μπορούσε. Γιατί να μην έλεγε να το καταλάβει αυτό, γιατί να μη μπορούσε να ερμηνεύσει τα σημάδια; Εντάξει, ήξερε γιατί. Ήξερε πως καταλάβαινε, απλά δε μπορούσε να ξεκολλήσει, όσο κι αν προσπαθούσε. Αλλά και πάλι. Γιατί να είναι τόσο ερωτευμένος πια μαζί της, τι της έβρισκε τελοσπάντων;.. Κι αυτή τι να κάνει δηλαδή; Δε μπορούσε να του το πει ευθέως, ήταν πολύ δύσκολο. Αλλιώς τι; Να κόψει έτσι ξαφνικά κάθε επαφή μαζί του; Μπλοκ και ντιλίτ; Ούτε καλημέρα άμα τον δει τυχαία στο δρόμο; Όχι, με τίποτα. Θα το παιρνε πολύ βαριά. Δε μπορούσε…
Σήκωσε το χέρι της, το λεωφορείο σταμάτησε και μπήκε μέσα. Δεν είχε πολύ κόσμο, ήταν πολλές οι άδειες θέσεις. Πήγε και κάθισε σε μια πίσω πίσω. Τελοσπάντων. Δεν ήθελε να σκέφτεται άλλο τον Μάικ. Είχε κουραστεί. Θα σκεφτότανε τον Πλάτωνα. Αυτός… Εντάξει… Ήτανε λίγο μαλάκας εδώ που τα λέμε, αλλά ήταν πιο κουλ άτομο. Στον κόσμο του τελείως μεν, ναρκωτικά, γκόμενες, πάρτι, κι ιστορίες τέτοιες, αλλά δούλευε το μυαλό του, στρόφαρε, καταλάβαινε πότε του λέγανε όχι και πότε ναι. Ήταν πιο συνεννοήσιμος άνθρωπος, απ’ τον Μάικ τουλάχιστον, σίγουρα. Εντάξει, με τα ελαττώματα του, οκέι. Αλλά στο βάθος, η Μαίρη το ήξερε, είχε καλή ψυχή.
Έφτασε Πολυτεχνείο – ήταν νωρίς ακόμα, δεν είχε έρθει ακόμα κόσμος. Μετά από δυο τσιγάρα έστειλε του Πλάτωνα ένα μήνυμα. Σιγά μην απαντούσε…
Bάραγε το κινητό ασταμάτητα, κλήσεις, μηνύματα, η Μαίρη, ο ένας, ο άλλος, στ’ αρχίδια του. Να περιμένανε, δε θ’ αργούσε. Στο δρόμο ήτανε, τι να κάνει, να τρέχει; Ηρεμία ρε γαμημένοι. Προπάντων ηρεμία. Τσιλ άουτ. Κάθισε ένα λεπτό σ’ ένα παγκάκι να ξαποστάσει, να στρίψει κι ένα τσιγάρο. Το κεφάλι του είχε αρχίσει να νιώθει λίγο περίεργα, το σώμα του επίσης. Είχε αρχίσει και του τα σκαγε. Ε, ώρα ήταν… Άναψε το τσιγάρο και συνέχισε το μακρύ και δύσκολο ταξίδι του για το Πολυτεχνείο. Είχε επίσης αρχίσει να χάνει λίγο και τον προσανατολισμό του, μα ευτυχώς γρήγορα άκουσε τα υπόκωφα τρανσίδια που βαρούσαν από μακριά, και άφησε τη μουσική να τον οδηγήσει ως τον προορισμό του. Ε και μετά από λίγο ήταν εκεί.
Σήκωσε το γυαλί του ηλίου και προσπάθησε, χορεύοντας παράλληλα, να εντοπίσει κανάν άνθρωπο μες στα σκοτάδια και τις μουσικές – μουσικάρες όμως, ε; Πρώτα βρήκε τον Κοσνί – χαιρετήθηκαν και τα λοιπά. Έπειτα βρήκε το Νοσμά – το ίδιο. Έπειτα την πλάτη της Μαίρης. Την πλησίασε από πίσω και της έκλεισε με τα χέρια του τα μάτια.
«Που σαι Μαιρούλα μου;» Την γύρισε, την αγκάλιασε και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.
«Άντε ρε μαλάκα Πλάτωνα, που είσαι; Σε περιμένω τόση ώρα!»
«Σόρρυ ρε Μαιρούλα, έπεσα σε κίνηση.»
«Ασ’τις μαλακίες ρε Πλάτωνα, τόσα τηλέφωνα σε πήρα!»
