Ήταν καλοκαίρι, έβραζα στην Αθήνα και εκτός απ’ την Αθήνα έβραζα και στο ζουμί μου γιατί ένα καλό γκομενάκι που είχα βάλει στο μάτι δεν έλεγε να πει το ναι με τίποτα. Μην κοιτάτε που τα παρουσιάζω απλά και γλυκούλικα εδωπέρα. Δεν ήταν καθόλου. Μιλάμε για γερή καψούρα που με είχε κάνει να τρέχω πάνω-κάτω το κέντρο σαν μανιακός σε κρίση, χωρίς κάποιο σκοπό και νόημα. Κάποιες φορές υπήρχε ανταπόκριση, άλλες όχι και αντίστοιχα άλλαζε και η διάθεση μου, όπως και το είδος του αλκοόλ με το οποίο θα ξεκινούσα τη μέρα μου. Έχοντας αποδεχτεί πως μέσα σε όλο αυτό το παραλήρημα που με είχε πιάσει θα ήταν αδύνατον να βρω τον εαυτό μου, αποφάσισα συνειδητά να τον χάσω τελείως, μήπως κι αυτός ο έρμος αφού αποκοπεί απ’ το πιο τοξικό άτομο που γνώρισε στη ζωή του, εμένα δηλαδή, έβρισκε κάποιαν άκρη στο χάος. Σταμάτησα λοιπόν τα χάπια που έπαιρνα για την κατάθλιψη και ξεκίνησα να πίνω απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ ξοδεύοντας εκεί τα όχι και ιδιαίτερα πολλά χρήματα που μου είχαν αφήσει οι δικοί μου φεύγοντας για το χωριό. Αν ήταν περίοδος που το γκομενάκι με έκανε κέφι ξεκινούσα με βότκα, ουίσκι ή κάτι άλλο βαρύ. Αν πάλι ήταν περίοδος που έκανε οποιονδήποτε άλλο εκτός από εμένα κέφι τότε ξεκινούσα με όλα τα ελαφριά ποτά, μαλαματίνες, κρασιά, μπίρα κλπ αναμειγμένα όπως-όπως μεταξύ τους μπας και με πιάσουν κι αυτό συνεχιζόταν μέχρι να με πάρει ο ύπνος ή να ξεραθώ καλύτερα στο κρεβάτι μου ή κάποιο παγκάκι, θάμνο ή πεζούλι της πρωτεύουσας.
Κατά προτίμηση με παρέα γιατί φοβόμουν.
Αφού λοιπόν αυτή η κατάσταση τράβηξε όλο τον Ιούνη και τον Ιούλη και είχα φτάσει πια σε κατάσταση αποσύνθεσης, κήρυξα άτακτη υποχώρηση και υπέγραψα παράδοση άνευ όρων. Εχθρός δεν υπήρχε ακριβώς βέβαια για να του παραδοθώ αλλά είχα παραδοθεί στο έλεος της φτώχειας μιας και τα λεφτά για το αλκοόλ είχαν τελειώσει και φαί δεν υπήρχε στο σπίτι ούτε για δείγμα. Τις πρώτες μέρες του Αυγούστου την πάλεψα είτε με δανεικά είτε τρώγοντας κατευθείαν στα σπίτια φίλων, όταν όμως άρχισα να χρησιμοποιώ τα δανεικά για να αγοράζω μπύρες και να γυρίζω τα βράδια στο σπίτι από τον πιο μακρύ δρόμο για να μπορέσω να ψάξω όλους τους σκουπιδοντενεκέδες για τίποτα φαγώσιμο κατάλαβα πως δεν είχα και κανένα λαμπρό μέλλον αν συνέχιζα έτσι. Όλο και κάποιος γείτονας θα το σφύριζε στους γονείς μου, αυτοί θα υπέθεταν τα χειρότερα, όπως πχ ότι είχα αρχίσει την ηρωίνη (ενώ εγώ σαν καλό fashion victim του trainspotting, ούτε μήνα δεν έπινα αυτή την αηδία πριν τη σταματήσω εντυπωσιασμένος απ’ την επικινδυνότητα της), αυτοί θα ξαναγύριζαν σπίτι και αυτό ήταν! Όλες μου οι αποτυχίες των προηγούμενων ετών, που δεν ήταν και λίγες, θα χρεώνονταν στις περιστασιακές μου καταχρήσεις και θα κατέληγα σε καμιά ωραιότατα ιδιωτική κλινική απεξάρτησης. Κρίμα και άδικο!
Παρόλα αυτά το είχα παρακάνει και δε θα είχαν άδικο να αντιδράσουν έτσι. Έλεγχο ακριβώς του εαυτού μου δεν είχα. Με κοίταξα από πάνω ως κάτω. Ήμουν πιο βρώμικος από ποτέ, δεν υπήρχε ρούχο που να βρίσκεται στη ντουλάπα μα όλα ήταν πεταμένα όπου να ‘ναι μες το σπίτι και ήταν γεμάτα λεκέδες κρασιού και άλλων αηδιαστικών πραγμάτων. Κουζίνα και μπάνιο προφανώς φιλοξενούσαν πολλούς μικρούς ιάπωνες ειδάλλως δεν εξηγούταν οι ατομικές βόμβες που είχαν πέσει εκεί μέσα και γενικότερα επικρατούσε ένα χάος. Το μόνο ζωντανό πλάσμα μέσα στο σπίτι δεν ήμουν εγώ δυστυχώς αλλά και πολλά άλλα ζωύφια ενώ κάτι ενοχλητικοί ήχοι που έμοιαζαν με μικρά σταθερά βήματα και επαναλαμβάνονταν κάθε βράδυ με είχαν πείσει για τα καλά πως πλέον ήμουν συγκάτοικος με τουλάχιστον μια οικογένεια τρωκτικών. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Είπα «Ρε μαλάκα Διονύση τι χάλια είναι αυτά;» είχα να φάω κάτι που δεν προερχόταν από σκουπιδοντενεκέ κάτι μέρες τώρα και πάλι είχα παχύνει όμως «Βρωμάς και ζέχνεις γαμώ την παναγία σου!» είπα στο είδωλο μου και κάθισα στο κρεβάτι να το σκεφτώ λιγάκι το πράγμα.
