Χρυσό Άλμπατρος (Σίλουαν Κ.)

Γυρίζοντας πίσω τώρα,
σκέφτηκα έναν μεγάλο καθρέπτη στην μέση ενός κατοικημένου δάσους
-πυραμίδες απ’τον ίδιο μέσα στον ίδιο; σκέφτηκα πως
θα αρκούσαν τα υδάτινα θρύψαλα (και ας ήταν θρύψαλα, ναι),
θα αρκούσαν, ήταν εκεί, μπροστά μου,
στ΄αλήθεια πάλευα να αφεθώ: θα αρκούσαν έλεγα, γιατί είμαστε χέρια
και πόδια ακούραστα
και περιπέτεια
και όνειρα και πράξεις ηρωικές. Και ένιωθα σίγουρος πως για χάρη τους
ίσως μπορούσα να κάνω στην άκρη,
να εξορίσω με 2 κλωτσιές
την αίσθηση του Χωρισμού των Χωρισμών: της καρδιάς απ’την καρδιά.
Και ο μεθυσμένος λαγός βάραινε με τις ιδέες μου
και συνέχιζε να λαχανιάζει.

Στο ίδιο μέρος (διαμέρισμα, λεωφορείο, οτιδήποτε)
στεκόταν μεταμορφωμένη η αρχέγονη οδύνη:
το ανολοκλήρωτο ελάφι πλέον κάλπαζε πάνω μου, πιστέψτε με,
τα είχα καταφέρει!
Ήταν στιγμές που έμοιαζε μ’ένα ενδότερο διαστημόπλοιο! Ναι,
οι ασχολίες μου ήταν γλυκές αλλά και δυναμικές,
η εφήμερη φλόγα
έβγαζε την μουσούδα της γεμάτη αισιοδοξία! Σε κάθε περίπτωση: με είχε κυριεύσει
η θέληση της εκστατικής όρασης,
της εκστατικής αφής,
της -δίχως άλλο- άμεσης κατάκτησης! Άγγιζα την βεβαιότητα!

Άλλοτε όμως, και όταν η σιωπή απομάκρυνε κάθε δυτικό μέτωπο,
μπορούσα να το αισθανθώ:
καλά κρυμμένος πίσω απ’τον παλλόμενο παροξυσμό
ήταν ξανά εκείνος ο καθρέπτης
ήταν ξανά η Πυραμιδική Αυτοκτονία: και η κορυφή της ήταν θάνατος σκέτος,
γιατί πάταγα στα δικά μου πτώματα,
και ήταν καταρράκτης σκοταδιού τα ποδοπατημένα μάτια μου,
και ήταν μούχλα του δάσους οι ποδοπατημένες μύτες μου
και ήταν θάνατος σκέτος λοιπόν,
           εγώ μέσα σε εμένα: 1 τάφος αμετάκλητος
ο αιματηρός μηχανικός του εαυτού.

Και έπειτα άρχισε να ψιχαλίζει· θα ορκιζόμουν πως ήταν τυχαίο:
μερικές γουλιές έπεφταν στο εύφορο στήθος του απογεύματος,
όμως ακόμα
πάλευα να αγνοήσω το μάταιο της αποστολής μου; ναι,
παραμερίζοντας με στυλ
κάθε αμφιβολία,
θα επιζητούσα να συνεχιστούν οι έρευνες κάποιας πληρότητας,
θα γινόμουν ο παραισθητικός ντετέκτιβ
κάθε πιθανής διεξόδου. Η βροχή δυνάμωνε,
και παρ’οτι οι πόρτες ήταν ασφαλείας, άνοιξαν ευπρόσδεκτα:
και ήρθαν τα ζωτικά χρώματα και τα συνέλεξα
και τους έβγαλα καφέ και μπύρα και τσιγάρο.
Και παρ’ότι έξω βροντούσε, εδώ το γλέντι στ’αλήθεια είχε ανάψει·
στο τέλος, αυτό ήταν αρκετό
για να μου προξενήσει έναν αφόρητο πονοκέφαλο.

Τότε λοιπόν βγήκα από ‘κει μέσα και -προς έκπληξή μου-
με ακολούθησαν και ορισμένοι καλεσμένοι.
Ήξερα πλέον πως είχα αποτύχει,
οι έρευνες μου μόνο σύγχυση προκαλούσαν,
ο περίγυρος μου παρέμενε εκείνο το Ελάφι, εκείνος ο Καθρέπτης,
Εκείνος Εγώ.
Κιόμως! τώρα σαν κάτι να είχε αλλάξει· μέσα στο ανεπαρκές καρναβάλι που κατρακυλούσε απ’τους αγκώνες μου
και απ’την πλάτη μου, διαφαινόταν σαν σιωπηλό πανηγύρι
η Ουσία των Πραγμάτων,
που υπήρχε και ας ήταν κομμένη στην μέση,
που όντως, ναι, υπήρχε
και η αθέατη υπόσχεση της μ’ακολουθούσε. Και τότε επιτέλους ένιωσα
πως είναι δυνατόν
η πυραμίδα να χτιστεί ανάποδα,
και τότε επιτέλους ένιωσα
πως ένας Ερωτευμένος Συζητητής (για να με καλέσει να του απαντήσω),
μου πρόσφερε την άλλη όψη: και μαζί μ’όλο το οικοδόμημα
σηκωνόταν ένα βάρος
πολύ πιο πέρα απ’το αισθητό!

Έτσι λοιπόν συνέχισα να προχωράω, χωρίς να ξέρω ακόμη για που.
Γυρεύοντας ίσως τους λευκούς παπαγάλους,
προχώρησα.
Έφτασα ως το κέντρο της καταιγίδας
παρέα με κάποιους εναπομείναντες συντρόφους :
πλέον στον ορίζοντα
φαινόταν η λαμπερή άνοιξη ενός σταυρού.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s