«Έχεις δίκιο ρε συ Μαίρη, σόρρυ, μαλακία μου, δίκιο έχεις. Απλά, να, ήμουνα πριν στου Στέλιου και πίναμε κάτι μπαφίδια κι είχαμε γίνει ζάντες, ε, και ξεχάστηκα. Ε και τον ξέρεις τώρα το μαλάκα το Στέλιο πως είναι, όλη μέρα σπίτι και φούντες και δεν ξεκουνάει. Μια ώρα τον έπρηζα να ρθει απόψε εδώ και τίποτα. Ε και τι να κάνω, να τον αφήσω μόνο του; Δε μου πάει η καρδιά.»
«Καλά…»
«Έλα ρε αγάπη, συγχώρεσε με.»
«Καλά είπα…»
«Τα παιδιά τα ξέρεις; Για ελάτε εδώ, μάγκες. Μαίρη, ο Νίκος κι ο Μάνος, Νίκο, Μάνο, η Μαίρη.»
«Γεια.»
«Γεια.»
«Τι λέει;»
«Καλά, εσύ;»
«Μια χαρά.»
Είπανε λοιπόν δυο κουβέντες η Μαίρη με τα παιδιά, κι έπειτα τα παιδιά πήγανε λίγο παραπέρα να τα σπάσουν με την ησυχία τους. Η Μαίρη γύρισε στον Πλάτωνα.
«Πλάτωνα;» του φώναξε – ε, μες στο πάρτι έπρεπε να φωνάζεις γενικά για ν’ ακούγεσαι., μ’ όλο αυτό το ντάπα ντούπα δηλαδή.
«Έλα.»
«Βρήκες τελικά τίποτα;»
«Σαν τι να βρω;»
«Ε, ξέρεις, για να πιούμε.»
«Ααα, Μαιρούλα, ώστε έτσι, ε; Πάλι για πιώμα είσαι;»
«Πες ρε.»
«Κάτι βρήκα, κάτι ζειπαί.»
«Μουντού;»
«Μπα, κάτι άλλο.»
«Τι;»
«Μάντεψε.»
«Κο;»
«Όχι, άλλο, άλλο.»
«Ε άντε, πες μου!»
«Για δες λίγο τα μάτια μου,» είπε και κόλλησε πάνω στη φάτσα της.
«Δε βλέπω καλά μες στο σκοτάδι ρε Πλάτωνα, πες μου.»
«Παίζουν κάτι πάκιατρι, Μαιρούλα.»
«Τριπάκια;»
«Αχα, ακριβώς. Κι είναι μπόμπα!»
«Έχεις φάει εσύ;»
«Ε τι σου λέω;»
«LSD;»
«A γεια σου.» Η Μαίρη στάθηκε λίγο σιωπηλή να το καλοσκεφτεί. Ο Πλάτωνας χόρευε σα μανιακός. Σε κάποια φάση γυρνάει και τη ρωτά αν τελικά ψήνεται να φάει ένα χαρτάκι.
«Μπα, όχι, άσε καλύτερα… Δεν είμαι σε φάση για ψυχεδέλεια, όχι απόψε.»
«Τι έγινε Μαιρούλα, κωλώσαμε;»
«Απλά δε θέλω απόψε ρε.»
«Καλά μωράκι μου, μη δαγκώνεις, δε σε πιέζω… Πάντως χάνεις.»
«Δεν πειράζει, ας χάνω.»
Έπειτα αφοσιωθήκαν και οι δυο στο χορό, μπλεγμένοι μαζί μ’ ένα σωρό άλλους τύπους και τύπισσες μέσα στην αποπνικτική εκείνη αίθουσα – ρέηβερς, κάγκουρες, χιπχοπάδες, αναρχοφασέοι, διαφόρων ειδών καμμένοι κλπ, και ντουμάνια, ντουμάνια παντού, ντουμάνια να μη μπορείς να πάρεις ανάσα. Η Μαίρη κάθε τόσο έβγαινε λίγο έξω, έκανε κανά τσιγάρο, καμιά βόλτα στην περιοχή, έπαιρνε και καμιά μπυρίτσα να δροσίζει το στόμα της. Ο Πλάτωνας στ’ αρχίδια του όλα, δεν καταλάβαινε τίποτα, τα σπαγε ανελέητα δίχως σταματημό. Είχε γίνει ένα με το μπιτ και με τα κύματα του ήχου της τρανς που δονούσανε το χώρο και ολόκληρο το σύμπαν. Η συνείδηση του ήταν πλέον μια πανανθρώπινη συνείδηση, και ως τέτοια μεταδιδόταν και μέσω της μόνης πανανθρώπινης γλώσσας – αυτή της μουσικής.