Ήμουν σε κατάσταση αποσύνθεσης, είχα βάλει κιλά, βρώμαγα είχα καταστρέψει οτιδήποτε μπορούσε να καταστραφεί και είχα πάει κάτι χρόνια πίσω όποια βελτίωση είχα καταφέρει στην ψυχική μου υγεία τα τελευταία χρόνια. Έπρεπε να κάνω κάτι τώρα, σήμερα. «Αλλά τι;» αναρωτήθηκα. Είχα γίνει από ένας κομψός γλυκούλης πτυχιούχος τμήματος φιλοσοφίας ένα βρωμιάρικο γουρούνι που έπινε τόσο πολύ που δεν άντεχε καν να κάτσει να χτυπήσει στο χαρτί τις σουρεαλιστικές ιστορίες που προκαλούσε η μέθη. Που δεν ήταν καν σουρεαλιστικές, εκτός αν είχε προκύψει στο μεταξύ κάποιο λογοτεχνικό ρεύμα που το λέγανε «Βρώμικο Σουρεαλισμό» και αυτός δε το είχα πάρει χαμπάρι.
«Πρέπει να φύγω απ’ αυτό το μέρος» ξεκίνησα να οργανώνω κάπως τη σκέψη μου «Και που να πάω;» αναρωτήθηκα «Στους γονείς μου μήπως;» έδωσα μια πρώτη απάντηση την οποία και απέρριψα. Χρειάζομουν φροντίδα αλλά όχι γονική σε αυτή τη φάση. «Τι έκανα πριν με πάρει η κάτω βόλτα;» σκέφτηκα «Κυνήγαγες αυτό το παρδαλό θηλυκό τέρας γιατί προφανώς καλό ζώο είσαι και εσύ» μου απάντησα αυστηρά. «Όχι πιο πριν» συνέχισα χωρίς να δώσω σημασία στις επικρίσεις που μου έκανα «Πού είχα αφήσει τη ζωή μου, τι προσδοκίες είχα τέλος πάντων απ’ τη ζωή;»
Η εύκολη απάντηση ήταν βέβαια ότι δεν είχα σχέδια για τη ζωή ούτε κάποιο ιδιαίτερο πλάνο για το μέλλον. Δυστυχώς η ανατροφή μου εκτός από άσχημη ήταν μάλλον και ελαφρώς αποτυχημένη και έτσι δεν είχα σχηματίσει κάποια συγκροτημένη ταυτότητα ή κάποιο όνειρο για το τι θα ήθελα να κάνω τα επόμενα χρόνια. Ή μάλλον, και ενώ τα σκεφτόμουν αυτά χαμογέλασα, είχα σκεφτεί κάτι που θα μου άρεσε. Συγγραφέας ήθελα να γίνω, το έβλεπα ρομαντικά το θέμα μάλιστα, το πρωί θα με συλλαμβάνουν για δημόσια μέθη οι μπάτσοι, στη φυλακή θα γνωρίζω άγριους μα καλόκαρδους, καταπληκτικούς τύπους, θα στέλνω ένα ποίημα σε μια τοπική εφημερίδα κι όταν αποφυλακίζομαι θα γυρίζω σπίτι μου και θα βρίσκω ένα γράμμα να με περιμένει που θα λέει.
«Το ποίημα σας μας άρεσε πολύ, θα θέλαμε να σας προσφέρουμε μια μόνιμη στήλη στην εφημερίδα μας. Η αμοιβή σας θα είναι…» κλπ
Αντ’ αυτού βέβαια διαπίστωσα μεγαλώνοντας πως όλη η χώρα μεθάει, πίνει χάπια, βαράει ενεσούλες και πως πάλι καλά που δεν μαζεύουμε ακόμα κόσμο με καροτσάκια από τους κάδους. Κανένας μπάτσος δε με έλεγχε καν για κανένα λόγο ακόμα κι όταν κυκλοφορούσα με ότι να ‘ναι πάνω μου γιατί ήμουν πολύ γλυκούλης στη φάτσα και ποτέ δεν ήμουν προκλητικά αγενής απέναντι τους χωρίς λόγο, κάτι που θεωρούσα αυτιστικό έτσι κι αλλιώς. Κανά δυο φορές που έμπλεξα με άγριους τύπους, αποδείχτηκαν όχι πολύ καλόκαρδοι μα σίγουρα καταπληκτικοί στο ξύλο. Κάτι καλές ιστορίες με σπασμένα δόντια, ματωμένες μύτες και μαυρισμένα μάτια τις έγραψα. Όταν όμως λάμβανα απάντηση από περιοδικά, διαδικτυακές σελίδες και άλλα μέρη που τα έστελνα το ύφος περίπου ήταν:
«Κάπου το χάσαμε, μπορείτε να μας το ξαναστείλετε;»
«Μα είναι ποίηση αυτό το πράγμα τώρα;»
«Γελάσαμε πάρα πολύ με την ιστορία σας!»
