Είσαι διάφανη ριγμένη
ανάσκελα στα μαξιλάρια της νύχτας, πως βρέθηκες εκεί κάτω;
πως βρέθηκες εκεί
κάτω;
Απέχουμε πλέον
μέρες
και σφαγμένα μήλα και ο χώρος είναι μια βουβή κραυγή,
πως βρέθηκες εκεί, κάτω;
Η φωνή του τενόρου αιματοκυλά τα χείλη σου
διασχίζουμε το νεκροταφείο
που σκαρφαλώνει στο σβέρκο μας, πες μου
πως βρέθηκες εκεί κάτω;
Χάνεσαι ή επιστρέφεις
επανέρχεσαι, επανέρχεσαι;
Χτυπάνε τον ώμο μου ψελίσματα απ’την ψυθιριστή σφαίρα
λειώνει το πρόσωπο των νεύρων
απ’την σιωπή σου,
πως βρέθηκες εκεί κάτω;
Tα ψημένα ρουθούνια της αποθήκης μας,
πως βρέθηκες εκεί κάτω,
ανέβηκα την σκάλα σαν να ‘μουν ο σκύλος σου
μαύρη κοκαΐνη
τα ρουθούνια τρέμουν απ’την απεγνωσμένη νύχτα σου:
μ’ακούς ή
πλέον είναι στ’αλήθεια αργά,
πως βρεθηκες εκεί κάτω;
Διάλεξα το πρώτο βαγόνι,
λευκή γούνα που χάνει το χρώμα της
ποδοπατιέται απ’τα δόντια μου, θυμάμαι ήσουν αναδυόμενη και σκοτεινή,
έτσι βρέθηκες εκεί κάτω;
Σπάραξα απαλά τα μαλλιά σου,
ήταν όταν ανασάνες ομίχλη: πιρούνια μασάνε το γυαλί
στα πληγωμένα ούλα μας.
Ο κύριος που χτυπάει την πόρτα
ανάποδα και κρεμασμένος, άδειος,
έτσι
βρέθηκες εκεί κάτω;
Και πέφτει η γυναίκα του ματιού απ’την γέφυρα,
δε ήθελα να τρέξω πάνω στην χορδή
απλά ακολούθησα,
ήσουν υποταγμένο δέρμα και μαύρο ράμφος φώτισε
την υγρή βελόνα. Στ΄αλήθεια
έτσι βρέθηκες εκεί κάτω;
Τα χέρια του σκλάβου στις μύτες μας
είναι γροθιές σ’ενα πεθαμένο κουνέλι
η ασφυξία αθώα σα νιαούρισμα βεντάλιας
και δεν έβλεπα εσένα πια
παρά μόνο
την άυπνη άμαξα που καλπάζει.
Έτσι βρέθηκες εκεί κάτω.
Στο δωμάτιο που θυσιάστηκε το βλέμμα σου
αλυχτάνε αποτυπώματα, η καρδιά υπάρχει
στην βραδύτητα,
θα μείνουμε για καιρό ξεχασμένοι
μα
πως βρέθηκες εκεί κάτω;