Και τελοσπάντων, η ώρα πέρναγε, ο Πλάτωνας χόρευε, τους άλλους τους είχε χάσει, η Μαίρη είχε φύγει με το πρώτο πρωινό, και στο πάρτι είχαν μείνει πλέον καμιά δεκαριά τύποι, πιο καμμένοι κι απ’ τον ίδιο τον Πλάτωνα. Η επήρεια του τριπ είχε αρχίσει να περνά, είχε ακόμα ενέργεια μεν, αλλά το νιώθε πως του βγαινε σιγά σιγά η κούραση, τα πόδια του αρχίζαν κάπως και βαραίναν. Και ντάξει, τα σπαγε όλο το βράδι, χτυπιόταν σα σουπιά, λογικό κι επόμενο ήτανε. Χόρεψε λίγο ακόμα, κι έπειτα βγήκε έξω, στον καθαρό αέρα.
Αμέσως ένιωσε άλλος άνθρωπος. Ένας θεός ξέρει πόσα κυβικά ντουμάνια είχε κατεβάσει στα πνεμόνια του εκεί μέσα όλη τη νύχτα. Πλέον ο ήλιος είχε βγει κι ακούμπαγε απαλά τις αχτίδες του πάνω στην πόλη, κι η πρωινη δροσιά χτυπούσε τον Πλάτωνα στη μούρη και τον αναζωογονούσε. Αυτό ακριβώς χρειαζότανε. Ξαφνικά, ένιωσε το λαιμό του να καίει. Προσπάθησε να καταπιεί το ελάχιστο σάλιο που του χε μείνει, κι ούτε κι αυτό δεν κατέβαινε κάτω. Ήταν ξερός σαν άμμος. Συνειδητοποίησε πως δεν είχε πιεί τίποτα εδώ και ώρες, τίποτα εκτός από μπύρες και τσιγάρα. Δίψαγε. Έψαξε στις τσέπες του και βρήκε ένα δίευρο. Αρκετά για ένα μπουκαλάκι νερό. Έτρεξε ως το κοντινότερο περίπτερο και πήρε ένα, το κατέβασε σχεδόν όλο μονορούφι. Του μέναν αρκετά και για ένα καφεδάκι. Έβγαλε το κινητό του. Τέσσερις αναπάντητες, δυο μηνύματα, κι η ώρα ήταν εφτά και δέκα. Κομπλέ. Προχώρησε προς τον Γρηγόρη για ένα φρέντο.
«ΕΕΕ ΝΙΚΟ!» φώναξε σε κάποια φάση όπως περπάταγε. Ο φίλος του ο Νίκος, που τον είχε χάσει όλο το βράδι, περνούσε όλως τυχαίως από κει. Ο μαλάκας είχε ξεμείνει κι αυτός στο πάρτι – ο Μάνος την είχε κάνει με το πρωινό – και δεν είχε πάρει χαμπάρι ούτε αυτός τον Πλάτωνα, ούτε κι ο Πλάτωνας αυτόν. Ε το μαλάκα, σκέφτηκε. Εντωμεταξύ κι ο Νίκος τρίπιος ήτανε. Στάθηκαν λίγο να βριστούνε που χάσανε ο ένας τον άλλο όλη τη νύχτα, κι έπειτα συμφώνησαν να πάνε μαζί για καφεδάκι.
Ε και τέλοσπαντων, καμιά ώρα αργότερα, όταν η επήρεια του LSD πέρασε τελείως και οι δυο φίλοι είχαν φτάσει στο σημείο που βαρούσαν διάλυση, σκοτώσαν τα τσιγάρα, πετάξαν και τα πλαστικά ποτήρια σ’ έναν κάδο και σπάσανε και την κάναν για τα σπίτια τους. Ο Πλάτωνας ευτυχώς έμενε εκεί κοντά στα Εξάρχεια, οπότε θα ταν στο κρεβάτι του στο τσακ μπαμ. Στο γλυκό του κρεβατάκι…
Κι έφτασε λοιπόν μετά από λίγο στην πολυκατοικία του, πήρε το ασανσέρ, ανέβηκε στον τέταρτο, μπήκε στο διαμέρισμα του και προχώρησε προς την τουαλέτα, να κατουρήσει. Κι όπως κάνει κι ανοίγει την πόρτα ακούγεται από μέσα ένα «ΕΕΕΕΕ!» Ήταν η συγκάτοικος του, η Καίτη. «Σόρρυ,» είπε ο Πλάτωνας και την έκλεισε. Τι σκατά; Τι ώρα ήτανε; Κοίταξε το ρολόι στην κουζίνα. Οχτώμισι. Η καφετιέρα επίσης ήταν γεμάτη μέχρι τη μέση. Γιατί διάολο είχε σηκωθεί τόσο νωρίς σήμερα; Δούλευε; Δεν είχε ρεπό τα σαββατοκύριακα;