«Σας ευχαριστώ πάρα πολύ γιατί, αν και εμένα προσωπικά δε μου αρέσει καθόλου η λογοτεχνία τυχαίνει να αρέσει πολύ σε μια νεαρή και όμορφη κοπέλα που βγαίνω αυτή την περίοδο η οποία ξετρελάθηκε μαζί σας και με την ιστορία σας και εντυπωσιάστηκε που την στείλατε σε μένα. Η σχέση μας επιτέλους ολοκληρώθηκε!»
Έτσι απογοητεύτηκα και εγώ, από τον τόπο που ζούσα, τους ανθρώπους που αναγκαζόμουν να τον μοιραστώ και πρώτα και κύρια απ’ τον εαυτό μου και έμεινα ρέστος. Ο κύριος Διονύσης Ρακόπουλος, εγώ δηλαδή, δεν είχε πάθος για τίποτα άλλο στη ζωή του, ούτε επιθυμούσε να παλέψει για τίποτα άλλο. Ήθελε να γίνει συγγραφέας, δε του βγήκε και πήγε να σπουδάσει φιλοσοφία μπας και ξεχαστεί.
«Αυτό είναι!» σκέφτηκα και αισθάνθηκα σαν να λειτουργούσε για πρώτη φορά μετά από καιρό το μικρό εκείνο πλασματάκι που είχα μες το κεφάλι μου. «Η φιλοσοφία!», «Θα συνεχίσεις τη φιλοσοφία Διονύση!».
Ήταν μια ωραία ιδέα. Είχα γραφτεί από πριν το καλοκαίρι σε ένα μεταπτυχιακό φιλοσοφίας, είχα καταφέρει να περάσω με επιτυχία και σχετικά απ’ τους πρώτους και τα μαθήματα ξεκινούσαν τον Σεπτέμβρη. «Άρα μπορείς να ξεκινήσεις από τώρα την προετοιμασία, να ξαναπιάσεις την ακαδημαϊκή ζωή, να κάνεις κάτι παραγωγικό» διαβεβαίωσα τον εαυτό μου για τις προθέσεις και την σίγουρη επιτυχία που μας περίμενε «Όμως» μου απάντησε αυτός σκεπτικά «Πώς θα μπορέσω ποτέ να συγκεντρωθώ σε ένα περιβάλλον τόσο άρρωστο όσο αυτό που ζω τώρα;». Το πρόβλημα ήταν φυσικά αληθινό, δεν υπήρχε περίπτωση να μείνω Αθήνα και να κάτω οτιδήποτε θετικό για την πάρτη μου ταυτόχρονα. «Θα φύγω τότε!» είπα «Αλλά για που;» αναρωτήθηκε η άλλη εκδοχή μου «Θα ζητήσω απ’ όσους φίλους έχω στην επαρχεία να με φιλοξενήσουν μερικές μέρες ή ακόμα καλύτερα βδομάδες, δεν μπορεί κάποιος θα με δεχτεί» απάντησα με σιγουριά αλλά χωρίς να είμαι και βέβαιος στην πραγματικότητα. «Ας το δοκιμάσουμε» συμφώνησε και ο Διονύσης.
Λίγες ώρες μετά ήμουν πάνω σε ένα μικρό σάπιο καραβάκι πενταβρώμικος με πενταβρώμικες βαλίτσες γεμάτες από πενταβρώμικα ρούχα αλλά ούτε που έδινα σημασία. Ήμουν πανευτυχής γιατί και έφευγα απ’ τη χειρότερη πόλη που μπορεί να γεννηθεί άνθρωπος στον 21ο αιώνα , την Αθήνα και πήγαινα να περάσω το υπόλοιπο καλοκαίρι σε ένα πολύ καλό φιλαράκι απ’ τη σχολή, που είχε εξοχικό σε ένα νησί απ’ τα κοντινά της πρωτεύουσας. Ακόμα καλύτερα οι γονείς του δε θα ήταν μαζί μας άρα δεν θα έπρεπε να προσπαθώ συνέχεια να κρύψω την θλιβερή κατάσταση μου για να κάνω καλή εντύπωση θα μπορούσα εξ’ αρχής να παραδεχτώ την τραγικότητα της ατμόσφαιρας που αποπνέω (κυριολεκτικά στο καράβι πέταγαν για ώρα δυο μύγες γύρω μου, μέχρι που απομακρύνθηκαν λίγο και τις κατάπιε ένας διερχόμενος γλάρος), να κάνω ένα καλό μπάνιο, να βάλω ένα καλό πλυντήριο, να φάω ένα καλό γεύμα και να στρωθώ στο διάβασμα. Είχα κουβαλήσει και μια σχετικά καθαρή βαλίτσα στην οποία είχα βάλει τα βιβλία μου. Το πιο πολύτιμο πράγμα του σπιτιού μου.
Στο λιμάνι του νησιού με υποδέχτηκε με χαιρετούρες ο Σωτήρης το Μηχανάκι, τον φωνάζαμε έτσι χρόνια τώρα γιατί από μικρός ήθελε να πάρει μηχανή. Τα κατάφερε νωρίς-νωρίς και χωρίς την οικονομική ανάμειξη γονέα. Φυσικά η μηχανή επιτάχυνε τη μετάλλαξη του σε γλοιώδη κάγκουρα που εργάζεται ως DJ σε κλάμπ του νησιού αλλά κανείς δεν είναι τέλειος έτσι;
«Επιτέλους! Που ‘σαι μωρή μαλακία» με χαιρέτησε με μια σφιχτή αγκαλιά το Μηχανάκι «Μαλάκα μου βρωμάς» είπε και αφού με κοίταξε από πάνω ως κάτω πρόσθεσε «Και έχεις βάλει και κιλά, γουρουνάκι κανονικό σα να λέμε»
«Είναι σκληρή η ζωή στην Αθήνα Σωτήρη» του είπα
«Γιατί σας βομβάρδισαν τους αγωγούς του νερού και δε μπορείτε να κάνετε μπάνιο; Χαχαχαχα!» άρχισε να ξεκαρδίζεται αμέσως μόλις τέλειωσε το αστείο του ο Σωτήρης δίνοντας μου ταυτόχρονα μια αγκωνιά στο στομάχι που μου κόψε την αναπνοή λίγο λιγότερο απ’ ότι χρειαζόταν για να μου την κόψει μόνιμα.
«Φιούφ!» είπα ενώ συνερχόμουν «Για πες πώς τα πας; Πώς είναι η ζωή εδώ;»
«Τέλεια φίλε, καλοκαίρι, τουρίστριες, φουλ μουνί, ξέρεις τώρα»
«Ξέρω, γαμάς καλά ε;»
«Κι όμως έχω σχέση όσο περίεργο κι αν σου φαίνεται»
«Έλα, πως προέκυψε κάτι τέτοιο; Δε το περίμενα από εσένα. Νόμιζα πως τα μηχανάκια δεν πέφτουν ποτέ σε λακκούβες».
«Απ’ ότι φαίνεται για όλα υπάρχει αυτή η φορά, βασικά ήθελα να σου μιλήσω λίγο για αυτό, θα πάμε με τη Σύλβια, έτσι τη λένε, λίγες μέρες διακοπές, όχι τόσο λίγες βασικά, ας πούμε δέκα ή δεκαπέντε, έτσι θα είσαι αρκετό καιρό μόνος στο σπίτι αλλά αφού θες και να διαβάσεις δε σε πειράζει υποθέτω έτσι;»
Τελικά αυτό που λένε πως όπου και να πας ο Θεός είναι μέσα σου όχι απλά ισχύει μα όπου και να πας ο Θεός σε πλησιάζει περισσότερο. Με το ζόρι κρατήθηκα να μην του πω να κάτσει όλο τον Αύγουστο με τη Σύλβια και να μου αφήσει εμένα το σπίτι να κάτσω μόνος μου.
«Κοίτα αφού θα σε δω έστω και λίγες μέρες δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα τι λες τώρα»
«Σίγουρα; Γιατί μπορώ να κόψω μερικές μέρες ή να το αναβάλλω…»
«Καλέ τι λες τώρα. Σκέψου τι εντύπωση θα κάνω στην κοπέλα αν με το που ακούσει για μένα αμέσως γίνω η αιτία να χάσει την εκδρομή της»
«Σωστό κι αυτό, δε το είχα σκεφτεί, πάντα σου έκοβε, απ’ το σχολείο ακόμα.
«Εμ… Ήμουν ο πιο έξυπνος με διαφορά»
«Βέβαια ναι, το θυμάμαι σαν χθες πως ξεχώριζες. Για να καταλάβεις, είχα βρεθεί με ένα παλιό μας συμμαθητή πριν καιρό και λέγαμε τι ωραία τότε που όλα τα αγόρια παίζαμε ποδόσφαιρο και οι κοπέλες μας βλέπανε εκστασιασμένες και εσύ που καθόσουν μόνος στην άκρη να μην μιλάς σε κανέναν και κανένας να μη σε κάνει παρέα τις περισσότερες φορές αλλά δε σε ένοιαζε γιατί είχες για φίλους σου τα βιβλία που σε κάνανε και τόσο έξυπνο εν’ τέλει.»
«Ναι-ναι υπέροχα ήταν λυγμ-λυγμ» απάντησα προφέροντας με δυσκολία τις λέξεις
«Μα τι έχεις; Ε βέβαια συγκινήθηκες απ’ τις αναμνήσεις, έλα σκούπισε τα μάτια σου τώρα και πάμε να φύγουμε για το σπίτι, εδώ κοντά είμαστε.
Και πήγαμε. Ο Διονύσης Ρακόπουλος, άνεργος συγγραφέας και ο Σωτήρης το Μηχανάκι, επαγγελματίας DJ.
Λίγες μέρες μετά είχα προσαρμοστεί στο να έχω το σπίτι όλο δικό μου. Πώς να μην προσαρμοστείς άλλωστε και σε κάτι τέτοιο; Πρόσεχα όμως να μην ξανακυλήσω στις συνήθειες που είχα στην Αθήνα. Σηκωνόμουν πρωί. Δεν έπινα καθόλου αλκοόλ, πρόσεχα τη διατροφή μου και διάβαζα από νωρίς το μεσημέρι μέχρι αργά το απόγευμα. Το βράδυ δεν έβγαινα μα καθόμουν στο μπαλκόνι του σπιτιού και κάπνιζα κάνα μπάφο κάνοντας παράλληλα μικρές διορθώσεις σε μια νουβέλα που έγραφα και που κατά βάση ήμουν ακόμα στην αρχή της.