H Καίτη που λες ήταν, εκτός από συγκάτοικος, και πολύ καλή φίλη με τον Πλάτωνα. Στο πρώτο έτος είχαν γνωριστεί. Ο Πλάτωνας – επειδή είναι ωραίο γκομενάκι η Καίτη γενικά – είχε πάει να χωθεί κι έφαγε ένα μεγαλοπρεπέστατο Χι, όχι όμως επειδή δεν της άρεσε ή κάτι τέτοιο. Απλά η Καίτη ήταν σκληροπυρηνική λεσβία, τόσο που ούτε έχει πάει, ούτε ενδιαφερόταν να πάει ποτέ με άντρα. Ε κι εντάξει, αφού ξεκαθαρίστηκε αυτό και ο αντρισμός του Πλάτωνα δεν πλήχθηκε, γίνανε φιλαράκια. Κι ευτυχώς δηλαδή, γιατί αν δεν υπήρχε η Καίτη ο Πλάτωνας θα ήταν, λογικά, άστεγος, αφού οι γονείς του τον είχαν διώξει από το σπίτι πριν δυο χρόνια και κανένας φίλος του δε δεχότανε να τον φιλοξενήσει τσάμπα σπίτι του για περισσότερο από μήνα. Και φυσικά δουλειά δεν υπήρχε περίπτωση να βρει – δεν έψαχνε καν. Μόνο που και που, αν καθότανε η φάση, έσπρωχνε κανα ντρόγκι. Καμιά φούντα, κανα μουντού, κανα λουσουδού, καμιά κο, ό,τι έπεφτε στα χέρια του τελοσπάντων. Κι αυτά που έβγαζε βέβαια απ’ αυτή τη μπίζνα ίσα ίσα φτάνανε για να καλύψουν τα έξοδα του – δηλαδή καπνούς, πιοτά, καφέδες και σουβλάκια. Η Καίτη λοιπόν τον είχε σώσει κυριολεκτικά που τον άφηνε να μένει σπίτι της στο τσάμπα.
Φυσικά, τον τελευταίο καιρό δε βλέπονταν σχεδόν ποτέ οι δυο τους, αφού η Καίτη δούλευε μέχρι το βράδι, σερβιτόρα σ’ ένα καφέ στα βόρεια, κι ο Πλάτωνας τα βράδια δεν έμενε ποτέ στο σπίτι. Ε και τα σαββατοκύριακα που είχε ρεπό, και πάλι σπάνια αράζανε μαζί – δεν είχανε και πολλές κοινές παρέες.
Τελοσπάντων, η πόρτα της τουαλέτας άνοιξε κι ο Πλάτωνας πήγε προς τα κει. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και γεμάτα μαύρους κύκλους και κούραση. Η Καίτη τα κοίταξε με μια μικρή δόση απέχθειας, τόσο μικρή όμως που κανείς δε θα μπορούσε να την αναγνωρίσει.
«Επ,» έκανε ο συγκάτοικος της προτού συρθεί μέχρι τη χέστρα. «Πώς και τόσο νωρίς;»
«Δουλεύω,» απάντησε κοφτά η Καίτη, προχωρώντας προς την κουζίνα και την καφετιέρα της.
«Σαββατιάτικα;»
«Παρασκευή είναι.»
«Α ναι. Ε άντε, καληνύχτα.»
«Καλημέρα…»
«Ναι, ναι…» Κι έκλεισε την πόρτα πίσω του κι άφησε το κάτουρο να κυλήσει στην παλιά λεκάνη.
Η Καίτη γέμισε μια κούπα με καφέ, έριξε μια κουταλιά ζάχαρη, ανακάτεψε, ήπιε μια γουλιά, έβγαλε κι άναψε ένα τσιγάρο. Μισάνοιξε το παράθυρο και κάθισε στο τραπεζάκι. Νύσταζε ακόμα – χθες έβλεπε σειρές στο πισί της μέχρι αργά και με το ζόρι θα χε κοιμηθεί κανά τετράωρο. Κοίταξε το ρολόι. Εννιά παρά τέταρτο. Είχε ακόμα πάνω κάτω ένα μισάωρο. Ήπιε την πρώτη κούπα τσάκα τσάκα και γέμισε τη δεύτερη. Το μυαλό της άρχιζε να παίρνει μπρος. Θεέ μου πως βαριότανε σήμερα. Καμία όρεξη δεν είχε να τρέχει στου διαόλου τη μάνα να σερβίρει καφέδες και μπύρες σε ποιος ξέρει τι μαλάκες μέχρι το βράδι. Αλλά η δουλειά είναι δουλειά, και μέσα της το ξερε πως έπρεπε να είναι και ευγνώμων που την είχε βρει. Εξάλλου και η πληρωμή καλή ήτανε, και τα ωράρια παλέψιμα, και το αφεντικό της σχετικά κομπλέ άνθρωπος. Εντάξει, καλά ήταν. Δεν είχε λόγο να παραπονιέται. Άναψε ένα ακόμα τσιγάρο. Γέμισε και μια τρίτη κούπα. Δέκα λεπτά ακόμα. Κοίταξε την Αθήνα που απλωνόταν έξω απ’ το παράθυρό της. Ήταν πιο γκρίζα απ’ ότι συνήθως, γιατί ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Ίσως και να βρεχε πιο μετά. Ίσως και να χε αρχίσει να ψιχαλίζει ήδη. Δε μπορούσε να πει με σιγουριά μέσα απ’ το γυαλί. Ένα τελευταίο τσιγάρο παρέα στις τελευταίες γουλιές καφέ. Έπειτα σηκώθηκε, φόρεσε το παλτό και τα παπούτσια της, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε.