«Τι θέμα έχει;» με είχαν ρωτήσει ο Σωτήρης και η Σύλβια
«Είναι μια ενιαία ιστορία από αυτοτελή κομμάτια που πραγματεύεται το όνειρο και την ψυχεδελική εμπειρία, παράλληλα υπάρχει ως υπόβαθρο μια περίπου ερωτική σχέση μεταξύ του ήρωα και τ…»
«ΑΧ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΠΟΛΥ Ο ΕΡΩΤΑΣ» είχε σχολιάσει τότε η Σύλβια και είχαμε λήξει εκεί τη συζήτηση. Το ίδιο βράδυ, αφού έκανα ένα καλό μπάνιο είχαμε βγει έξω για φαγητό. Με σύστησαν ως νεαρό, ταλαντούχο και επιτυχημένο ήδη συγγραφέα απ’ την Αθήνα. Χάρηκαν οι φίλοι τους, χάρηκα εγώ, χάρηκαν και αυτοί και την άλλη μέρα έφυγαν.
Παράλληλα με την σχετικά υγιεινή ζωή που έκανα, ξανάρχισα και τα χάπια που είχα κόψει στην Αθήνα μετά από τηλεφώνημα στον ψυχίατρο μου, ο οποίος αφού με ξέχεσε για τα καλά, με συγχώρεσε γιατι έπρεπε να πάει και για μπάνιο ο καψερός. Βεβαίως όσα μου είπε ήταν σωστά, η διακοπή της αγωγής σε πάει πίσω αλλά το γεγονός ότι αποσταθεροποιείς τον οργανισμός σου με αλκοόλ ή όποια άλλη βλακεία σου γαμάει εκατό φορές τον εγκέφαλο. Ναι συμφωνώ σε όλα γαμώ την επιστήμη σου μέσα γαμώ. Τα υπογράφω ένα προς ένα αλλά τι θα γίνει με τον κόσμο εκεί έξω που μου γαμάει τον εγκέφαλο δεκάδες χιλιάδες φορές καθημερινά; Να βρω άλλους τρόπους να το αντιμετωπίσω είναι η προφανής απάντηση και είναι η σωστή. Καλή τύχη στην εφαρμογή της.
Τέλος πάντων κυλούσαν οι μέρες ήρεμα και το διάβασμα μου πήγαινε αρκετά καλά. Είχα αρχίσει να νιώθω αισιόδοξος πως όχι μόνο θα τα πάω καλά στη σχολή, μα θα γυρίσω και νωρίτερα Αθήνα και θα καθαρίσω και όλο το σπίτι. Το καλοκαίρι έτσι θα γίνει μια κακιά ανάμνηση απ’ την οποία κανείς δε θα θυμάται τίποτα παρά μόνο εγώ. Θα είναι σαν ένα κακό όνειρο, παραμένει το βίωμα του εφιάλτη αλλά κανείς δεν μπορεί να αποδείξει αν έγιναν ή δεν έγιναν τα πράγματα άσχετα απ’ το πώς χτυπάει η καρδιά σου εσένα.
Το μόνο που χάλαγε ή διακωμωδούσε αν θέλετε την ατμόσφαιρα περισυλλογής και αυτοβελτίωσης που είχα στήσει ήταν ο τύπος στο απέναντι μπαλκόνι από εμένα. Δεν είχα δει ποτέ ακριβώς το πρόσωπο του αλλά μου φαινόταν πιτσιρικάς. Είχε σκούρο σχετικά δέρμα μακριά μαλλιά ήταν πολύ αδύνατος, πολύ βλάκας και άξεστος. Καθόταν με τις ώρες εκεί απέναντι μου και έκανε όλα τα ενοχλητικά πράγματα του κόσμου. Ρευόταν. Έκλανε. Ρευόταν. Ξυνόταν. Έκλανε πάλι και μετά έξυνε τα αρχίδια του. Αυτό συνεχιζόταν επί ώρες μαζί με την κατανάλωση άπειρης μπίρας, πάντα σε μικρά κουτάκια βέβαια για να μπορεί να τα πετάει στο δρόμο ανάμεσα στα δύο σπίτια. Που και που πετύχαινε και κανέναν άκυρο και τότε άκουγες κανένα γελάκι όχι ιδιαίτερα επιθετικό πάντως. Αν πετύχαινε όμως καμιά γάτα ή κάνα σκύλο τότε ο τύπος άφηνε να πεταρίσουν απ’ το στοματάκι του κάτι πολεμικές κραυγές νίκης που θα έκαναν τα γερμανικά φύλα δυτικά του Ρήνου που νίκησαν τις ρωμαϊκές λεγεώνες να κάνουν το σταυρό τους νωρίτερα απ’ την ώρα τους. Μια φορά δε, μεσημέρι ντάλα ο ήλιος που είχα κάτσει μέσα και διάβαζα αναγκάστηκα να βγω έξω όταν άκουσα τις ίδιες κραυγές πολλαπλασιασμένες επί εκατό φορές. Τι είχε συμβεί; Πολύ απλά ο τύπος καθόταν εκεί με φορώντας μόνο ένα ψάθινο καπέλο και ένα άσπρο σώβρακο και ούρλιαζε από χαρά γιατί είχε πετύχει με ένα κουτάκι ΆΜΣΤΕΛ τον γάιδαρο ενός γέρου νησιώτη. Πιθανότατα ο γάιδαρος να ήταν το λιγότερο ζώο απ’ όλους τους εμπλεκόμενους πάντως η εικόνα του τύπου να πανηγυρίζει μια τέτοια επιτυχία χωρίς καν να μπαίνει στον κόπο να σηκωθεί απ’ την καρέκλα του έτσι για να δείξει λίγο κίνηση με είχαν συγκλονίσει. Τελείως μικρόβιο σα να λέμε.
Με τις μέρες άρχισα να σκέφτομαι μήπως, έχω να κάνω εντέλει με κάνα φασισταριό του κερατά. Δεν μπορούσα να εξηγήσω αλλιώς τέτοια βαρβαρότητα. Επαρχεία ήμασταν έτσι κι αλλιώς, επιθετικός ήταν με όλους και όλα και τελείως βρωμιάρης και σάπιος. Γενικά μου θύμιζε εμένα στην Αθήνα αν με συνδύαζες με έναν ρεπουμπλικάνο του Τέξας που ζει στο δάσος και βιάζει την κόρη του ενώ παράλληλα μαζεύει κονσέρβες μην τυχόν και μπουκάρουν οι βορειοκορεάτες. Βεβαιώθηκα όμως όταν τον άκουσα να μιλάει στο τηλέφωνο για έναν καταυλισμό τσιγγάνων στην Αθήνα και να ζητάει από κάποιον να πάει εκεί και να τους τσακίσει ‘’όλους’’.
«ΘΕΛΩ ΤΑ ΓΑΜΗΣΕΙΣ ΤΑ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΑ ΕΝΤΑΞΕΙ ΠΟΛΛΑ ΜΑΣ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙ Η ΦΑΡΑ ΤΟΥΣ» είχε πει.
Τώρα εγώ βέβαια τον καταυλισμό τον ήξερα γιατί πηγαίναμε εκεί με κάτι φίλους παλιότερα και παίρναμε πρέζα, κόκα, ηρεμιστικά χάπια και διάφορα άλλα ωραία πράγματα ρε παιδί μου που όντως πουλάνε στους καταυλισμούς αλλά οκέι σκεφτείτε τώρα να πιάσουν έναν συγγενή σας να σπρώχνει χόρτο λόγου χάρη και να σας πουν ότι όλη η οικογένεια είναι ένοχη όπως και οι επόμενες γενιές. Αυτό επί ένα εκατομμύριο φορές γίνεται με τους τσιγγάνους. Όπως και να έχει έχουν καλή πρέζα, απ’ την κόκα τους να μείνετε μακριά όμως αν και, για να έχετε λεφτά να αγοράσετε δεν χρειάζεστε συμβουλές.
Ήταν ξεκάθαρο, ο τύπος ήταν φασίστας εν’ αποστρατεία. Τον είχαν πιθανότατα αποστρατεύσει τσιγγάνοι που αμύνθηκαν και τώρα γύρευε εκδίκηση. Εντάξει λοιπόν, δεν μπορούσα να κάνω και πολλά πράγματα αλλά λίγο δούλεμα το μπορούσα, άλλωστε δεν έμοιαζε για τύπος που θα γινόταν απειλητικός. Το επόμενο βράδυ λοιπόν που τον βρήκα όπως πάντα καθιστό απέναντι απ’ το μπαλκόνι μου, έστριψα το μπάφο μου κάπνισα και περίμενα να αρχίσει τις μαλακίες του. Δέκα λεπτά αργότερα το πρώτο κουτάκι μπίρας προσγειωνόταν στον δρόμο. Αμέσως σηκώθηκα και πλησίασα τα κάγκελα.
«Ε βρωμιάρη!» του φωνάζω και για πρώτη φορά μοιάζει να προσέχει ότι κάποιος μένει απέναντι του.
«Ναι ρε σε σένα λέω, σε τσαντίρι γεννήθηκες και πετάς τα σκουπίδια κάτω βρωμιάρη;»
Ο τύπος ακόμα δεν έχει σηκωθεί απ’ την καρέκλα αλλά κοιτάει προς το μέρος μου, ακούω τη φωνή του να λέει «Και εσύ ποιος είσαι ρε φίλε που θα μου πεις τι θα κάνω;»
«Όποιος θέλω είμαι» του απαντάω χαιρέκακα «Έλληνας είμαι στη Ελλάδα βρίσκομαι και δε θέλω σκουπίδια στη χώρα μου, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ!»
«Θα το φας το κεφάλι σου με αυτά που λες» μου απαντάει ο φασιστάκος, φαίνεται του ‘χουμε θίξει το έθνος και προσεβλήθη ο καημένος.
«Άντε βρε κωλόγυφτε που θα μου φας και το κεφάλι» του απαντάω
«Ποιόν έβρισες μωρή αγάμητη λούγκρα;» μου γυρίζει κι αυτός και είμαστε σε μια φάση τώρα που εγώ τεντώνομαι να του φωνάξω κι αυτός δεν έχει καταδεχτεί να βγάλει ούτε τα γυαλιά ηλίου παρόλο που έχει και γαμώ τα φεγγάρια απόψε.
«Εσένα έβρισα ρε αρχίδι γύφτε που έχεις κάνει τον δρόμο λες και ζεις σε καμιά σκηνή σαν αυτές που ζείτε εκατό άτομα μαζεμένα και πηδάει ο καθένας την αδερφή του, γι’ αυτό γαμιολάκο τράβα να βρεις τους φίλους σου τους τσιγγάνους γιατί στην Ελλάδα δε σε θέλει κανείς, εδώ είναι χώρα για ανθρώπους κι όχι για ΖΩΑ» του πετάω τονίζοντας μία μία τις λέξεις.