Το λεωφορείο ήταν εκεί στην ώρα του, κι η Καίτη επίσης. Έφτασε στην καφετέρια λίγο πριν τις δέκα κι έπιασε ένα βετέξ να καθαρίσει τα τραπέζια. Έπειτα σκούπισε και σφουγγάρισε το πάτωμα. Κανά μισάωρο αργότερο, κι ενώ είχαν καθίσει και οι πρώτοι πελάτες, έσκασε το αφεντικό. Πήγε χαμογελαστός να της πιάσει την κουβέντα, μα η Καίτη δεν είχε όρεξη. Απάντησε μονολεκτικά στις ερωτήσεις του και τον άφησε για να κάνει μια βόλτα στα δυο τραπέζια που χαν κόσμο, να ρωτήσει αν θέλουν τίποτε άλλο. Ήταν σαφές πως το αφεντικό της της την έπεφτε, παρόλο που το γνώριζε ότι ήτανε λεσβία. Μα εντάξει, τουλάχιστον ήταν ευγενικός…
Ανθρώποι έρχονταν, πίναν τους καφέδες τους και έφευγαν. Με κανέναν δεν έπιανε κουβέντα, κανέναν δε γνώριζε, κανέναν δε θα μάθαινε ποτέ της. Εξάλλου και όσοι είχανε όρεξη και κάνανε να της μιλήσουν το κάνανε μόνο και μόνο επειδή τους άρεσε σα γκομενάκι. Δεν προσπαθούσαν να το κρύψουνε. Γι’ αυτό και απλά σέρβιρε και δε μιλούσε σε κανέναν.
Το απογεματάκι, κατά τις πέντε, έσκασε κι ο Μάικ, μαζί μ’ ένα φίλο του. Καθίσαν σ’ ένα τραπεζάκι κοντά στην έξοδο και βγάλανε να στρίψουν δυο τσιγάρα. Η Καίτη τους πλησίασε και τους ρώτησε τι θέλουν να πάρουν.
«Έναν ελληνικό, διπλό, σκέτο για μένα,» είπε ο Μάικ.
«Κι έναν φρέντο εσπρέσσο μέτριο,» είπε ο φίλος του.
Η Καίτη πήγε στη μπάρα κι έβαλε τους καφέδες, ο Μάικ, επηρεασμένος απ’ το άνιμε που χε αρχίσει να βλέπει το προηγούμενο βράδι, βάλθηκε να εξηγήσει στο φίλο του γιατί οι Γιαπωνέζοι πολεμίστες ήταν ανώτεροι από τους Κινέζους.
«Δεν είναι μόνο η κάστα των Σαμουράι φίλε, είναι ότι γενικότερα οι Γιαπωνέζοι είναι πιο πειθαρχημένοι σα λαός κι έχουν πολεμική παιδεία. Δηλαδή ας πούμε οι καμικάζι στον Β’ παγκόσμιο – αυτοί οι τύποι θυσίαζαν κυριολεκτικά τη ζωή τους για την Ιαπωνία και τον Αυτοκράτορα τους.»
«Και τι, καλό είναι αυτό;»
«Όχι, δε λέω αυτό, λέω ότι είναι λαός πειθαρχημένος και μαθημένος στον πόλεμο. Σαν τους Σπαρτιάτες που γνωρίζοντας ότι θα σκοτωθούν όλοι στις Θερμοπύλες μείνανε και πολεμήσανε. Το ίδιο είναι. Κι αυτό, το γεγονός ότι είναι διατεθειμένοι να χάσουν τη ζωή τους ανά πάσα στιγμή αν τους ζητηθεί, σημαίνει ότι είναι καλοί πολεμιστές. Αυτό λέω. Ενώ οι Κινέζοι δεν το έχουν αυτό στην κουλτούρα τους.»
Ο φίλος του φαινόταν να χει χάσει το ενδιαφέρον του για το αντικείμενο της κουβέντας, κι αυτή διακόπηκε μια και καλή όταν ήρθε η σερβιτόρα και τους άφησε τους καφέδες. Έπειτα από κάμποσα λεπτά σιωπής, ο φίλος γύρισε και ρώτησε τον Μάικ για το νταραβέρι που χε κανονίσει.
«Ε σου πα ρε μαλάκα, στις εφτά μου είπε. Πίνουμε τους καφέδες και φεύγουμε.”