«Ώστε είμαι γύφτος ε;» με ρωτάει ήρεμα
«Ε ναι;» του απαντάω αλλά τα έχω χάσει λίγο κιόλας απ’ την ψυχραιμία του τύπου
«Και το λες αυτό για να με βρίσεις»
«Αργείς αλλά τα πιάνεις…»
«Καλώς!»
Και τότε βλέπω για πρώτη φορά τον τύπο να σηκώνεται. Άσχημα νέα. Μου ρίχνει τρία με τέσσερα κεφάλια (είμαι και 1,68 εδώ που τα λέμε) και μοιάζει αγριεμένος. Χώνεται μέσα στο σπίτι. Τι σκατά, μπαζούκας θα βγάλει. Πέντε λεπτά αργότερα όμως βγαίνει απ’ την εξώπορτα κρατώντας έναν τεράστιο λοστό, πηδάει τον φράχτη του σπιτιού του Σωτήρη όπου μένω, ενώ παρακολουθώ παγωμένος και αρχίζει να κοπανάει την πόρτα. Μία, δύο , τρεις την σπάει και εκεί προφανώς συνέρχομαι και τρέχω να κλειδώσω την πάνω πόρτα. Προλαβαίνω τελευταία στιγμή και χώνομαι στην άκρη του μπαλκονιού. Δεν σκέφτομαι και τίποτα το ηρωικό. Ενεργώ εντελώς σπασμωδικά σε αυτή τη φάση.
Το τέρας που ξύπνησα από το λήθαργο του τώρα κοπανάει με το λοστό την πάνω πόρτα του σπιτιού. Προσπαθώ να καλέσω την αστυνομία αλλά είμαι τόσο αποσυντονισμένος που δεν καταφέρνω ούτε τα νούμερα τα πατήσω καλά. Αν έπαιζε και η σωστή μουσική θα ήταν η τέλεια σκηνή για θρίλερ. Λίγα λεπτά αργότερα ο τύπος σπάει και την πάνω πόρτα και βγαίνει στο μπαλκόνι. Οπού είμαι και εγώ.
«Βρε, βρε, βρε» μου λέει και πετάει κάτω το λοστό ενώ πλησιάζει προς το μέρος μου. Τώρα που τον βλέπω πιο καλά κι από κοντά μου φαίνεται ακόμα πιο άγριος. Αδύνατος είναι μεν αλλά καλά γυμνασμένος και ζωή να έχει το παλικάρι είναι δυο μέτρα ψηλό. Επίσης, μικρή λεπτομέρεια, τελικά μάλλον δεν είναι φασίστας αλλά είναι ο ίδιος τσιγγάνος. Έκανα ένα μικρό λάθος απ’ ότι φαίνεται.
Προσπαθώ να του υποδείξω με τα χέρια μου να σταματήσει αλλά δεν πιάνει καθώς πλέον στην εποχή μας οι άνθρωποι επικοινωνούν με λέξεις κάτι που για κάποιο λόγο μου διαφεύγει εκείνη τη στιγμή. Ο τύπος φτάνει στο μέρος μου με αρπάζει απ’ το λαιμό και με κολλάει πάνω στα κάγκελα. Στο παραμικρό του σπρώξιμο θα πέσω ή μάλλον , αν δεν αποφασίσει να με τραβήξει προς τα μέσα θα πέσω και αν και το πιθανότερο να επιζήσω θα σπάσω υπερβολικά πολλά πράγματα και μια μόνιμη αναπηρία είναι πιθανή. ΕΠΙΣΗΣ ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΣΩ ΚΑΙ ΦΟΒΑΜΑΙ.
«ΓΑΜΗΜΕΝΕ ΦΑΣΙΣΤΑ ΡΑΤΣΙΣΤΗ» μου λέει ο τύπος «ΠΟΣΑ ΑΚΟΜΑ ΘΑ ΤΡΑΒΗΞΟΥΜΕ ΑΠΟ ΕΣΑΣ». Θέλω να του εξηγήσω πως είμαι αθώος αλλά τελικά βγαίνει απ’ το στόμα μου μόνο κάτι σαν «Όχι, δεν». «ΕΙΧΑΜΕ ΕΝΑ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΨΑΤΕ ΣΤΑ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΦΗΝΕΤΕ ΝΑ ΠΗΓΑΙΝΟΥΜΕ ΣΑΣ ΕΧΕΙ ΣΙΧΑΘΕΙ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ» ουρλιάζει ο τύπος αλλά τουλάχιστον πάνω στα νεύρα του αφήνει λίγο το λαιμό μου και μπορώ να μιλήσω κάπως πιο καθαρά «Δεν-Είμαι-Φασίστας-Παρεξήγηση-Λάθος-Άσε-Με». Δεν δείχνει να πείθεται με την καμία αλλά πείθεται να μην με αφήσει να σκοτωθώ. Με τραβάει προς τα μέσα και ενώ είμαι ακόμα κολλημένος πάνω στο κάγκελο δεν κινδυνεύω τα αμέσως επόμενα δευτερόλεπτα.
«Νόμιζα» του εξηγώ με κομμένη ανάσα «Ότι είσαι εσύ φασίστας. Σε άκουσα να μιλάς στο τηλέφωνο και υπέθεσα ότι σχεδιάζεις επίθεση σε κάποιον καταυλισμό…»
«Και αν ήμουν τόσο επικίνδυνος θεώρησες λογικό να μου κάνεις ένα ηλίθιο αστείο που δε θα έκανε ούτε παιδί;» μου λέει και δεν έχει καθόλου άδικο.