«Εξάρχεια, ε;»
«Ναι.»
«Και πως τον είπες τον τύπο;»
«Την άκρη;»
«Ναι.»
«Δεν ξέρω ρε, δε θυμάμαι. Σου πα δεν έχω ξαναπάρει απ’ αυτόν. Αλλά μου τον πρότεινε ένας φίλος και μου πε ότι είναι έμπιστος και φέρνει καλό σταφ. Χέηζ. Θα γίνουμε, άραξε.»
«Και δε θυμάσαι το όνομα του ρε μαλάκα;»
«Δεν το ξέρω καν ρε, δε μου το πε ο φίλος μου. Μου πε απλά ότι είναι ένας μαλλιάς με μούσια.»
«Α οκέι ρε, στα Εξάρχεια θα ναι ο μόνος μαλλιάς με μούσια, θα τον βρούμε εύκολα.»
«Σιγά ρε φίλε, λες κι αν ξέραμε το όνομα του θα βγαίναμε και θα το φωνάζαμε με τη ντουντούκα μες στην πλατεία να μας ακούσει.»
«Καλά, τελοσπάντων…»
Και τελοσπάντων η ώρα πέρασε, οι καφέδες τέλειωσαν, το τασάκι γέμισε με γόπες, και κόντευε εξίμιση. Ο Μάικ έκανε νόημα, η Καίτη ήρθε, της δώσαν τα γκαφρά – σε ψιλά και ακριβώς – τους ευχαρίστησε, χαμογέλασαν και σηκώθηκαν να πάρουν το μετρό να πάνε κέντρο.
Φτάσανε Εξάρχεια, ο Μάικ εντόπισε εύκολα τον τύπο – καθόταν μοναχός του σε μια άκρη στο πεζούλι και φορούσε γυαλιά ηλίου μες στο βράδι – και έκανε στο φίλο του να του δώσει το χρήμα και να τον περιμένει. Προχώρησε προς τον τύπο. Ο Πλάτωνας σηκώθηκε και χαμογέλασε.
«Γεια χαρά,» του πε ο Μάικ.
«Που σαι μαν;» απάντησε ο Πλάτωνας και του δωσε το χέρι του. Η χειραψία βέβαια αυτή ήταν απλά καμουφλαρισμένο ντιλ, αφού ουσιαστικά την έκανε για να του δώσει το σακούλι με τα δυο τζι. Ο Μάικ το κοίταξε λίγο στα κλεφτά και το χωσε στην τσέπη του.
«Είναι πολύ σωστό χεηζάκι μαν μου, θα το δεις, αξίζει.»
«Κομπλέ, σε πιστεύω. Τριάντα ε;»
«Τριάντα, ναι.»
Έβγαλε τα λεφτά από την άλλη τσέπη και του τα δωσε. Ο Πλάτωνας τα μέτρησε στα γρήγορα και τα χωσε στη μπανάνα του. Χαιρετήθηκαν κι ο Μάικ την έκανε.
Έπειτα ο Πλάτωνας έβγαλε το κινητό του και πήρε ένα τηλέφωνο.
«Που είσαι ρε μαλάκα;»
«Έρχομαι ρε,» ακούστηκε η φωνή απ’ το ακουστικό, «σε πέντε λεπτά είμαι εκεί.»
«Ε άντε.»
Κι όντως, σύντομα έσκασε μύτη ο Χρήστος, κρατώντας δυο βεργίνες στο χέρι. Άραξε δίπλα στον Πλάτωνα και του δωσε τη μία. Εκείνος την άνοιξε με τον αναπτήρα του. Τσουγκρίσανε και κατεβάσανε από δυο γουλιές.
«Και τι λέει ρε μαν; Καιρό έχω να σε δω,» έκανε τότε ο Πλάτωνας.
«Ναι, όντως… Ε τι να λέει ρε; Τα ίδια.»
«Σαπίλα;»
«Σαπίλα μόνο.»
«Γιατί έτσι ρε Χρηστάκο;»
«Ε ντάξει ρε, τι να σου πω; Τα κλασσικά. Γιατί δεν παίζει δουλειά, δεν παίζουν φράγκα, γενικά δεν παίζουν και πολλά.»
«Κανά γκομενάκι;»
«Ε αυτό ίσως…»
«Ωπ! Ε άντε πες ρε μαλάκα.»
«Τίποτα ρε, απλά κανόνισα με μια τύπισσα να πάμε για καμιά μπύρα πιο μετά. Θα δούμε, δεν ξέρω.»
«Για κάτσε ρε, τι έννοεις πιο μετά;»
«Ε σε κανά δίωρο.»