«Κοίτα» αρχίζω τώρα όσο πιο ήρεμα μπορώ « Ήταν τελείως χαζό αυτό που έκανα και συγνώμη χίλιες φορές για όσα σου είπα αλλά στην πραγματικότητα ήθελα να υπερασπιστώ τους τσιγγ..τους ρομά»
«Δεν με νοιάζει το όνομα, δε χρειαζόμαστε προστασία, μάλλον εσύ χρειάζεσαι»
«Απλά σου εξηγώ ότι οι προθέσεις μου ήταν καλές. Δεν ήξερα ότι είχατε δεχτεί επίθεση πόσο μάλλον σε σχολείο. Αν ήξερα όλα αυτά που τώρα ξέρω ποτέ μα ποτέ δε θα είχα τέτοια συμπεριφορά»
«Χμ, φαίνεται να λες αλήθεια» μου είπε ο πανύψηλος τσιγγάνος και χαλαρώνει «Δεν ήταν ακριβώς σχολείο μωρέ , μια δημοτική βιβλιοθήκη μας είχαν φτιάξει όπου γινόντουσαν περιστασιακά και κάποια μαθήματα ελληνικών μια φορά τη βδομάδα, τη φτιάξαμε αλλά δεν έρχεται κανείς να κάνει μάθημα τώρα»
«Ωραία άκου» του είπα χωρίς να το σκεφτώ και πολύ «Θέλω να επανορθώσω, γενικά τέλος πάντων χωρίς να θέλω να σου πουλήσω μούρη ή τίποτα άλλο τυχαίνει να έχω ένα δίπλωμα σχετικό με τα μαθήματα που θέλετε»
«Είσαι καθηγητής δηλαδή;» με ρώτησε ο τύπος με ενδιαφέρον
«Ε ας πούμε, όχι ακριβώς, δηλαδή ναι στα χαρτιά αλλά … μεγάλη ιστορία. Τέλος πάντων, επειδή αντιλαμβάνομαι τη σύγχυση που προκάλεσα, εγώ έτσι κι αλλιώς σκόπευα να φύγω από εδώ σε λίγες μέρες και να γυρίσω Αθήνα όπου έχω κάτι δουλειές. Προσφέρομαι να αναλάβω λοιπόν να τα κάνω εγώ αυτά τα εβδομαδιαία μαθήματα αν με βοηθήσεις να μάθω τα κατατόπια εκεί πέρα και να πατσίσουμε έτσι.
Το σκέφτηκε για μερικά δευτερόλεπτα.
«Εντάξει φίλε μου. Φεύγουμε μεθαύριο για Αθήνα. Με λένε Γιαννάκη»
«Εντάξει Γιαννάκη. Με λένε Διονύση. Πολύ ψηλός είσαι Γιαννάκη»
«Ο μικρός μου αδερφός είναι ψηλότερος. Σύμφωνοι για τη μέρα;»
«Σύμφωνοι» του είπα και εγώ. Δώσαμε τα χέρια κι αποχαιρετιστήκαμε. Για τις πόρτες, είπαμε να μοιραστούμε το κόστος και να τις φτιάξουμε την επόμενη μέρα, όπως και έγινε τελικά. Την αμέσως επόμενη της επισκευής φύγαμε για Αθήνα. Ειδοποίησα το Σωτήρη για την ξαφνική αναχώρηση μου.
Ε με το Γιαννάκη λίγο ή πολύ είμαστε ακόμα κάτι σαν φίλοι. Να σας πω την αλήθεια όμως τους τσιγγάνους ομοίως με τους έλληνες δεν τους πολυσυμπαθώ σα λαό, με ενοχλούν λίγο κάτι φορές με ορισμένες συνήθειες τους που τις θεωρώ βάρβαρες και απολίτιστες. Και ο Γιαννάκης γενικά βάρβαρος και απολίτιστος ήταν όπως και τα βλαμμένα κωλόπαιδα στα οποία έκανα μάθημα μια ολόκληρη σεζόν. Αλλά δε βαριέσαι, το σημαντικό είναι να επιβιώσεις το καλοκαίρι,. Διότι υπάρχουν χιλιάδες, εκατομμύρια άνθρωποι, αληθινοί και φανταστικοί, σε χωριά και σε βιβλία, σε πόλεις και σε ταινίες που υποφέρουν, παλεύουν να πάρουν μια ανάσα όλους αυτούς τους μήνες που διαρκεί η ζέστη. Τον χειμώνα όσοι παλεύουμε με τη δυστυχία μας κρυβόμαστε, το καλοκαίρι είμαστε εκτεθειμένοι από παντού, λες και είναι η θλίψη σαν τα φαγητά που σαπίζουν στις υψηλές θερμοκρασίες και κάπως αντέχουν στις χαμηλές. Έτσι κι εμείς μάλλον βρωμάμε πάρα πολύ και μας καταλαβαίνουν με το που πιάνουν οι ζέστες. Δεν ξέρω αν ισχύει το ίδιο και στα πιο βόρεια κλίματα που δεν ζουν μεγάλα καλοκαίρια όπως εμείς. Εγώ εδώ ζω και εδώ καταφέρνω να αποτυγχάνω σα συγγραφέας και να κάνω ευχαριστημένος το σταυρό μου κάθε φθινόπωρο λέγοντας «Πάει κι αυτό!»