«Τι; Τι λες ρε μαλάκα; Έχουμε ν’ αράξουμε τόσο καιρό κι απόψε που βρισκόμαστε μου λες ότι θα φύγεις σε δυο ώρες να βγεις με γκόμενα;»
«Εντάξει ρε μαλάκα, μην κάνεις έτσι, σιγά, τι να κάνω; Αφού σήμερα μπορούσε.»
«Καλά ρε Χρηστάκο, δεν ξηγίεσαι σωστά αλλά χαλάλι σου. Για πες, καλό;»
«Καλό είναι, ναι.»
«Ποιά είναι ρε; Την ξέρω;»
«Μπα, δεν παίζει. Μια κοπέλα από την περιοχή μου κοντά, βόρεια. Τη γνώρισα τελοσπάντων πριν μερικές μέρες σ’ ένα στέκι εκεί, ε κι είπαμε να βγούμε.»
«Ε άντε, άντε να χωθείς κι εσύ σε κανά μουνάκι μπας και ξεμιζεριάσεις λίγο.»
«Ναι, άντε να δούμε.»
«Κανά καπνό έχεις;»
«Έχω ρε, να, στρίψε.»
Ε και με τα πολλά, τρεις μπύρες και κάμποσες τράκες αργότερα, ήρθε και η ώρα του του Χρήστου. Αποχαιρέτησε τον Πλάτωνα, αφού πρώτα δώσανε ραντεβού για την επόμενη βδομάδα στο ίδιο μέρος, κι έφυγε για το μπαρ που θα συναντιόταν με την κοπελιά.
Έφτασε και δεν την εντόπισε πουθενά στο μαγαζί. Είχανε πει στις δέκα, κι ήταν ήδη δέκα και εφτά. Εντάξει, θα περίμενε λίγο, θα πινε καμιά μπύρα, κι αν δεν ερχόταν σε κανά τέταρτο θα της τηλεφωνούσε. Πήρε μια μικρή, φτηνή ντράφτ, πλήρωσε επί τόπου κι άραξε σ’ ένα γωνιακό τραπεζάκι. Μην τα πολυλογώ, μετά από λίγο έσκασε και η Μαίρη στο μπαρ. Κι ήταν τόσο απλή κι υπέροχη. Φορούσε ένα στενό τζιν κι ένα μαύρο ζιβάγκο κάτω απ’ το παλτό της, και το λεπτό της σώμα σχηματιζότανε πανέμορφο μέσα από τα ρούχα, και τα καστανά της μακριά μαλλιά πέφτανε ατημέλητα στις πλάτες της και τα καφετιά της μάτια παίρναν μια απόχρωση μελί, σχεδόν πράσινη, κάτω από τα φώτα. Προχώρησε και κάθισε στο τραπέζι, απέναντι στο Χρήστο.
«Γεια, συγγνώμη που άργησα, περιμένεις ώρα;»
«Όχι μωρέ, πριν λίγο ήρθα.»
«Α…»
«Τι κάνεις;»
«Καλά, εσύ;»
«Καλά κι εγώ.»
«Κάτσε να πάω να πάρω μια μπύρα. Θες;»
«Άσε, πάω εγώ, να πάρω μια και για μένα.»
«Οκέι.»
Ο Χρήστος σηκώθηκε και πήγε στη μπάρα. Ένιωθε, και φαινόταν, αγχωμένος. Είχε τόσο καιρό να βγει με γυναίκα που δε θυμότανε τι έπρεπε να πει, πως να φερθεί, τι να κάνει. Παρήγγειλε τις μπύρες. Ηρεμία. Δεν υπήρχε λόγος να το πολυσκέφτεται και να το περιπλέκει το θέμα. Απλό ήταν. Θα του βγαινε φυσικά. Γκόου γουίθ δε φλόου. Πήρε τις μπύρες, πλήρωσε και γύρισε στο τραπέζι χαμογελαστός. Έπειτα έβγαλε κι έστριψε ένα τσιγάρο, η Μαίρη έκανε το ίδιο. Για κάμποση ώρα το μόνο που ακουγόταν ήταν η μουσική και η βαβούρα απ’ τους άλλους θαμώνες που φωνάζαν και γελούσανε. Έπειτα η Μαίρη κάτι είπε, μα ο Χρήστος δεν άκουσε τι. Έσκυψε κοντά της. Και πάλι δεν κατάλαβε τι του πε. Χαμογέλασε αμήχανα. Γιατί ρε γαμώτο είχανε έρθει σε τέτοιο μέρος, με τόση βαβούρα, που δε μπορούσε να ακούσει ούτε τη σκέψη του; Χάθηκαν οι πλατείες, οι πεζόδρομοι, τα καφέ, τα σινεμά – ειδικά τα σινεμά, που δε χρειαζόταν καν να μιλήσουνε καθόλου. Θα μου πεις, είχε λεφτά για σινεμά; Όχι. Είχε όμως για μπύρες και μπαρς; Ούτε, αλλά και πάλι εκεί ήταν και ξόδευε τα τελευταία του.
Η Μαίρη σκέφτηκε πως έπεσε σε μαλάκα, κι έβγαλε καπάκι να στρίψει ένα τσιγάρο. Έπειτα έβγαλε και το κινητό της και χάζεψε.
«Και για πες.» ρώτησε, όσο πιο δυνατά μπορούσε, σε κάποια φάση ο Χρήστος.
«Τι να πω;» έκανε η Μαίρη.
«Ε, ξέρεις… Σπουδάζεις;»
«Σπουδάζω, ναι. Στο ΦΠΨ.»
«Τι;»
«ΣΠΟΥΔΑΖΩ ΛΕΩ!» Κουφός ήταν ο άνθρωπος, δεν παίζει κάτι άλλο.
«Α! Που;»
Και τελοσπάντων, η συζήτηση συνεχίστηκε έτσι, αμήχανη και άβολη και με πολλές επαναλήψεις, για κάμποση ώρα. Μέχρι που ο Χρήστος σηκώθηκε να πάει να κατουρήσει. Όταν γύρισε, η Μαίρη δεν ήταν εκεί. Στο τραπέζι βρίσκονταν τρία ευρώ σε ψιλά. Έχεις βρεθεί ποτέ σε τέτοια θέση, φίλε; Μπορείς να καταλάβεις πώς ένιωσε ο Χρήστος, φίλε; Σαν ένα κομμάτι σκατά ένιωσε. Σαν κουράδα σκύλου στο πεζοδρόμιο. Αλλά, η αλήθεια είναι, η Μαίρη δεν είχε φύγει επειδή είχε ξενερώσει τόσο πολύ μαζί του. Ήταν άλλος ο λόγος. Πιο τίμιος.
Περπάτησε βιαστικά και σε μερικά λεπτά ήτανε στον Ευαγγελισμό. Στο νοσοκομείο εννοώ, όχι στο σταθμό του μετρό. Μπήκε μέσα κι έτρεξε στα επείγοντα. Βρήκε τους γονείς της καθισμένους σε μια γωνία. Η μάνα της έκλαιγε, ο πατέρας της κοιτούσε το πάτωμα ανέκφραστος. Προχώρησε ταραγμένη προς το μέρος τους. Η μάνα της την είδε και σηκώθηκε να την αγκαλιάσει όσο πιο σφιχτά μπορούσε.
«Τι έγινε; Πώς είναι;» ρώτησε η Μαίρη. Για λίγο το μόνο που ακούστηκε ήταν οι λυγμοί της μάνας. Έπειτα ο πατέρας της.
«Μαίρη, τον χάσαμε…» Σιωπή.
«Τι;» Τα μάτια της αρχίσαν να βουρκώνουν.
«Ο Πέτρος πέθανε.»
Έτρεξε στην κοντινότερη αίθουσα κι έσπρωξε την πόρτα. Δεν ήταν εκεί. Έπειτα πήγε στην παραδίπλα. Ούτε εκεί.
«Που είναι; Που τον έχουν;» φώναξε.
«Τον πήρανε,» είπε ο πατέρας, κομπιάζοντας. «Πριν λίγο… Τελείωσε, Μαίρη. Πέθανε…» Η Μαίρη έπεσε δίπλα στη μητέρα της και την αγκάλιασε, πιο σφιχτά τώρα. Βάλανε τα κλάματα κι οι δυο. Έπειτα κι ο πατέρας το ίδιο, δεν άντεξε.
Υπερβολική δόση. Όχι, ψέμματα. Απλά κακό στάφ. Νοθευμένο. Η δόση ήταν η ίδια. Απλά η πρέζα είχε κοπεί με χίλιες δυο μαλακίες μέσα. Ποιος ξέρει τι. Δεν είχε σημασία. Το μόνο που χε σημασία ήταν ο Πέτρος. Ο Πέτρος που ταν πια νεκρός. Ο Πέτρος που δε θα πινε ποτέ ξανά ηρωίνη, που δε θα βλεπε ποτέ ξανά τη μάνα του, τον πατέρα του, την αδερφή του, τους φίλους του. Ο Πέτρος που δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ κανείς. Ο Πέτρος που σε λίγες μέρες θα θαβότανε κάτω από το χώμα. Τόσο απλά. Κι όλα τελείωσαν εκεί.
Για τον Πέτρο. Τον Πέτρο που η παρέα του τον φώναζε “Χάλια,” γιατί αυτό ήτανε. Ο Πέτρος ο Χάλιας. Και γι’ αυτόν τελείωσαν όλα. Γι’ αυτόν και μόνο.
Σε λίγο θα ξημέρωνε Σάββατο. Η ζωή στην Αθήνα συνεχίστηκε κανονικά. Σα να μην άλλαξε τίποτα. Και όντως. Δεν άλλαξε και τίποτα…

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s